1. Η παροχή νομικής βοήθειας σε υποθέσεις ποινικού δικαίου, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 1, συνίσταται στο διορισμό συνηγόρου υπέρ του κατηγορουμένου ή στο διορισμό συνηγόρου υπέρ του παθόντος για τη σύνταξη και υποβολή έγκλησης και για παράσταση πολιτικής αγωγής για τις υποθέσεις που αναφέρονται στο ίδιο άρθρο, καθώς και στην απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής των εξόδων της διαδικασίας ή της συγκεκριμένης διαδικαστικής ενέργειας.
2. Η παροχή νομικής βοήθειας σε υποθέσεις ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου συνίσταται στην απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής των εξόδων της διαδικασίας ή συγκεκριμένης διαδικαστικής ενέργειας, στο διορισμό δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή, με την εντολή να εκπροσωπήσουν τον δικαιούχο ενώπιον συγκεκριμένου Δικαστηρίου ή άλλης Αρχής και να τον συνδράμουν στη διενέργεια οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης απαιτείται για την ολοκλήρωση του κύριου αντικειμένου της παροχής που διατάχθηκε. Ο δικαιούχος είναι υποχρεωμένος να αποδεχθεί τα πρόσωπα που διορίστηκαν για την εν γένει υπεράσπισή του, εκτός εάν συντρέχει σπουδαίος λόγος αντικατάστασής τους, που κρίνεται από την οικεία Επιτροπή Νομικής Βοήθειας κατόπιν εισήγησης του αρμόδιου Συντονιστή.
3. Η νομική βοήθεια μπορεί σε κάθε περίπτωση να συνίσταται και στο διορισμό συνηγόρου για την παροχή νομικών συμβουλών με σκοπό τη διευθέτηση της διαφοράς πριν αυτή εισαχθεί ενώπιον Δικαστηρίου.
4. Η απαλλαγή από τα έξοδα περιλαμβάνει ιδίως τα τέλη χαρτοσήμου, παραβόλου, το τέλος δικαστικού ενσήμου, το τέλος απογράφου και τις προσαυξήσεις τους, τα δικαιώματα των μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων, τα δικαιώματα ή την αμοιβή του διοριζόμενου δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή και εν γένει την υποχρέωση καταβολής των εξόδων της δίκης, της διαδικαστικής πράξης και γενικά της διαδικασίας, για την οποία διατάσσεται η παροχή βοήθειας. Ο δικαιούχος δεν μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλλει εγγυοδοσία που αφορά την καταβολή των επιβαρύνσεων του προηγούμενου εδαφίου.
5. Η νομική βοήθεια παρέχεται χωριστά για κάθε δίκη, ισχύει για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας και για κάθε Δικαστήριο και αφορά και την αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης.
6. Ο διορισμός δικηγόρου ισχύει ως παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας από τον δικαιούχο κατά την έννοια των κείμενων δικονομικών διατάξεων, προκειμένου να ενεργήσει όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης, όπως την άσκηση εισαγωγικού ενδίκου βοηθήματος, υποβολή έγκλησης ή μήνυσης καθώς και δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής, παρέμβασης, προσεπίκλησης, ένδικου μέσου, αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και εν γένει παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, επιδίωξης εκτέλεσης, καθώς και παράστασης στις αντίστοιχες δίκες που δημιουργούνται από τις πράξεις αυτές και την εν γένει εκπροσώπηση του δικαιούχου ενώπιον κάθε Δικαστηρίου ή Εισαγγελικής ή άλλης Αρχής. Ο διορισμός ισχύει σε κάθε περίπτωση μέχρι την οριστική περάτωση της δίκης ή της διαδικαστικής ενέργειας στον ίδιο βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς και για την άσκηση ενδίκου μέσου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 5 και του άρθρου 12 παρ. 9 και 10 του παρόντος.
7. Η παροχή νομικής βοήθειας δεν επηρεάζει ούτε καλύπτει την υποχρέωση καταβολής τυχόν εξόδων που επιδικάζονται στον αντίδικο.
8. Προϋπόθεση για την παροχή νομικής βοήθειας σε περιπτώσεις άσκησης και υποστήριξης ένδικων βοηθημάτων και μέσων σε κάθε διαδικασία αποτελεί το να μην είναι, προφανώς αβάσιμα ή ασύμφορα. Σε κάθε περίπτωση συνεκτιμάται και η ηθικής φύσεως σημασία της υπόθεσης για τον αιτούντα, ιδίως εάν αυτός ισχυρίζεται ότι βλάπτεται η φήμη του ή εάν πρόκειται για υπόθεση που αφορά ευθέως την επαγγελματική ή μη μισθωτή δραστηριότητά του.