1. Αν το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο ορίσει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 103 του Καταστατικού του, ως τόπο εκτέλεσης της ποινής την Ελλάδα, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαβιβάζει την αποσταλείσα δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ο οποίος την εισάγει στο Τριμελές Εφετείο Αθηνών προς αναγνώριση της απόφασης και προσαρμογή της ποινής.
2. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών αναγνωρίζει την απόφαση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και διατάσσει την εκτέλεση της επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής προσαρμόζοντας αυτή:
α) σε ισόχρονη φυλάκιση, αν αυτή δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη,
β) σε ισόχρονη πρόσκαιρη ή και ισόβια κάθειρξη, κατά περίπτωση, αν πρόκειται για μεγαλύτερες ποινές.
3. Η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν μπορεί να υπερβεί σε καμία περίπτωση τα είκοσι πέντε (25) έτη.
4. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών αναγνωρίζει και διατάσσει την εκτέλεση χρηματικών ποινών και μέτρων δήμευσης καθώς και την τυχόν διαταχθείσα αποζημίωση του θύματος, προσαρμόζοντας αυτές στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του ελληνικού δικαίου.
5. Η ποινή εκτελείται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας και πάντοτε υπό την εποπτεία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 106 και 110 του Καταστατικού του.
6. Καταδικασθείς που κρατείται στην Ελλάδα δεν υπόκειται σε δίωξη ή τιμωρία ή έκδοση σε τρίτο Κράτος για συμπεριφορά που έλαβε χώρα πριν από την παράδοσή του στις Ελληνικές Αρχές, εκτός αν αυτή η δίωξη, τιμωρία ή έκδοση έχει εγκριθεί από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο μετά από αίτηση της Ελληνικής Δημοκρατίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο άρθρο 108 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
7. Η επικοινωνία μεταξύ του καταδικασθέντος και του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου είναι ακώλυτη και εμπιστευτική.