1. Συνήγοροι σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου μπορούν να οριστούν δικηγόροι με επαγγελματική εμπειρία τουλάχιστον δύο ετών, εφόσον τα καθαρά ετήσια ατομικά εισοδήματά τους από κάθε πηγή δεν υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ, δεν έχουν τιμωρηθεί πειθαρχικά, και δεν έχουν καταδικαστεί οριστικά για εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 6 παρ. 3 του ν. 4194/2013. Από τους δικηγόρους στους οποίους ανατίθενται καθήκοντα Συνηγόρου τουλάχιστον το 50% πρέπει να προέρχεται από όσους ασκούν τη δικηγορία έως 12 έτη. Εφόσον υποβληθούν αντίστοιχες υποψηφιότητες, ορίζεται τουλάχιστον ένας Συνήγορος από τον Δικηγορικό Σύλλογο κάθε Πρωτοδικείου της οικείας εφετειακής περιφέρειας.
2. Έργο των Συνηγόρων αποτελεί η παροχή της νομικής βοήθειας σε όσους υπάγονται σε αυτή κατά την κείμενη νομοθεσία και σύμφωνα με τις σχετικές αναθέσεις και οδηγίες των Συντονιστών.
3. Οι Συνήγοροι παρέχουν τις υπηρεσίες τους σύμφωνα με κάθε εγγύηση και ανεξαρτησία που απορρέει από το ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων).
4. Οι Συνήγοροι μαζί με την αίτησή τους δηλώνουν το ενδιαφέρον ή την εξειδίκευσή τους στα γνωστικά αντικείμενα αστικού-εμπορικού, ποινικού και διοικητικού δικαίου, προκειμένου να διευκολυνθεί η ένταξή τους σε αντίστοιχες Ομάδες Εργασίας. Είναι δυνατή η εκδήλωση ενδιαφέροντος και σε περισσότερα από ένα αντικείμενα.
5. Στους Συνηγόρους κάθε Ομάδας Εργασίας ανατίθενται νομικές εργασίες εκ περιτροπής, ίσης κατά το δυνατόν βαρύτητας και αριθμού. Οι εν λόγω εργασίες παρέχονται εντός των ορίων όλης της εφετειακής περιφέρειας, κατά προτίμηση από τους δικηγόρους που εδρεύουν στην τοπική αρμοδιότητα του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται ή όπου πρέπει να διενεργηθεί η διαδικαστική πράξη, εκτός αν ο Συντονιστής κρίνει διαφορετικά. Ο ίσος αριθμός αναθέσεων μπορεί να μην εφαρμόζεται στην περίπτωση που ορισμένος Συνήγορος αναλάβει δίκη με μεγάλη διάρκεια.
6. Ο Συνήγορος υποβάλλει στον αρμόδιο Συντονιστή την 1η και 15η ημέρα εκάστου μήνα ειδική έκθεση με το σύνολο των υποθέσεων που του έχουν ανατεθεί, στην οποία περιγράφει συνοπτικά την πορεία κάθε υπόθεσης και τις ενέργειές του.
7. Ο Συνήγορος είναι υπεύθυνος για τον έλεγχο της εξακολούθησης της συνδρομής των προϋποθέσεων παροχής νομικής βοήθειας στους εξυπηρετούμενους από αυτόν δικαιούχους και τη συγκέντρωση των σχετικών δικαιολογητικών κατ’ έτος. Σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται, υποβάλλει σχετική αναφορά στον αρμόδιο Συντονιστή.
8. Οι Συνήγοροι, με μέριμνα των Συντονιστών, εκ περιτροπής και, αν είναι δυνατό, κατά το λόγο του γνωστικού τους αντικειμένου, διατίθενται προκειμένου να αντιμετωπίζονται έκτακτες και επείγουσες ανάγκες του έργου σε όλη την εφετειακή περιφέρεια και ασχολούνται κατά προτεραιότητα με τις σχετικές υποθέσεις.
9. Ο Συνήγορος που ορίστηκε για κάθε υπόθεση είναι δυνατόν να αντικαθίσταται για σπουδαίο λόγο, με απόφαση της Επιτροπής Νομικής Βοήθειας είτε κατόπιν εισήγησης του αρμόδιου Συντονιστή με πρωτοβουλία του τελευταίου, είτε κατόπιν αιτήματος του εξυπηρετούμενου δικαιούχου νομικής βοήθειας είτε και του ίδιου του Συνηγόρου. Σπουδαίο λόγο συνιστά ιδίως η παραβίαση των καθηκόντων του Συνηγόρου που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο, καθώς και η συνδρομή έκτακτων και απρόβλεπτων συνθηκών που καθιστούν αδύνατη τη διεκπεραίωση της ανατεθείσας υπόθεσης εκ μέρους του Συνηγόρου.
10. Οι Συνήγοροι οφείλουν να διεκπεραιώσουν τις υποθέσεις που τους ανατέθηκαν ακόμη και σε χρόνο μετά τη λήξη της σύμβασής τους, όπως ιδίως αν αυτό οφείλεται σε αναβολή εκδίκασης ορισμένης υπόθεσης, εκτός αν αποφασισθεί άλλως από το Δικαστήριο ή την Επιτροπή Νομικής Βοήθειας, μετά από σχετική εισήγηση του αρμόδιου Συντονιστή.
11. Η θέση του Συνηγόρου είναι ασυμβίβαστη με τη θέση μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου Δικηγορικού Συλλόγου της οικείας εφετειακής περιφέρειας.
12. Η σύμβαση του Συνηγόρου καταγγέλλεται αζημίως εάν αυτός τιμωρηθεί πειθαρχικά κατά το χρόνο ισχύος της, καθώς και σε περίπτωση αδικαιολόγητης άρνησης ή εγκατάλειψης του ανατεθέντος έργου.
13. Η χρησιμοποίηση της ιδιότητας του δικηγόρου ως Συνηγόρου κατά την έννοια του παρόντος νόμου, για την επιδίωξη παράνομων ιδιοτελών σκοπών, συνιστά ιδιαίτερη πειθαρχική παράβαση που τιμωρείται κατά τους όρους του άρθρου 142 ν. 4194/2013.