1. Στο άρθρο 127 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο πρόεδρος του τμήματος, αμέσως μετά την κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, με πράξη του επ’ αυτού, ορίζει εισηγητή τόσο για τις υποθέσεις τριμελούς όσο και μονομελούς σύνθεσης και δίνει εντολή να ανακοινωθεί η δικογραφία σε αυτόν. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο πρόεδρος του τμήματος μπορεί οποτεδήποτε, ακόμη και προφορικώς, να αντικαταστήσει με άλλον τον εισηγητή σε περίπτωση κωλύματος. Εισηγητής δεν ορίζεται για το ένδικο βοήθημα της αγωγής ή για ένδικο μέσο κατά απόφασης που εκδίδεται επί αγωγής. Σε περίπτωση σώρευσης περισσότερων ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων κατά το άρθρο 124, εισηγητής ορίζεται εφόσον τούτο απαιτείται για ένα από τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα που σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο».
2. Μετά το άρθρο 128 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται άρθρο 128Α ως εξής:
«1. Ο εισηγητής, σε συνεργασία, εφόσον τούτο κρίνεται απαραίτητο, με τον πρόεδρο του συμβουλίου διεύθυνσης ή τον δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή τον πρόεδρο του τμήματος, φροντίζει για τη συγκέντρωση κάθε στοιχείου χρήσιμου για τη διερεύνηση της υπόθεσης και για τη διενέργεια των επιδόσεων εκ μέρους της γραμματείας.
2. Ο εισηγητής μπορεί να ανακοινώνει τη δίκη στους δικαιούμενους σε παρέμβαση, να επικοινωνεί με τους διαδίκους, να τους ενημερώνει για τυχόν τυπικές παραλείψεις και να ζητά από αυτούς να προσκομίσουν στοιχεία που λείπουν ή είναι οπωσδήποτε χρήσιμα.
3. Οι αρχές προς τις οποίες απευθύνεται ο εισηγητής για τη συγκέντρωση στοιχείων και πληροφοριών για τη διερεύνηση της υπόθεσης έχουν την υποχρέωση να αποστέλλουν τα ζητούμενα στοιχεία και να παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες.
4. Όταν ανακύπτουν ζητήματα που ερευνώνται αυτεπαγγέλτως, ο εισηγητής συντάσσει συνοπτική έκθεση, η οποία αναφέρεται αποκλειστικά στα ζητήματα αυτά. Στην περίπτωση αυτή, η έκθεση επισυνάπτεται στον φάκελο το αργότερο τρεις (3) ημέρες πριν από τη συζήτηση, προκειμένου να λάβουν γνώση οι διάδικοι. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης κατάθεσης της έκθεσης από τον εισηγητή, ο διάδικος δύναται να ζητήσει αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης».
3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 129 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Η έκθεση με τον κατά την προηγούμενη παράγραφο διοικητικό φάκελο διαβιβάζονται στο δικαστήριο τριάντα ημέρες τουλάχιστον πριν από τη δικάσιμο».
4. H παράγραφος 2 του άρθρου 133 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η συνεδρίαση αρχίζει με την προεκφώνηση των υποθέσεων από το πινάκιο, κατά τη σειρά της εγγραφής τους σε αυτό. Την προεκφώνηση ακολουθεί η εκφώνηση και η συζήτηση των υποθέσεων. Σε περίπτωση που έχει συνταχθεί έκθεση κατά το άρθρο 128Α, η συζήτηση αρχίζει με την ανάγνωση από τον εισηγητή της έκθεσής του. Σε ειδική στήλη του πινακίου, ο δικαστής που προεδρεύει κατά τη συνεδρίαση σημειώνει, για κάθε περίπτωση, κατά μεν την προεκφώνηση, αν τυχόν η υπόθεση αναβάλλεται ή διαγράφεται, μετά δε την εκφώνηση και τη συζήτηση, αν οι διάδικοι παραστάθηκαν και πώς κατ’ αυτήν, καθώς και ότι η υπόθεση συζητήθηκε. Οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν ότι δεν θα εμφανισθούν στο ακροατήριο, αλλά θα παραστούν με κοινή δήλωση που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Τέτοια δήλωση μπορεί να γίνει και από έναν ή ορισμένους μόνο πληρεξουσίους. Η δήλωση που έχει γίνει από πληρεξούσιο του Δημοσίου, ΟΤΑ ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν έχει καμία δικονομική συνέπεια, αν δεν διαβιβαστεί εμπρόθεσμα στο δικαστήριο ο διοικητικός φάκελος. Η δήλωση αυτή παραδίδεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή, σε περίπτωση κοινής δήλωσης, από έναν τουλάχιστον πληρεξούσιο δικηγόρο στον αρμόδιο γραμματέα το αργότερο την παραμονή της δικασίμου και σημειώνεται αμέσως στο πινάκιο. Σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης ύστερα από αίτηση διαδίκου, δεν κλητεύεται κατά τη νέα δικάσιμο ο διάδικος που υπέβαλε δήλωση».
5. Oι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος.
Η θεσμοποίηση εισηγητή δικαστή στις διοικητικές διαφορές ουσίας παρουσιάζει τις εξής προβληματικές πτυχές: α.μετά από την απόφαση του ΕΔΔΑ, Kress κατά Γαλλίας, αμφισβητήθηκε η λειτουργία του εισηγητή δικαστή να εκφέρει αιτιολογημένη γνώμη επί της υποθέσεως με εισήγηση έγγραφη πριν από την συζήτηση την οποία εκθέτει στο ακροατήριο και να συμμετάσχει στη συνέχεια στη διάσκεψη, με ή χωρίς αποφασιστική ψήφο, διότι τούτο ενδεχομένως να προσέβαλλε την αντικειμενική αμεροληψία του δικαστηρίου και την αρχή της ισότητας των όπλων. Έτσι, με το άρθρο 6 του ν.3900/2010 καταργήθηκε η αιτιολογημένη εισήγηση στο ΣτΕ από την έκθεση. Με ποιον τρόπο εξοροθολογίζουμε τη διοικητική δίκη ενώπιον των ΤΔΔ με τη θεσμοποίηση του εισηγητή δικαστή που έχει πλέον περιορισμένη λειτουργία στη δίκη; β. Η διάταξη παρουσιάζει κενά σε σχέση: 1. με την προθέσμια προσκόμισης του διοικητικού φακέλου από την διοίκηση, διότι, ναι,μεν, ορίζει ότι αυτός θα διαβιβάζεται στο δικαστήριο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση, αλλά δεν αναφέρει τίποτα αν η προθεσμία της κλήσης στη διοίκηση για παράσταση έχει συντμηθεί τι θα συμβεί 2. τον τρόπο χορηγήσεως αναστολών στα διοικητικά δικαστήρια, 3. την προθεσμία ανακοίνωσης της δίκης από τον εισηγητή σε τρίτους. Επίσης, με τη διάταξη αυτή μετατίθεται το βάρος συγκρότησης του διοικητικου φακέλου από τη διοίκηση στον δικαστή, ενώ αν δεν διαβιβαστεί στο δικαστήριο ο ΄φάκελος σε εύλογο χρόνο πριν από την δικάσιμο δεν θα μπορεί να συνταχθεί εισήγηση με συνέπεια να δημιουργούμε πρόσθετους λόγους αναβολών της δίκης. Πέραν του ότι η διάταξη δεν επιλύει οριστικά και απόλυτα το ζήτημα της αυτεπάγγελτης εξέτασης των λόγων του παραδεκτού ή του βασίμου του ένδικου βοηθήματος, διότι μπορεί οι λόγοι αυτοί να προκύψουν κατά το στάδιο της διάσκεψης ή της μελέτης της δικογραφίας και να απαιτούν την έκδοση αναβλητικής απόφασης και εκ νέου επανασυζήτησης της υποθέσεως, προκειμένου να αντιλέξουν οι διάδικοι, δεν μπορεί να εισφέρει πραγματικά στην αρχή της κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της συζήτησης. Τι σημαίνει ο εισηγητής παραθέτει τα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα ζητήματα; Αναφέρει απλά για παράδειγμα ότι τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας της διάταξης, χωρίς να αιτιολογεί την αντισυνταγματικότητα αυτή; Και πώς ο διάδικος μπορεί να αντιλέξει τον ισχυρισμό αυτόν αποτελεσματικά, αν δεν είναι αιτιολογημένος; Και εάν ο εισηγητής δικαστής αιτιολογεί και αναλύει το αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο ζήτημα, δεν συντάσσει μ΄αυτόν τον τρόπο αιτιολογημένη εισήγηση και δεν φαίνεται να παίρνει θέση υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου, με συνέπεια να κατηγορηθεί ότι προσβάλλει τη theorie des apparence. Εξάλλου, στις διοικητικές διαφορές ουσίας, για πολλούς λόγους που το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως και αφορούν στην παραδεκτή κάταρξη και νόμιμη συνέχιση της δίκης, όπως για παράδειγμα την προσκόμιση του παραβόλου και τη νομιμοποίηση του δικηγόρου, θα είναι αδύνατη η σύνταξη εισηγήσεως πριν από την εκδίκαση της διαφοράς. Και τούτο, διότι πρόκειται για προϋποθέσεις που εξετάζονται κατά κανόνα μετά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση. Τούτο σημαίνει, αφενός μεν ότι για ένα κρίσιμο και μεγάλο τμήμα των προϋποθέσεων του παραδεκτού του ένδικου βοηθήματος, δεν μπορεί να συνταχθεί εισήγηση από τον εισηγητή δικαστή πριν από τη συζήτηση της υποθέσεως, αφετέρου δε ότι κατά κανόνα αυτές οι ελλείψεις αποκαθίστανται, όταν υπάρχει εύλογο ενδιαφέρον του διαδίκου για τη διεξαγωγή της δίκης από την εφαρμογή του άρθρου 139Α.
Από τα ανωτέρω εναργώς προκύπτει ότι αφενός μεν η εισαγωγή του εισηγητή δικαστή δεν τίθεται τόσο επιτακτική για όλα τα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα ζητήματα, εφόσον για ορισμένα από αυτά ισχύει και εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 139Α, αφετέρου δε ότι υπάρχει ο κίνδυνος ο εισηγητής δικαστής να απασχοληθεί με μία υπόθεση, η οποία τελικώς δεν θα εκδικασθεί επί της ουσίας, καθώς ο διάδικος δεν θα έχει ενδιαφέρον για την εκδίκασή της και δεν θα καταβάλλει το προβλεπόμενο εκ του νόμου παράβολο ή δεν θα νομιμοποιήσει τον πληρεξούσιο δικηγόρο του. Έτσι με τη θεσμοποίηση του εισηγητή δικαστή μπορεί να επέλθει μία μορφή μάταιης επιβάρυνσης των δικαστών και πρόσθετης επιβράδυνσης άλλων υποθέσεων που χειρίζονται, καθώς οι δικαστές θα απασχολούνται χωρίς λόγο με την επεξεργασία μίας υπόθεσης, η οποία μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο θα προκύψει ότι είναι απαράδεκτη.
Για την αντιμετώπιση του ζητήματος των αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενων ζητημάτων και την τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, προκειμένου να μην παραβιάζονται οι αρχές της δίκαιης δίκης σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, μπορούν να ληφθούν από τον νομοθέτη αλλά, πιο αποτελεσματικά μέσα. Οι λόγοι που πρόκειται να ληφθούν υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο μπορούν να κοινοποιηθούν στον διάδικο με τη διαδικασία του άρθρου 139Α, ενημερώνοντας το δικαστήριο τηλεφωνικώς μέσω της Γραμματείας ή με έγγραφο ότι πρόκειται να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως τον σχετικό λόγο και προσκαλώντας τον εντός ανατρεπτικής προθεσμίας να υποβάλλει τις ενστάσεις και παρατηρήσεις του. Το υπόμνημα αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα υπόμνημα μεσούσης της διασκέψεως, όπως ισχύει στη γαλλική διοικητική δίκη. Επίσης, το ίδιο ζήτημα αντιμετωπίζεται με την έκδοση αναβλητικής απόφασης, στην οποία παρατίθεται το ζήτημα που πρόκειται να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο και χορήγησης προθεσμίας στον διάδικο να υποβάλλει τους ισχυρισμούς του ή να προσκομίσει κρίσιμα στοιχεία στο δικαστήριο αναφορικά με το ζήτημα αυτό, ενώ η υπόθεση θα προσδιορίζεται προς εκδίκαση σε σύντομη ρητή δικάσιμο, χωρίς ιδιαίτερη επιβάρυνση της διαδικασίας της δίκης.
Τα άρθρα 188 & 189 προβλέπουν τον ορισμό εισηγητή χωρίς όμως να ορίζουν τον χρόνο ορισμού του. Τούτο συνήθως συμβαίνει μετά την συζήτηση της υπόθεσης. Με την προτεινόμενη διάταξη ο ορισμός εισηγητή λαμβάνει χώρα μετά την κατάθεση του δικογράφου. Θα μπορούσε να κριθεί ως θετική διάταξη. Με δεδομένο όμως ότι οι υποθέσεις προσδιορίζονται μετά από 2 – 6 έτη ανάλογα με το φόρτο υποθέσεων κάθε δικαστηρίου η εφαρμογή της διάταξης δεν πρέπει να αναμένεται ότι θα οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα. Επί πλέον η διατύπωση της φαίνεται ότι ακολουθεί την ακυρωτική δίκη η οποία είναι εντελώς διαφορετική από την δίκη διαφορών ουσίας. Στις τελευταίες συνήθως δεν υπάρχουν στοιχεία προς συγκέντρωση ή έρευνα άλλα πλην αυτών που κατέχουν και επικαλούνται οι διάδικοι.
Η παρ. 2 του άρθρου 129 του ΚΔΔ τόσο με την υφιστάμενη μορφή της όσο και με την προτεινόμενη προϋποθέτει ότι η κλήση και το δικόγραφο έχουν επιδοθεί στην διοικητική αρχή αρκετές ημέρες νωρίτερα ώστε να είναι δυνατόν να αποσταλεί ο διοικητικός φάκελος 30 ημέρες πριν από την δικάσιμο. Δυνητικά οδηγεί σε αύξηση των αναβολών γιατί σπανίως ο φάκελος διαβιβάζεται εμπρόθεσμα.
Τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει σαφής στόχευση τόσο της πολιτικής ηγεσίας, όσο και της φυσικής ηγεσίας της Δικαιοσύνης στην κατεύθυνση της επιτάχυνσης της διοικητικής δίκης, η οποία έχει απαλείψει σε μεγάλο βαθμό αρκετούς από τους ανασχετικούς της ταχύτητας της δίκης παράγοντες (μείωση κενών οργανικών θέσεων δικαστικών λειτουργών, βελτίωση μηχανοργάνωσης, υλοποίηση του έργου του ΟΣΔΔΥ ΔΔ κλπ). Η προσπάθεια αυτή έχει αποδώσει ορατά και μετρήσιμα πλέον αποτελέσματα και έχει συμβάλλει στην οικοδόμηση μιας ραγδαία βελτιούμενης δυναμικής.
Στα πλαίσια αυτά, στις υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας (υποθέσεις ουσίας), τόσο ο τρόπος προσδιορισμού όσο και ο τρόπος εκδίκασης (στο πλαίσιο του ΚΔΔ) εντείνονται, σύμφωνα και με τη βούληση του νομοθέτη, προς την κατεύθυνση του αντίστοιχου προσδιορισμού και εκδίκασης που εφαρμόζονται στην πολιτική δίκη. Ενδεικτικά αναφέρονται: α) το άρθρο 127Α του ΚΔΔ που προστέθηκε με τα άρθρα 60 και 113 του ν.4055/2012, β) το άρθρο 933 παρ.2 του Κ. Πολ. Δ, σύμφωνα με το οποίο η συζήτηση των ανακοπών που αφορούν στην εκτέλεση κατά του Δημοσίου, προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε 60 ημέρες από την κατάθεσή της, γ) τα ασφαλιστικά μέτρα του άρθρου 46 του ν. 4174/2013 τα οποία κατατίθενται από τη ΔΟΥ με σκοπό τη διασφάλιση συμφερόντων του Δημοσίου. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι όλο το σύστημα προσδιορισμού στις υποθέσεις ουσίας προσεγγίζει το αντίστοιχο σύστημα της πολιτικής δίκης και απομακρύνεται από το ισχύον σύστημα της ακυρωτικής δίκης.
Με την εισαγωγή του θεσμού του εισηγητή δικαστή στις υποθέσεις ουσίας σκοπείται η επιτάχυνση της δίκης δια της εισαγωγής ενός θεσμού που θα οδηγήσει όμως στην καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης. Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί ότι οι αναβολές στις δίκες των υποθέσεων ουσίας έχουν, κατά κανόνα, περιοριστεί μετά την εφαρμογή του άρθρου 135 παρ.3 του ΚΔΔ που δίνει το δικαίωμα στον διάδικο για αναβολή της συζήτησης της υπόθεσής του μία μόνο φορά και για πολύ σοβαρό λόγο, ενώ και οι αναβολές για την προσκόμιση διοικητικού φακέλου, όπου προκύψει η περίπτωση αυτή, γίνονται σχεδόν αμέσως με κοινοποίηση του οικείου πρακτικού στη δημόσια αρχή (το ποσοστό αυτό των αναβολών έχει ήδη προεκτιμηθεί από τον διευθύνοντα το Δικαστήριο κατά τον προσδιορισμό ώστε να μην επιδρά στη χρέωση και παρεπομένως την παραγωγικότητα των Δικαστικών Λειτουργών). Επομένως, καθίσταται εναργές ότι η νέα διάταξη που θεσπίζει το θεσμό του εισηγητή δικαστή στις δίκες ουσίας δεν θα μπορέσει εύκολα να εφαρμοστεί στην πράξη, ενώ ο εισηγητής δικαστής της υποθέσεως αναλαμβάνει την πρόσθετη επιβάρυνση να μεριμνά για τη συγκρότηση του φακέλου της υποθέσεως σε έγκαιρο χρόνο, προκειμένου να διαθέτει τη χρονική δυνατότητα να μελετήσει το φάκελο και να συντάξει την εισήγησή του, αν τίθεται σ’ αυτή ζήτημα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο. Διαφορετικά, αν δεν έχει διαβιβασθεί ο φάκελος σε εύλογο χρόνο πριν από τη δικάσιμο, τότε δεν μπορούν να ασκηθούν τα καθήκοντα του εισηγητή δικαστή, με συνέπεια ο τελευταίος να μην δύναται να συντάξει εισήγηση και να δημιουργείται ένας λόγος αναβολής εκ μέρους του διαδίκου ή να ζητούνται αναβολές της υποθέσεως αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο εκ του λόγου αυτού και να επέλθει επιβράδυνση αντί επιτάχυνση της διοικητικής δίκης. Περαιτέρω, με τη διάταξη άρθρου 139Α του ΚΔΔ υπάρχει πάντα η δυνατότητα συμπλήρωσης των τυπικών παραλείψεων με σχετική ειδοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου ή διαδίκου. Η θέσπιση του θεσμού του Εισηγητή Δικαστή στη διοικητική δικαιοσύνη, πρέπει αυτονόητα να επιτυγχάνει στη δοκιμασία του ελέγχου ως προς τη συμμόρφωση με την απαίτηση για εξοικονόμηση πόρων (ανθρώπινων και οικονομικών), για απλούστευση των διαδικασιών και για αναλογία της αλλαγής σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Το μέτρο αυτό, όμως, αντιβαίνει σε όλα τα παραπάνω. Επιπροσθέτως, μπορεί να αναδειχθεί σε σημαντικό παράγοντα ανάσχεσης της ταχύτητας της διαδικασίας της διοικητικής δίκης για λόγους διαδικαστικούς όσο και πρακτικούς. Στο διαδικαστικό επίπεδο υποτιμάται ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων που θα καλείται να προετοιμάσει ο κάθε Δικαστικός Λειτουργός (παράλληλα με το χειρισμό των υποθέσεων που έχει χρεωθεί κατόπιν συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία αποτελεί και το κύριο δικαιοδοτικό του καθήκον), η ομαδοποίηση που το Δικαστήριο προκρίνει σε κεντρικό επίπεδο με την παρακολούθηση ή την πρόκληση ad hoc νομολογίας του ΣτΕ (με τη διαδικασία της «πρότυπης δίκης», της «δίκης πιλότου» και της διατύπωσης στοχευμένων προδικαστικών ερωτημάτων για υποθέσεις των οποίων το νομικό ζήτημα επαναλαμβάνεται) και η άσκοπη απαιτούμενη εργασία των εισηγητών δικαστών και της Διοίκησης για την προετοιμασία υποθέσεων που δεν θα υποστηριχθούν από τους διαδίκους ακριβώς εξαιτίας της παραπάνω νομολογίας. Στο πρακτικό επίπεδο υποτιμάται η πολυπλοκότητα της διαδοχικής μεταχρέωσης σε πλειάδα εισηγητών, δεδομένου του μεγέθους των Δικαστηρίων, των εσωτερικών μετακινήσεων σε τμήματα με ίδιο ή άλλο αντικείμενο, αλλά και των αθρόων μετακινήσεων Δικαστικών Λειτουργών προς άλλα Δικαστήρια στις περιπτώσεις προαγωγών ή μεταθέσεων. Τα παραπάνω φαινόμενα απασχολούν και τα περιφερειακά Δικαστήρια όπου ο αριθμός Τμημάτων και των Δικαστικών Λειτουργών είναι μικρότερος, η κινητικότητα όμως είναι εκθετικά μεγαλύτερη. Η εφαρμογή του θεσμού του «εισηγητή – Δικαστή» στις υποθέσεις ουσίας, με τα δεδομένα αυτά, θα καθιστούσε το θεσμό ανενεργό χωρίς να προσφέρεται κάποια αξιόλογη ωφέλεια, την ίδια στιγμή που ο ρόλος της εισήγησης περιορίζεται δραστικά και στην ακυρωτική διαδικασία. Αυτός ήταν και ο λόγος που αντίστοιχες διατάξεις του π.δ/τος 341/1978, οι οποίες είχαν θεσπιστεί σε εποχή με απλούστερες δομές (λιγότερα Δικαστήρια και υπηρετούντες Δικαστικοί Λειτουργοί) και πολύ λιγότερα αντικείμενα, έμειναν ανεφάρμοστες εξαιτίας πρακτικών λόγων πολύ μικρότερης, κατά την εποχή εκείνη, οξύτητας. Τέλος, ο θεσμός του εισηγητή Δικαστή στα πλαίσια της εν γένει στόχευσης του συγκεκριμένου νομοθετήματος θα μπορούσε να έχει κάποια στοιχειώδη εφαρμογή μόνο στο στάδιο ορισμού του εισηγητή μετά από τον προσδιορισμό της υποθέσεως στο τμήμα, οπότε η υπόθεση θα είναι πιο ώριμη για εκδίκαση.
Οι Πρόεδροι των Τριμελών Συμβουλίων Διεύθυνσης:
του Διοικητικού Εφετείου Αθήνας Θεόδωρος Ασημακόπουλος,Πρόεδρος Εφετών ΔΔ
του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης Ηλίας Κοντοζαμάνης,Πρόεδρος Εφετών ΔΔ
του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά Μαρία Κόκοτα, Πρόεδρος Εφετών ΔΔ
του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας Δημήτριος Νικολόπουλος, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ
του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Σεβαστή Μελετλίδου, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ
του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά Μαρία Λαζαρίδου, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ
Ο σκοπός που εξυπηρετεί η διάταξη και συνίσταται στην επίλυση των διαφορών χωρίς να εκδίδονται προδικαστικές αποφάσεις, αφού ο εισηγητής δικαστής θα έχει συγκεντρώσει τα στοιχεία του φακέλου, μπορεί να επιτευχθεί με αποτελεσματικότερα μέσα: να ορίζεται τακτή δικάσιμος εφόσον τα ελλείποντα στοιχεία υπάρχουν ήδη ή να αναβάλλεται η έκδοση οριστικής απόφασης μέχρι την έκδοση και προσκόμιση της δικαστικής απόφασης που είναι κρίσιμη για την επίλυση του τιθέμενου νομικού ζητήματος.
Με τη ρύθμιση αυτή θα χρειάζεται πολύ περισσότερη δουλειά ανά υπόθεση, επειδή:
1) Ο εισηγητής θα χρειάζεται να έχει εξετάσει από πριν όλα τα ζητήματα της υπόθεσης, παρότι δεν θα χρειάζεται να αντιμετωπιστούν όλα στην εισήγηση (γιατί αλλιώς δεν θα είναι σε θέση να αντιληφθεί όλα τα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα ζητήματα που ανακύπτουν, ώστε να τα συμπεριλάβει στην εισήγησή του· πχ αν δεν εξετάσει ένα λόγο προσφυγής που επικαλείται μία συγκεκριμένη διάταξη νόμου, δεν θα μπορέσει να αντιληφθεί ότι τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας αυτής, αν δεν εξετάσει σε βάθος το περιεχόμενο της πράξης και τη σχετική νομοθεσία δεν θα μπορέσει να αντιληφθεί ότι υπάρχει αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο ζήτημα νομικής πλημμέλειάς της). Έτσι θα κάνει όλη τη δουλειά που αναλογεί στην επίλυση της διαφοράς, ακόμη και για υποθέσεις που ο προσφεύγων δεν προτίθεται να νομιμοποιήσει τον υπογράφοντα δικηγόρο, ή να καταβάλει το παράβολο (σκεφτείτε, π.χ. πόση άσκοπη δουλειά θα χρειαστεί να κάνει πριν τη συζήτηση ο εισηγητής για μία υπόθεση με προσφυγή 60 σελίδων, 10 λόγους προσφυγής και δικογραφία χιλιάδων σελίδων, για την οποία εν τέλει ο προσφεύγων δεν θα νομιμοποιήσει τον υπογράφοντα δικηγόρο).
2) Η ρύθμιση αυτή δεν θα μειώσει, αλλά αντίθετα θα αυξήσει τις περιπτώσεις που εκδίδεται προδικαστική απόφαση. Πολλές φορές ζητήματα που πρέπει να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως, ή και οι ελλείψεις ορισμένων, κρίσιμων εγγράφων, ανακύπτουν στη διάσκεψη, ή τη σύνταξη της απόφασης, χωρίς ο εισηγητής να τα έχει αντιληφθεί νωρίτερα, όσο χρόνο και να έχει αφιερώσει. Εφόσον, όμως, θα απαιτείται κάθε αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο ζήτημα να έχει γραφτεί σε εισήγηση, όποτε ανακύπτει κάποιο που δεν έχει γραφτεί (και δεν θα είναι λίγες οι φορές), θα πρέπει υποχρεωτικά να εκδοθεί προδικαστική απόφαση για να «ενημερωθεί» και να μην «αιφνιδιαστεί» ο προσφεύγων ή ο καθ’ ου η προσφυγή.
3) ‘Όταν έχουμε προαγωγή, μετάθεση ή άδεια του αρχικού εισηγητή θα πρέπει άλλος δικαστής να κάνει όλη τη δουλειά ως αρχικός εισηγητής, χωρίς να δικάσει την υπόθεση, ενώ αυτός που θα τη δικάσει θα πρέπει να ξανακάνει την ίδια δουλειά από την αρχή, για να διαμορφώσει δική του γνώμη. Έτσι θα σπαταλάται δικαστικός χρόνος απαραίτητος για την επίλυση άλλων υποθέσεων.
4) Εάν ο σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι να μην αιφνιδιάζεται ο διάδικος, νομίζω ότι η ρύθμιση είναι άστοχη. Τούτο, διότι: α) πολλά αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα ζητήματα είναι υπέρ του προσφεύγοντος, ενώ το καθ’ ου συστηματικά δεν παρίσταται στη δίκη και δεν υπάρχει παρεμβαίνων. Οπότε δεν τίθεται ζήτημα αιφνιδιασμού κανενός. β) τα σε βάρος του προσφεύγοντος αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα ζητήματα συχνά αφορούν ζητήματα παραδεκτού που δεν μπορούν εκ των υστέρων να διορθωθούν και η διαπίστωσή τους βασίζεται, αρκετές φορές, σε πάγια νομολογία. Έτσι, το να πρέπει αυτά να γράφονται πάντα σε εισήγηση για να δοθεί δυνατότητα αντιλόγου φαίνεται αλυσιτελές.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση θα επέλθει σημαντική επιβράδυνση της διοικητικής δίκης και όχι επιτάχυνσή της.
Μπορεί κάποιος να μου λύσει μια απορία;
Αφού τα αυτεπαγγέλτως εξεταστέα ζητήματα προβλέπονται στη διοικητική δικονομία, κατά ποία έννοια συνιστούν αιφνιδιασμό των διαδίκων, για την αποτροπή του οποίου θα πρέπει αυτοί να ενημερώνονται;
Ορθώς επισημάνθηκαν ήδη από τους συναδέλφους τα πολλαπλά προβλήματα και ιδίως η δυσβάστακτη επιβάρυνση που θα προκαλέσει η εν λόγω διάταξη. Τη γνώμη αυτή ασπάζεται η συντριπτική πλειοψηφία και των λοιπών συναδέλφων, οι οποίοι έχουν εκφραστεί μόνο προφορικώς μέχρι στιγμής. Συμφωνώ ότι σκόπιμη είναι η τροποποίηση του άρθρου 139Α ούτως ώστε να ζητούνται είτε στοιχεία του φακέλου που ελλείπουν, προκειμένου να αποτρέπεται η έκδοση προδικαστικής απόφασης, είτε, κατόπιν ενημέρωσης του διαδίκου για τυχόν θέματα του παραδεκτού που διαπιστώθηκαν μετά τη συζήτηση, κάποιο ιδιάζον «υπόμνημα» (προ της διάσκεψης για υποθέσεις τριμελούς). Ανεξαρτήτως κατά πόσο είναι σκόπιμη εξαρχής η εισαγωγή τρόπου προστασίας «αιφνιδιασμού» του διαδίκου από θέματα απαραδέκτου, ο οποίος αιφνιδιασμός δύσκολα ενσκήπτει αν ο δικηγόρος γνωρίζει διοικητική δικονομία, ο σκοπός είναι τουλάχιστον να μην αναλώνεται πολύτιμος χρόνος σε υποθέσεις για τις οποίες δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον και η σύνταξη έκθεσης θα αποτελεί κυριολεκτικά ασκήσεις επί χάρτου.
Με τον περιορισμό της έκθεσης του εισηγητή σε θέματα αυτεπαγγέλτως ερευνώμενα, χωρίς να υπεισέρχεται στους ισχυρισμούς των διαδίκων με ό,τι αυτό θα συνεπάγετο από πλευράς άρ. 6 ΕΣΔΑ, εξοικονομείται σημαντικός χρόνος, ώστε οι υποθέσεις, μετά από τη συζήτησή τους, να είναι ώριμες προς κατ’ ουσίαν εξέταση. Η «αποκάθαρση» αυτή των πινακίων έχει πολλαπλό όφελος: Πρώτον, για τους διαδίκους, ιδίως σε περιπτώσεις αναρμοδιότητας ή έλλειψης δικαιοδοσίας. Δεύτερον, για τους Προέδρους των Τμημάτων, που θα είναι σε θέση να έχουν μια πληρέστερη εποπτεία της δικασίμου (για χορήγηση λ.χ. αναβολής), αλλά και του (ποιοτικού) φόρτου εκάστου εισηγητή. Τρίτον, για τον ίδιο τον εισηγητή και την οργάνωση της διεκπεραίωσης των υποθέσεών του, χωρίς, μάλιστα, ο χρόνος αναζήτησης κρίσιμων στοιχείων από τη Διοίκηση να επιδρά στον χρόνο έκδοσης της απόφασής του. Αν και φαίνεται ως «βάρος», στην πραγματικότητα τα συνήθη καθήκοντα απλά «διαχέονται» μέσα στον χρόνο.
Στις παρατηρήσεις των συναδέλφων μου, με τις οποίες συμφωνώ απόλυτα, θα ήθελα να προσθέσω και τα εξής:
1.άρθρο 128Α παρ.2. Η διάταξη αυτή προφανώς αποβλέπει α)στην αποφυγή απόρριψης ενδίκων βοηθημάτων λόγω τυπικών παραλείψεων και β)στον περιορισμό των αναβολών και αποφυγή έκδοσης προδικαστικών αποφάσεων, οφειλόμενων (κυρίως) σε μη προσκόμιση του φακέλου ή στοιχείων αυτού. Ωστόσο, οι τυπικές παραλείψεις μπορούν να καλυφθούν μέσω της διαδικασίας του άρθρου 139Α ΚΔΔ, το οποίο θα πρότεινα να τροποποιηθεί, ώστε να καλύπτει και περιπτώσεις μη παράστασης του διαδίκου, ενώ το θέμα της μη προσκόμισης φακέλου ρυθμίζεται από το άρθρο 129 παρ.3,4 ΚΔΔ. Εξάλλου, το ενδεχόμενο έκδοσης προδικαστικής απόφασης δεν μπορεί να αποκλεισθεί με μόνη την πρόβλεψη της δυνατότητας του εισηγητή να ζητεί «στοιχεία χρήσιμα» (π.χ. συμπλήρωση αποδείξεων, διενέργεια επανελέγχου κλπ.). Σε κάθε περίπτωση η καθυστέρηση από την όλη διαδικασία θα είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με την καθυστέρηση από την αναβολή π.χ. για την επόμενη δικάσιμο.
2. άρθρο 128Α παρ.3. Ασφαλώς στα αυτεπαγγέλτως ερευνώμενα ζητήματα δεν περιλαμβάνονται οι απλές τυπικές παραλείψεις, αφού για αυτές διαλαμβάνει η παρ.2 και το 139Α κλπ. και άλλες διατάξεις του ΚΔΔ (π.χ.274 κλπ.). Προφανώς αναφέρεται σε άλλες περιπτώσεις απαραδέκτου, όπως δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, εκπρόθεσμο και λοιπά αυτεπαγγέλτως ερευνώμενα ζητήματα (π.χ. παραβίαση δεδικασμένου, παράβαση ουσιώδους τύπου κλπ.). Όλα αυτά όμως τα ζητήματα πολύ συχνά είναι περίπλοκα και απαιτούν πολύ χρόνο για την εξέτασή τους (π.χ. ενδικοφανής διαδικασία δημοσίων συμβάσεων κ.α.), κάτι που συνεπάγεται υπέρμετρη επιβάρυνση του Δικαστηρίου και καθυστέρηση της όλης διαδικασίας. Ο αιφνιδιασμός των διαδίκων μπορεί να αποτραπεί με άλλους τρόπους, όπως ήδη έχουν προτείνει οι συνάδελφοί μου (αξιοποίηση, επέκταση άρθρου 139Α).
Κ.Καλλικάκη, εφέτης ΔΔ
Συμφωνώ απολύτως με όλες τις παραπάνω παρατηρήσεις. Για όλους τους λόγους που ανέφεραν οι συνάδελφοι, η διάταξη, έτσι όπως τίθεται, παρίσταται και πρόχειρη και άχρηστη και θα δημιουργήσει επιπλέον νομικά ζητήματα, υποσκάπτοντας έτσι το σκοπό της ταχύτερης απονομής της δικαιοσύνης.
Ένας προβληματισμός: το θα γίνει με τα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα ζητήματα που ανακύπτουν μετά την επισύναψη της έκθεσης στο φάκελο; Π.χ. με τη νομιμοποίηση, η οποία συνήθως γίνεται στο ακροατήριο. Θα πρέπει η έκθεση να κάνει λόγο και γι’ αυτήν (όπου μάλιστα δεν εφαρμόζεται το άρ. 139Α ΚΔΔικ), αφού η μη νομιμοποίηση οδηγεί σε απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος ως απαραδέκτου. Μήπως και τότε ο εισηγητής ήταν υποχρεωμένος να συντάξει έκθεση επί του αυτεπαγγέλτως ερευνώμενου μεταγενέστερου της σύνταξης της έκθεσης ζητήματος της νομιμοποίησης του διαδίκου;
Το παράδειγμα αποκτά άλλες διαστάσεις αν πρόκειται για τη νομιμοποίηση νομικών προσώπων, τα οποία εμφανίζουν αρκετές ιδιαιτερότητες (π.χ. είναι υπό πτώχευση κ.λπ.) και ενίοτε προσκομίζουν ελλιπή στοιχεία για τη νομιμοποίησή τους. Στην περίπτωση αυτή, εύλογα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο εισηγητής όφειλε να συντάξει έκθεση επισημαίνοντας τις σχετικές ελλείψεις. Εξ αυτού όμως προκύπτει υποχρέωση του εισηγητή να πράττει το ίδιο σε όλες τις περιπτώσεις (είτε πρόκειται για φυσικά είτε για νομικά πρόσωπα). Παρόμοια υποχρέωση μπορεί να προκύψει και στην περίπτωση ομοδικίας όπου άλλοι διάδικοι νομιμοποιήθηκαν προσηκόντως πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης και άλλοι όχι.
Με την ως άνω όμως ερμηνεία (ακραία;) της διάταξης προκύπτει ότι ο εισηγητής υποχρεούται να συντάσσει έκθεση σε κάθε περίπτωση, πράγμα αντίθετο με τους σκοπούς του νόμου.
Αν πάλι ο νομοθέτης επιμείνει να υιοθετήσει την ως άνω προτεινόμενη διάταξη, πρέπει να την τροποποιήσει έτσι ώστε η έκθεση να μην σχετίζεται με όσα ζητήματα εξετάζονται αυτεπαγγέλτως και ανακύπτουν σε χρόνο μετά την επισύναψη της έκθεσης στο φάκελο.
Εάν ο σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι να έχει ο διάδικος τη δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του και να προσκομίσει στοιχεία, θα μπορούσε να ακολουθηθεί μία διαδικασία παρόμοια με αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 139Α του κώδικα διοικητικής δικονομίας, ώστε μετά τη συζήτηση και αφού ο δικαστής έχει πλήρη εικόνα της υπόθεσης, να ειδοποιούνται όλοι οι διάδικοι ότι υφίσταται ζήτημα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο και να τους δίδεται προθεσμία να καταθέτουν συμπληρωματικά υπομνήματα και έγγραφα.
Ακόμη κι αν δε μας ενδιαφέρει ο φόρτος εργασίας του εισηγητή δικαστή (ο οποίος σε κάθε περίπτωση αφορά θέμα οργανωτικό των δικαστηρίων και δεν ενδιαφέρει τους πολίτες) και προκρίνουμε μόνο το συμφέρον του διαδίκου, θα πρέπει να προτιμηθεί η ανωτέρω λύση, διότι: Α. Η συζήτηση της υπόθεσης στα διοικητικά δικαστήρια απέχει τουλάχιστον δύο έτη από την κατάθεση της προσφυγής και με δεδομένες τις αλλεπάλληλες αλλαγές του νομοθετικού καθεστώτος, οι οποίες συνήθως στα θέματα παραδεκτού καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς δίκες, η προεργασία που θα κάνει ο δικαστής όταν κατατεθεί η προσφυγή, δεν έχει νόημα Β. Πολλά θέματα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα ανακύπτουν αφού ολοκληρωθεί ο φάκελος και γίνουν οι αντικρούσεις, ήτοι 6 μέρες μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να γίνεται φανερό ότι η εισήγηση που θα έχει συνταχθεί, δε θα καλύπτει όλα τα ζητήματα και ο διάδικος θα είναι απροστάτευτος. Επιπλέον η διάταξη για την εισήγηση είναι αόριστη και θα γίνει εκμετάλλευση για σωρεία αναβολών. Ειδικότερα, όταν ανακύπτει ζήτημα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο (άρα η υποχρέωση δημιουργείται μόνο τότε), λέει η διάταξη, θα συντάσσεται η εισήγηση αλλιώς παρέχεται δικαίωμα στον διαδικο για αναβολή. Ποιος θα κρίνει εάν ανακύπτει ζήτημα, ο διάδικος ή ο δικαστής; Και πώς θα λύνεται στο ακροατήριο η διαφωνία;
Μου φαίνεται ότι δεν θέλετε την επιτάχυνση της απονομής της ουσιαστικής διοικητικής δικαιοσύνης, αλλά την εξυπηρέτηση κάποιων δικηγόρων, οι οποίοι δεν θέλουν να μάθουν διοικητική δικονομία. Έτσι όμως θα πετύχετε το εντελώς αντίθετο: την επιβράδυνση της απονομής της ουσιαστικής διοικητικής δικαιοσύνης. Και τούτο, διότι είναι απολύτως βέβαιο ότι η επιφόρτιση του δικαστή με τις υπό διαβούλευση αρμοδιότητες θα του στερήσουν πολύτιμο και ικανό χρόνο από τα κύρια καθήκοντά του (τη μελέτη της υπόθεσης και τη συγγραφή της απόφασης). Μήπως ξεχάσατε τα κύρια καθήκοντα του δικαστή; Είμαι σίγουρος ότι πολύ σύντομα θα αναγκαστείτε να αποσύρετε τη διάταξη, γιατί όλοι οι δικαστές, πρωτοδίκες και εφέτες, θα δημιουργήσουν τεράστια εκκρεμότητα, εξυπηρετώντας του δικηγόρους και μη προλαβαίνοντας να γράψουν καμιά απόφαση. Κρίμα. Ήλπιζα ότι είχατε τη βούληση να διορθώσετε τα κακώς κείμενα και όχι να εμπλουτίσετε το χάος και τη σύγχυση.
Η διάταξη αυτή είναι θνησιγενής και είναι βέβαιο ότι θα περιέλθει σε πρακτική αχρησία, με τους εισηγητές να περιορίζονται στη σύνταξη μιας τυπικής έκθεσης ως άλλη μια ανούσια «αγγαρεία», όπως ακριβώς συμβαίνει στις ακυρωτικές διαφορές που δικάζονται από τα πρωτοδικεία. Ας μην επιβαρύνεται λοιπόν και ο ΚΔΔ με διατάξεις ανούσιες και δυσεφάρμοστες, όπως παρατηρείται στο σύνολο σχεδόν της νομοθεσίας. Άλλωστε, η πράξη καταδεικνύει ότι κατά κανόνα οι διοικητικοί δικαστές – προς τιμήν τους – διασώζουν ένδικα βοηθήματα από την απόρριψη για λόγους παραδεκτού, χορηγώντας αναβολή της συζήτησης στους συνεργάσιμους διαδίκους ή εκδίδοντας προδικαστικές αποφάσεις για τη συμπλήρωση των αποδείξεων.
Ερχομαι κι εγώ να προστεθώ στην αντίθεση μη αμελητέου αριθμού συναδέρφων στην εισαγωγή των εισηγήσεων και στα δικαστήρια ουσίας. Ο νομοθέτης δεν εξηγεί γιατί ένας αναχρονιστικός θεσμός που έχει ήδη ατονήσει στην ακυρωτική δίκη πρέπει να επεκταθεί και στις διαφορές ουσίας, δεδομένου ότι κατά τα ειωθότα, ικανός αριθμός υποθέσεων σε κάθε δικάσιμο δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον ούτε από τους ίδιους τους διαδίκους.
Αποτέλεσμα επί του πρακτέου θα είναι απλά η άσκοπη επιβάρυνση των εισηγητών να οχλούν δικηγόρους και να προδιαλαμβάνουν εισηγήσεις επί αδιάφορων ζητημάτων, εις βάρος της οικονομίας της δίκης και της επιτάχυνσης της απονομής δικαιοσύνης.
Συμφωνώ με τα σχόλια των συναδέλφων. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η υφιστάμενη διαδικασία του άρθρου 139Α για όσους δεν παρασταθούν στο ακροατήριο και πριν από την χρέωση των υποθέσεων από τον Πρόεδρο, ώστε να καλυφθούν οι καλόπιστοι διάδικοι από τυπικά δικονομικά απαράδεκτα που μπορούν να θεραπευτούν. Η προτεινόμενη ρύθμιση θα οδηγήσει σε αδυναμία ισόρροπης χρέωσης των υποθέσεων στους εισηγητές-δικαστές και σε αυξημένες μεταχρεώσεις σε περιπτώσεις υπηρεσιακών μεταβολών και κωλυμάτων, άρα σε επιβράδυνση της απονομής της δικαιοσύνης. Παναγιώτης Δανιάς, Εφέτης Δ.Δ., Ταμίας του Δ.Σ. της Ε.Δ.Δ.
Nομίζω ότι στα πλαίσια της Δημοκρατίας και της διαφάνειας δικαιούμαστε να γνωρίζουμε ποια μελη της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής εισηγήθηκαν την διάταξη αυτή ως προάγουσα την επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης.
Διόρθωση στο σχόλιο μου (5-10-2016, 14:37): ο έλεγχος δεν αφορά μόνο τα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα ζητήματα παραδεκτού αλλά και όσα εξετάζονται στο πλαίσιο του άρθρου 79 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ, καθώς και ζητήματα συνταγματικότητας κλπ, γεγονός που καθιστά τη διαδικασία αυτή ακόμα δυσκολότερη.
Συμφωνώ μέχρι και με… τα σημεία στίξης στην άποψη του πρώτου συναδέλφου! Καθόσον έχει ήδη διαφανεί το περιττό της -τυπικής πια- εισηγητικής έκθεσης στις ακυρωτικές διαφορές (που πλέον σε πολλές, αν όχι τις περισσότερες, περιπτώσεις είναι ανομιμοποίητες), είναι πολύ περισσότερο περιττός αλλά και ΔΙΠΛΟΣ (τουλάχιστον) ο κόπος της ΜΕΛΕΤΗΣ, σε πρώτο στάδιο, μιας υπόθεσης, προκειμένου να συνταχθεί η εισηγητική έκθεση και να γίνουν οι τυχόν διερευνητικές επαφές του εισηγητή με τους διαδίκους, και σε δεύτερο στάδιο της ΕΠΑΝΑΜΕΛΕΤΗΣ της υπόθεσης, αυτή τη φορά για τη διάσκεψη ή/και τη σύνταξη του σχεδίου απόφασης. Και δεν μιλάμε για μια ή δύο ή -έστω- δέκα υποθέσεις το μήνα, αλλά για καμιά τριανταριά! Συν τα όσα ανέφερε έτερος συνάδελφος για τα πρόσθετα (στην πράξη) καθήκοντα των δικαστών που υπηρετούν (με δυσβάστακτο μάλιστα οικονομικό κόστος) σε επαρχιακά δικαστήρια.
Επαναλαμβάνω, ότι με έχει καλύψει πλήρως ο πρώτος, ιδίως, συνάδελφος, του οποίου την άποψη προσυπογράφω.
Η εισαγωγή του θεσμού του εισηγητή δικαστή στις υποθέσεις ουσίας θα συντελέσει στην καθυστέρηση και όχι στην επιτάχυνση της διοικητικής δίκης, επιφορτίζοντας το δικαστή με επιπλέον υποχρέωση σύνταξης έκθεσης πραγματικών και νομικών ζητημάτων της υπόθεσης σε προγενέστερο της συζήτησης στάδιο, το περιεχόμενο της οποίας είναι σφόδρα πιθανό να ανατραπεί, όπως έχει αποδείξει η εμπειρία, με την προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους των διαδίκων καθώς και με την κατάθεση των υπομνημάτων. Ήδη, η πρακτική αυτή, η οποία ακολουθείται στις ακυρωτικές υποθέσεις αρμοδιότητας διοικητικών πρωτοδικείων, προκαλεί μια άνευ προηγουμένου σπατάλη των δυνάμεων και του χρόνου του εισηγητή δικαστή και της γραμματείας, ιδίως όταν τελικώς η υπόθεση απορρίπτεται ως ανομιμοποίητη ή όταν ο αιτών παραιτείται, χωρίς μάλιστα να εξυπηρετεί την προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων των διαδίκων, αφού πρόκειται για απλή παράθεση του πραγματικού και των νομικών ζητημάτων. Χαρακτηριστικό της αχρησίας στην οποία έχει περιέλθει ο θεσμός, είναι ότι ούτε οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ενδιαφέρονται να ενημερωθούν για το περιεχόμενο της εκθέσεως, αλλά απλώς ρωτούν τη γραμματεία αν έχει κατατεθεί θετική εισήγηση για συζήτηση. Εξάλλου, ακόμη και υπό την εκδοχή ότι η έκθεση αυτή θα εξυπηρετούσε τον εντοπισμό τυχόν απαραδέκτων, από καμία διάταξη ούτε αρχή το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να συνδράμει τους διαδίκους ενημερώνοντας αυτούς πριν τη συζήτηση της υπόθεσης για την τυχόν ύπαρξη αυτών, ιδίως στις περιπτώσεις που προκύπτει απαράδεκτο που δεν μπορεί να θεραπευθεί μέχρι τη συζήτηση. Εξάλλου, η νομική εκπροσώπηση των διαδίκων ανατίθεται στους πληρεξούσιους δικηγόρους τους και όχι στο δικαστή, ο οποίος με την απόφασή του κρίνει το παραδεκτό και την ουσία της υπόθεσης.
Αντιθέτως, λοιπόν, ο θεσμός αυτός θα έπρεπε να ΚΑΤΑΡΓΗΘΕΙ, κατά τη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, και ΟΧΙ να εισαχθεί και στις υποθέσεις ουσίας.
Συμφωνώ απόλυτα με τον προηγούμενο σχολιαστή.Η εισαγωγή του θεσμού του εισηγητή δικαστή στις υποθέσεις ουσίας θα σημαίνει επιπλέον επιβάρυνση των δικαστών και τελικά καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης.Εξάλλου η σύνταξη έκθεσης θα είναι περιττή σε υποθέσεις που τελικά θα καταργούνται λόγω παραίτησης ή δεν θα νομιμοποιηθεί ο δικηγόρος.Δεν μπορώ να καταλάβω πώς η διάταξη αυτή επιταχύνει την απονομή δικαιοσύνης.
Ο ορισμός εισηγητή δικαστή στις διαφορές ουσίας και η κατάθεση έκθεσης από αυτόν 3 μέρες πριν τη δικάσιμο προκειμένου να εκθέσει τις απόψεις του επί ζητημάτων παραδεκτού, συνιστά μία πρόσθετη υποχρέωση με αμφίβολη χρησιμότητα, που θα επιβαρύνει με περιττό κόπο τους εισηγητές δικαστές, με δεδομένο ότι θα αναλώνεται πολύτιμος χρόνος για υποθέσεις που μπορεί να είναι ανομιμοποίητες, όπως συμβαίνει πολλές φορές και στις υποθέσεις της ακυρωτικής διαδικασίας, όπου παραμένει η υποχρέωση υποβολής ΄΄εισήγησης΄΄ με αμιγώς τυπικό χαρακτήρα ακόμη και σε εγκαταλελειμμένες υποθέσεις από τους διαδίκους. Μ.Σ.Πάρεδρος Δ.Δ.
Συμφωνώ απόλυτα με το σχόλιο του Συναδέλφου, το οποίο θεωρώ πως θέτει όλες τις παραμέτρους του ζητήματος. Τη στιγμή που η εισήγηση στις ακυρωτικές διαφορές έχει καταστεί τυπική, η εισαγωγή της στις διαφορές ουσίας μόνο στέρηση πολύτιμου χρόνου από τα ουσιαστικά καθήκοντα του πρώτου -και συχνά τελευταίου- βαθμού απονομής της δικαιοσύνης θα επιφέρει, ιδίως στους επιβαρυμένους και με υπηρεσίες Πρωτοδίκες των Διοικητικών Δικαστηρίων της περιφέρειας (ήτοι εκτός Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά).
Αναφορικά με το θεσμό του εισηγητή δικαστή σε διαφορές ουσίας:
1. Ο ορισμός εισηγητή κατά την κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος δεν εξυπηρετεί απολύτως τίποτα, εφόσον ο προσδιορισμός δικασίμου και η συζήτηση της υπόθεσης καθυστερεί τόσο (στα επαρχιακά πρωτοδικεία 6-7 χρόνια) ώστε να είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα έχει επέλθει υπηρεσιακή ή άλλη μεταβολή (μετάθεση, άδεια, προαγωγή κτλ) του ορισθέντος εισηγητή. Ο κανόνας θα είναι επομένως ο ορισμός εισηγητή εκ νέου, κατά το στάδιο του προσδιορισμού δικασίμου.
2. Περαιτέρω, δεδομένου ότι τα δικαστήρια ουσίας δεν έχουν τον τρόπο λειτουργίας του ΣΤΕ (εισηγητής, βοηθός εισηγητή κτλ), η πρόσθετη υποχρέωση σύνταξης και κατάθεσης έκθεσης θα βαραίνει αποκλειστικά τους πρωτοδίκες ατομικά. Τούτο συνεπάγεται ότι εντός του μηνός ο πρωτοδίκης θα πρέπει να εκδίδει αποφάσεις επί αιτήσεων αναστολών, να δημοσιεύει αποφάσεις μονομελούς, να διασκέπτεται υποθέσεις τριμελούς, να συντάσσει αποφάσεις τριμελούς, να καθαρογράφει όλες τις ανωτέρω αποφάσεις, να εκτελεί την εβδομαδιαία συνήθως υπηρεσία που του αναθέτει ο Πρόεδρος (στα επαρχιακά δικαστήρια) και επιπλέον πέραν του ελέγχου των φακέλων προ της δικασίμου, να προβαίνει για κάθε έναν από αυτούς και την προεπίλυση των ζητημάτων παραδεκτού ώστε να κρίνει αν χρειάζεται η σύνταξη έκθεσης. Η πρόσθετη αυτή υποχρέωση του να κριθεί αν πρέπει να συνταχθεί έκθεση και κατόπιν η έκθεση αυτή να συντάσσεται, απαιτεί πολύ χρόνο και συχνά θα αποδεικνύεται μάταιη, είτε επειδή η υπόθεση αναβάλλεται ή καταργείται ή δεν υπάρχει νομιμοποίηση, είτε επειδή ο εισηγητής δεν κατάφερε να εντοπίσει στο στάδιο αυτό ζητήματα παραδεκτού. Διότι σαφώς σε ένα πινάκιο μονομελούς με 30 και πλέον υποθέσεις και τριμελούς με 15 περίπου απαιτείται και πολύς χρόνος και πολύς κόπος για να σχηματίσει κανείς κρίση επί του παραδεκτού σε συχνά περίπλοκες υποθέσεις ώστε να συντάξει έκθεση στο στάδιο αυτό. Άρα δεν επιτυγχάνεται επιτάχυνση της διοικητικής δίκης, αντιθέτως ο δικαστής επιβαρύνεται με πρόσθετη υποχρέωση, ενίοτε περιττή, που του στερεί χρόνο από τη συγγραφή και δημοσίευση δικαστικών αποφάσεων, διαδικασιών μέσω των οποίων και μόνο επιτυγχάνεται η επιτάχυνση της δίκης και η μείωση της υπάρχουσας εκκρεμότητας.
3. Γεννάται αυτομάτως το ερώτημα τι θα συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία εντοπίζεται ζήτημα παραδεκτού που δεν περιλαμβάνεται στην έκθεση. Τούτο μπορεί να προκύψει είτε κατά τον ενδελεχέστερο έλεγχο κατά το στάδιο γραφής της υπόθεσης μονομελούς, είτε κατά τη διάσκεψη των υποθέσεων τριμελούς. Θα εκδίδεται αναβλητική απόφαση για να εκθέσουν οι διάδικοι τις απόψεις τους; Θα ακυρώνεται η συζήτηση και θα εισάγεται η υπόθεση εκ νέου στο ακροατήριο για να κατατεθεί έκθεση προ της συζήτησής της; Στις περιπτώσεις αυτές δεν επιτυγχάνεται επιτάχυνση αλλά ιδιαίτερη καθυστέρηση στην εκδίκαση των υποθέσεων. Η΄ μήπως το δικαστήριο θα προχωρεί στην δημοσίευση απόφασης; Μήπως με τη νέα διάταξη δημιουργείται λόγος έφεσης συνιστάμενος στη μη κατάθεση έκθεσης που να περιέχει τον αυτεπαγγέλτως ελεγχόμενο λόγο παραδεκτού;
4. Η εμπειρία έχει δείξει ότι στις υποθέσεις ακυρωτικής διαδικασίας των διοικητικών πρωτοδικείων η αρχικώς προβλεπόμενη εισήγηση των τιθέμενων ζητημάτων μετατράπηκε σε απλή έκθεση αυτών, λόγω της σπατάλης χρόνου και κόπου που συνεπαγόταν και αναγνωρίστηκε από το νομοθέτη. Ήδη η διαδικασία αυτή έχει μετατραπεί σε απαρχαιωμένη εθιμοτυπία και επί της ουσίας έχει εκπέσει σε αχρησία. Θα περίμενε επομένως κανείς να καταργηθεί για τα πρωτοβάθμια τουλάχιστον δικαστήρια η υποχρέωση αυτή και όχι να επεκταθεί και στις διαφορές ουσίας.