1. Μετά το άρθρο 126Α στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται νέο άρθρο 126Β ως εξής:
«Άρθρο 126Β
Ενδοδικαστική συμβιβαστική επίλυση σε συμβούλιο των διαφορών από αγωγές για απαιτήσεις από διοικητικές συμβάσεις
1. Οι διαφορές από αγωγές για απαιτήσεις από την εκτέλεση διοικητικών συμβάσεων αρμοδιότητας των διοικητικών εφετείων, υπόκεινται στη διαδικασία ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης σε συμβούλιο, σύμφωνα με τους όρους των επόμενων παραγράφων.
2. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο οριζόμενος από αυτόν δικαστής, αμέσως μετά την κατάθεση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, ορίζει με πράξη του επ’ αυτού το αρμόδιο τμήμα για την ενδοδικαστική επίλυση της διαφοράς. Ο πρόεδρος του οικείου τμήματος ορίζει εισηγητή δικαστή με πράξη του, η οποία κοινοποιείται στους διαδίκους. Εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση, οι διάδικοι είναι υποχρεωμένοι να προσκομίσουν στη γραμματεία του δικαστηρίου όλα τα αναγκαία στοιχεία για την επίλυση της διαφοράς. Ο εισηγητής επιμελείται τη συγκέντρωση των αναγκαίων στοιχείων από τους διαδίκους, από τους οποίους μπορεί να ζητά, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων, και οργανώνει την επικοινωνία με αυτούς προς τον σκοπό επίλυσης της διαφοράς. Προς τούτο οι διάδικοι καλούνται σε κοινή συνάντηση από τον εισηγητή σε ημερομηνία που ορίζεται από τον ίδιο. Μετά την ολοκλήρωση της ως άνω διαδικασίας, η υπόθεση εισάγεται στο συμβούλιο και συντάσσεται πρακτικό, το οποίο περιέχει τις δηλώσεις των διαδίκων και την απόφαση του συμβουλίου, με την οποία επιλύεται η διαφορά ή διαπιστώνεται η μη επίτευξη της ενδοδικαστικής επίλυσής της.
3. Η απόφαση ενδοδικαστικής επίλυσης, η οποία περιέχει το ύψος της απαίτησης χωρίς παράθεση του πραγματικού, το χρόνο έναρξης της τοκοφορίας και τον προσδιορισμό του επιτοκίου, έχει τα αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και συνιστά εκτελεστό τίτλο κατά την έννοια του άρθρου 199 του παρόντος Κώδικα.
4. Η διαδικασία ενδοδικαστικής επίλυσης διεξάγεται κατά τρόπο που να διασφαλίζεται το απόρρητο αυτής.
5. Οι διάδικοι, πλην του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, για τους οποίους έχει εφαρμογή η παράγραφος 1 του άρθρου 29 του παρόντος Κώδικα, εκπροσωπούνται στη διαδικασία του παρόντος άρθρου από δικηγόρους, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων, εφαρμοζόμενης και της διάταξης της περίπτωσης α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του παρόντος Κώδικα. Για την ενδοδικαστική επίλυση της διαφοράς απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα».
2. Οι διατάξεις του νέου άρθρου 126Β του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που τίθενται με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις.
Το προτεινόμενο νέο άρθρο 126Β είναι θετική εξέλιξη και ουσιαστικά αποτελεί ρύθμιση παράλληλη με την αναγνώριση υποχρέωσης του Δημοσίου από το ΝΣΚ. Η παρ. 5 όμως του νέου άρθρου μεταφέρει βάρος στους πληρεξουσίους τόσο του Δημοσίου όσο και των ιδιωτών διαδίκων που αποφασίζουν ως φαίνεται για το ύψος της τελικής απαίτησης. Το ότι συντάσσεται και δημοσιεύεται απόφαση σε συμβούλιο δεν είναι αρκετό. Ίσως θα πρέπει να ορίζεται ότι η ειδική πληρεξουσιότητα πρέπει να αφορά το τελικό ποσό αναγνώρισης της απαίτησης και να το αναφέρει ρητά. Για το Δημόσιο μάλλον απαιτείται εισαγωγή ειδικής διάταξης στον κώδικα δημοσίου λογιστικού που να ρυθμίζει την διαδικασία. Και προφανώς η διαδικασία δεν μπορεί να ολοκληρώνεται σε μια συνεδρίαση, ζήτημα που δεν ρυθμίζεται. Ούτε υπάρχει αναφορά αν η απόφαση σε συμβούλιο υπόκειται σε οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο και ποια είναι η ισχύς της. Έτσι όπως προτείνεται η διάταξη ενώ είναι θετική είναι πολύ πιθανόν ότι θα καταλήξει να μην εφαρμόζεται.
Ως σύλληψη θεωρητική και ως νομική κατασκευή είναι επιτυχής. Αμφιβάλλω, όμως, αν κατά την εφαρμογή της θα είναι επιτυχής έστω και στο 2% των υποθέσεων των διοικητικών συμβάσεων. Νομίζω περιττή απασχόληση θα προσφέρει στον εισηγητή και δεν θα έχει κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Και τούτο, γιατί, κατά τις διαπραγματεύσεις οι εκπρόσωποι των μερών θα πρέπει να διαθέτουν στοιχειώδη ευελιξία,συγκεκριμένα δε οι παραστάτες του Δημοσίου και των νομικών προσώπων να μπορούν να δεχθούν αιτήματα του αναδόχου που ενδεχομένως αυτό να σημαίνει και μεγάλη χρηματική επιβάρυνση του κυρίου του έργου (Δημοσίου κλπ). Έχουν ερωτηθεί τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου, αν είναι έτοιμα να προβούν, χωρίς δίκη, σε τέτοιες παραχωρήσεις? Ποιός θα τους παράσχει την εξουσιοδότηση ή καλύτερα την κάλυψη να προβούν σε τέτοιες ενέργειες χωρίς να βρεθούν κατηγορούμενοι για απιστία? Απ’ όσο γνωρίζω ένα παρόμοιο σύστημα τρέχει αυτή τη στιγμή πιλοτικά στο κρατίδιο της Βαυαρίας, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα, κυρίως γιατί και εκεί οι εκπρόσωποι του Δημοσίου δεν είναι δεκτικοί σε παραχωρήσεις. Μπορούν τα μέλη της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής να μελετήσουν τα αποτελέσματα στη Βαυαρία και να εξάγουν τα σχετικά συμπεράσματα
Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 γίνεται λόγος για «πρακτικό, το οποίο περιέχει τις δηλώσεις των διαδίκων». Όταν λέτε «δηλώσεις» τί εννοείτε; Προφορικές ή έγγραφες; Και με τί περιεχόμενο; Και πότε θα υποβάλλονται; Πριν τη σύνοδο του Συμβουλίου ή κατά τη σύνοδο; Θα μπορούν άραγε οι διάδικοι να παρίστανται κατά τη σύνοδο του Συμβουλίου; Τελικά θέλετε ο εισηγητής δικαστής να κάνει παζάρια; Αυτή είναι η δουλειά του; Αν θέλετε τον εν λόγω συμβιβασμό αναθέστε τον στους δικηγόρους. Οφείλουν να ξέρουν προς τα πού θα πάει η υπόθεση. Τα ζητήματα αυτά είναι λυμένα και δεν χωρούν κατά κανόνα αμφιβολίες. Δυστυχώς και πάλι επιφορτίζετε τους εφέτες και εξυπηρετείτε τους δικηγόρους. Μην μιλάτε όμως για επιτάχυνση απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης. Μιλήστε για διοικητικά δικαστήρια που επικουρούν δικηγόρους.