Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σε συνεργασία με τον Υπουργό Εξωτερικών, διαβουλεύονται με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο σε όλες τις περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται από το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου ή απαιτείται από τις ειδικές περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης και ιδίως:
α) όταν η αποκάλυψη πληροφοριών ή εγγράφων σε κάθε στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου ή κατά την παροχή δικαστικής συνδρομής σε αυτό θίγει την εθνική ασφάλεια, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 72 και 93 παράγραφος 4 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
β) όταν η εκτέλεση του συγκεκριμένου μέτρου συνδρομής που αιτείται το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο αντιβαίνει σε θεμελιώδη νομική αρχή γενικής εφαρμογής της ελληνικής δημόσιας τάξης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 93 παράγραφος 3 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
γ) όταν η αίτηση για παράδοση προσώπου στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο ή για παροχή δικαστικής συνδρομής σε αυτό συγκρούεται προς τις υποχρεώσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας έναντι τρίτου κράτους ή της διπλωματικής ασυλίας προσώπου ή περιουσίας τρίτου κράτους, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 98 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
δ) όταν το πρόσωπο, του οποίου ζητείται η παράδοση στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, προβάλλει αντιρρήσεις με βάση την αρχή ne bis in idem, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 89 παράγραφος 2 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
ε) όταν το πρόσωπο, του οποίου ζητείται η παράδοση στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, διώκεται ήδη από τις ελληνικές αρχές ή εκτίει ήδη ποινή για έγκλημα διαφορετικό από αυτό για το οποίο ζητείται η παράδοση του, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 89 παράγραφος 4 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.