Άρθρο 02 – Τροποποίηση διατάξεων περί ενδίκων βοηθημάτων και μέσων

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 41 του Π.Δ.18/1989 αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος προσφυγές υπαλλήλων ασκούνται μέσα σε εξήντα ημέρες από την κοινοποίηση ή την αποδεδειγμένη πλήρη γνώση από αυτούς της προσβαλλόμενης απόφασης».
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του Π.Δ.18/1989, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του Ν.3900/2010 (ΦΕΚ Α΄ 213), αντικαθίσταται ως εξής:
«Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση».
3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του Π.Δ.18/1989, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του Ν.3900/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση».
4. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα αιτήματα των διαδίκων υπογράφονται επί ποινή απαραδέκτου από δικηγόρο και συνοδεύονται από παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ, το οποίο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος».

  • 24 Οκτωβρίου 2016, 00:05 | Σίνης

    Χωρίς ελεύθερη πρόσβαση στη νομολογία των βάσεων δεδομένων των διοικητικών δικαστηρίων, του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Αρείου Πάγου είναι αλυσιτελής η άσκηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη κατά τις διατάξεις των άρθρων 53 και 58 του ΠΔ 18/1989. Αποτελεί, εξάλλου, νομικό επαρχιωτισμό οι βάσεις δεδομένων των μεγαλυτέρων δικαστηρίων στην Ευρώπη, όπως του European Court of Human Rights, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Bundesverfassungsgericht και του Conseil d΄ Etat να είναι προσβάσιμες στον καθένα και αυτές των ελληνικών δικαστηρίων να είναι ανοικτές μόνον για τα μέλη αυτών των δικαστηρίων.

  • 23 Οκτωβρίου 2016, 16:16 | Μάνος Ανδρουλακάκης

    Νομίζω ότι έχει δίκιο ο Στέργιος Μαρτίνοβιτς. Ένα συμβούλιο δικαστών θα λειτουργούσε πιο αποτελεσματικά ως κόφτης των προφανώς απαραδέκτων αφαιρέσεων. Σε κάθε περίπτωση είναι επιβεβλημένο το άνοιγμα όλης της νομολογίας των ανωτάτων δικαστηρίων, για προφανείς δίκαιοπολιτικούς λόγους.

  • 22 Οκτωβρίου 2016, 23:29 | ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ

    Θα ήθελα να εκφράσω την απόλυτη ταύτιση μου με το εξαιρετικά εμπεριστατωμένο σχόλιο της Ασπασίας Ξουρή. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις των παρ. 2 και 3 πέραν του οτι θα δημιουργήσουν μείζονα ζητήματα αναφορικώς με την ουσιαστική κατοχύρωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, αναμένεται να δυσχεράνουν έτι περαιτέρω την θέση των δικηγόρων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

  • 22 Οκτωβρίου 2016, 20:45 | Κ. Καρλής

    Η παρ. 1 που τροποποιεί την παρ.1 του άρθρου 41 του π. δ. 18/1989 οδηγεί σε διαφοροποίηση του χρόνου έναρξης της προθεσμίας μεταξύ των παρ. 1 & 2 του άρθρου 41 του π. δ. 18/1989, ενώ με την σημερινή μορφή το σημείο αφετηρίας της προθεσμίας είναι κοινό: η κοινοποίηση της πράξης. Δυστυχώς δεν έχει δημοσιοποιηθεί αιτιολογική έκθεση και οι λόγοι εισαγωγής της διαφοροποίησης δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν. Μόνον δυσμενή αποτελέσματα είναι δυνατόν να υπάρξουν στην παροχή δικαστικής προστασίας αν κατά την δίκη κριθεί ότι ο υπάλληλος είχε λάβει γνώση της πράξης αν και δεν του κοινοποιήθηκε με αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής ως εκπρόθεσμης. Είναι περίεργο που η ρύθμιση προτείνεται για προσφυγή που καθιερώνει το ίδιο το Σύνταγμα.
    Οι παρ. 2 & 3 διευκολύνουν το παραδεκτό αίτησης αναίρεσης και έφεσης. Η ισχύουσα μορφή των διατάξεων είναι ήδη προβληματική δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει ή να μπορεί να βρει αν υπάρχει νομολογία για το ίδιο ζήτημα ιδίως μάλιστα αν είναι πρόσφατη με δεδομένο ότι στον νομικό τύπο αλλά και τις βάσεις νομολογίας κατά κανόνα δημοσιεύονται οι πιο σημαντικές αποφάσεις και μάλιστα με καθυστέρηση. Το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο στην περίπτωση αντίθεσης με άλλη ανέκκλητη απόφαση η ύπαρξη της οποίας κατά τον χρόνο άσκησης γίνεται δύσκολα γνωστή και η προσκόμιση της μαζί με το ένδικο μέσο είναι μάλλον αδύνατη. Με δεδομένο μάλιστα ότι η έλλειψη νομολογίας ή η αντίθεση στην νομολογία πρέπει να συντρέχουν κατά τον χρόνο άσκησης η γνώση ύπαρξης νομολογίας ή μη είναι εξαιρετικά δυσχερής. Άλλωστε και το ίδιο το ΣτΕ έχει κρίνει ότι είναι δυνατόν να μεταβάλει νομολογία (αποφάσεις 737-739/2015 και 2475/2015). Παράλληλα θα πρέπει να εκτιμηθεί και η αποτελεσματικότητα της διάταξης όπως ισχύει σήμερα διότι ενδεχομένως ο χρόνος απασχόλησης του δικαστηρίου προκειμένου να απορρίψει αιτήσεις αναιρέσεως και εφέσεις ως απαράδεκτες να είναι ίσος ή και μεγαλύτερος από τον χρόνο που θα ήταν αναγκαίος για να τις απορρίψει ως αβάσιμες.
    Εάν διατηρηθεί η διάταξη, τότε θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα να αίρεται το απαράδεκτο όχι μόνον όταν η αντίθετη απόφαση έρχεται σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία και ευθύνη του διαδίκου αλλά και όταν αυτή περιέρχεται σε γνώση του δικαστηρίου με άλλο τρόπο (πχ άλλη αίτηση αναιρέσεως ή έφεση ή με αφορμή αίτηση του άρθρου 2 του ν. 3900/2010 ή όταν έως την συζήτηση έχει μεταβληθεί η νομολογία του δικαστηρίου)

  • 22 Οκτωβρίου 2016, 16:17 | Κώστας Λάσκαρης

    Για την εφαρμογή της διάταξης θα έπρεπε όλοι οι δικηγόροι να έχουν πρόσβαση στη νομολογία του ΣΤΕ και των ανωτάτων δικαστηρίων. Στην αντίθετη περίπτωση, που είναι αυτή που ισχύει στην πραγματικότητα σήμερα, περιορίζεται το δικαίωμα στη δικαστική προστασία.

  • 22 Οκτωβρίου 2016, 13:50 | Μανταλένου Μπιζέλου

    Όσο δεν δίδεται δια νόμου ελεύθερη πρόσβαση στους δικηγόρους στις αποφάσεις των βάσεων δεδομένων του ΣτΕ, του Ε.Σ., του Α.Π. και των Διοικητικών Δικαστηρίων, οι διατάξεις του ΠΔ 18/1989 για το παραδεκτό περί έφεσης και αναίρεσης στο ΣτΕ θα πάσχουν, καθώς δεν μπορεί να ασκηθεί ουσιαστικά το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη βάσει των διατάξεων αυτών. Εκτός κι εάν η διαρκής παράλειψη του νομοθέτη να χορηγήσει την ελευθερία αυτή λαμβάνει χώρα σκοπίμως, προκειμένου το ΣτΕ ουσιαστικώς να πάψει να είναι δευτεροβάθμιο και αναιρετικό δικαστήριο.

  • 21 Οκτωβρίου 2016, 23:29 | Μαρία Μαγγιρίδου

    Η πρόβλεψη του Ν. 3900/2010 για το παραδεκτό της άσκησης αίτησης αναίρεσης μόνον, όταν, μεταξύ άλλων σωρευτικών προϋποθέσεων, προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, οδήγησε ουσιαστικά στην κατάργηση της αίτησης αναίρεσης. Η πρόβλεψη αυτή έγινε, προφανώς, για την αποσυμφόρηση του ΣτΕ, ο σκοπός όμως αυτός δεν μπορεί να οδηγήσει σε κατάλυση δικονομικού δικαιώματος, ειδικά σε υποθέσεις που κρίνονται σε πρώτο βαθμό από το Διοικητικό Εφετείο. Επικουρικά, η τοποθέτηση της συναδέλφου Ασπασίας Ξουρή για πρόσβασή μας στη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων είναι ορθή και το αίτημά της εύλογο και απολύτως δικαιολογημένο και εμπεριστατωμένο.
    Η επικείμενη, όμως, τροποποίηση των διατάξεων του π.δ. 18/1989 θα πρέπει να προβλέψει και την περίπτωση του παραδεκτού της άσκησης αίτησης αναίρεσης στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις. Ειδικότερα, μετά την τροποποίηση του άρθρου 53 από το Ν. 3900/2010 και προς το σκοπό του περιορισμού της ασκήσεως αιτήσεων αναιρέσεως, προβλέφθηκε, ότι το κατώφλι για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις ανέρχεται στο ποσό των 200.000 ευρώ. Το ποσό αυτό θα πρέπει να εξορθολογισθεί και να προσαρμοστεί στη διαμορφωθείσα οικονομική κατάσταση της χώρας μας, με το δεδομένο, ότι διαφορές από διοικητικές συμβάσεις με αντικείμενο άνω των 200.000 ευρώ, είναι ελάχιστες.Και τούτο, διότι, ναι μεν υπάρχουν ακόμη συμβάσεις με συμβατικό αντικείμενο άνω των 200.000 ευρώ, πλην όμως οι διαφορές που άγονται ενώπιον των δικαστηρίων (Διοικητικά Εφετεία σε πρώτο βαθμό) αφορούν μικρότερα ποσά, αφού κρίνονται ΑΠΕ ή τιμολόγια για μέρος του συμβατικού αντικειμένου, το οποίο υπολείπεται του ανωτέρω κατωφλίου. Και τούτο, πολλάκις και σκόπιμα από τους αναδόχους, προκειμένου να πετύχουν μία απόφαση από το Διοικητικό Εφετείο αμετάκλητη και άμεσα εκτελεστή από τη Διοίκηση.
    Επικουρικώς, σε περίπτωση, που παραμείνει το ανωτέρω κατώφλι, να προβλεφθεί, ότι το ποσό αυτό αφορά το σύνολο της συμβατικής δαπάνης και όχι τα επιμέρους εκδοθέντα τιμολόγια, ΑΠΕ κ.λ.π., διότι μόνον έτσι προστατεύεται η κάθε Αναθέτουσα Αρχή από μεθοδεύσεις «σπασίματος» των λογαριασμών.

  • 21 Οκτωβρίου 2016, 16:45 | Σωτήρης Αποστολίδης

    Αυτονόητη προϋπόθεση για να μην παρεμποδίζεται, κατά παράβαση του άρθρου 20 Σ και 6 της ΕΣΔΑ, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας που ασκείται στο πλαίσιο των άρθρων 53 και 58 του π.δ/τος 18/1989, είναι να δίδεται το δικαίωμα στους δικηγόρους να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στις αποφάσεις των βάσεων δεδομένων των δικαστηρίων που αναφέρονται στα εν λόγω άρθρα, οι οποίες είναι αναρτημένες στο internet. Σε διαφορετική περίπτωση πώς μπορεί ο δικηγόρος που υπογράφει το δικόγραφο, ασκώντας το λειτούργημα του, να γνωρίζει εάν υπάρχει ή δεν υπάρχει αντίθετη απόφαση των δικαστηρίων αυτών με το περιεχόμενο της απόφασης που προσβάλλει;

  • 13 Οκτωβρίου 2016, 10:14 | Ασπασία Ξουρή

    Ι. Για να ασκηθεί αποτελεσματικά το δικαίωμα δικαστικής προστασίας τόσο δια της αίτησης αναίρεσης όσο και δια της έφεσης, έστω υπό την προβληματική προϋπόθεση που τίθεται για το παραδεκτό τους να μην υπάρχει νομολογία του ΣτΕ ή να υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (δεν έχει νόημα να επαναληφθούν εδώ τα σοβαρά νομικά επιχειρήματα που έχουν πολλάκις εγερθεί αναφορικά με την εναρμόνιση της εν λόγω προϋπόθεσης με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ), πρέπει να υπάρχει πρόσβαση στο σύνολο της νομολογίας του ΣτΕ, των άλλων τριών ανωτάτων δικαστηρίων (Ελ. Συν., Α.Π., Α.Ε.Δ.) και των διοικητικών δικαστηρίων.

    Όμως, ο νομοθέτης έχει φροντίσει να μην υπάρχει τέτοια πρόσβαση, παραλείποντας να την θεσπίσει και να υποχρεώσει την εκτελεστική εξουσία και τις διοικήσεις των δικαστηρίων αυτών να προβούν στις αναγκαίες ενέργειες για να την υλοποιήσουν. Επιπλέον, πλην του ΣτΕ, κανένα άλλο δικαστήριο δεν επιτρέπει να χορηγηθεί αντίγραφο απόφασης του σε δικηγόρο, παρά μόνον κατόπιν αίτησής του, στην οποία οφείλει να θεμελιώσει ειδικό έννομο συμφέρον του για να λάβει αντίγραφό της, άλλως δεν την λαμβάνει.

    Για να ασκηθεί το δικαίωμα σε δικαστική προστασία μέσω των ανωτέρω ενδίκων μέσων πρέπει να θεσπιστεί ρητώς το εξής: «Οι δικηγόροι έχουν ελεύθερη πρόσβαση στη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, του Συμβουλίου της Επικρατείας και των άλλων ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας. Προς τούτο τους χορηγείται, κατόπιν αιτήματός τους, κωδικός απεριόριστης πρόσβασης στις αποφάσεις των βάσεων δεδομένων των δικαστηρίων αυτών που τηρούνται στο διαδίκτυο. Επίσης, οι δικηγόροι λαμβάνουν, κατόπιν απλής αίτησής τους και χωρίς καμία περαιτέρω προϋπόθεση ή διατύπωση, αντίγραφα, με δικά τους έξοδα, των αποφάσεων των ανωτέρω δικαστηρίων. Οι δικηγόροι επιβάλλεται να χρησιμοποιούν ανωνυμοποιημένα όλα τα στοιχεία των δικαστικών αποφάσεων που λαμβάνουν κατά τους ανωτέρω τρόπους, από τα οποία δύναται να προκύψει η ταυτότητα των φυσικών προσώπων, διαδίκων και μαρτύρων, με την εξαίρεση των στοιχείων των μελών της σύνθεσης του δικαστηρίου και των πληρεξουσίων δικηγόρων.»

    ΙΙ. Προσφάτως δημιουργήθηκε η διαδικτυακή πύλη adjustice του ΣτΕ και των διοικητικών δικαστηρίων. Δόθηκαν πολλά χρήματα και μετά από σχεδόν δεκαετία από την έναρξη του έργου της πύλης αυτής και της γνωμοδότησης 226/2006 (α.π. 5292/3.8.2006) της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα περί ανωνυμοποίησης των στοιχείων των αποφάσεων του ΣτΕ για να δημοσιεύονται στο σύνολό τους ελευθέρως στο διαδίκτυο, το αποτέλεσμα είναι το εξής: δημοσιεύονται δια της διαδικτυακής πύλης adjustice ελευθέρως στο διαδίκτυο οι περιορισμένες σε αριθμό αποφάσεις του ΣτΕ και των διοικητικών δικαστηρίων που περιλαμβάνονται στην τράπεζα πληροφοριών του…ΔΣΑ (!). Δηλαδή, η διαδικτυακή πύλη adjustice δημιουργήθηκε για να αναρτάται στο διαδίκτυο το υλικό τράπεζας νομικών πληροφοριών νπδδ, στην οποία ex officio έχει πρόσβαση ο πλέον του μισού δικηγορικός κόσμος της χώρας και περιλαμβάνει κάποιες αποφάσεις από τη νομολογία που παράγουν τα ανωτέρω δικαστήρια; Τι συναλλαγή αυτή; Δέκα χρόνια ο ανάδοχος του έργου και οι δικαστές που ενεπλάκησαν σε αυτό δεν μπορούσαν να ανωνυμοποιήσουν τη νομολογία; Εν τέλει στο σύνολο της νομολογίας που περιλαμβάνεται στην πύλη αυτή έχουν πρόσβαση μόνον οι δικαστές (και όσοι φίλοι τους έχουν κωδικό πρόσβασης). Ποιός θα λογοδοτήσει γι΄ αυτό το αίσχος;

  • 6 Οκτωβρίου 2016, 17:09 | Νίκη Τεμπονέρα

    Σχετικά με την τροποποίηση των προϋποθέσεων παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία είναι απολύτως αναγκαία και πρέπει άμεσα να προχωρήσει θα ήθελα να επισημάνω ότι:
    Η διάταξη του άρθρου 12 του Νόμου 3900/2010 με τις προϋποθέσεις περί παραδεκτού που έθεσε κατάργησε πλήρως τον τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας στη Διοικητική Δικαιοσύνη και θα πρέπει να εξεταστεί η πλήρης κατάργησή της.

    Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει η τροποποίηση του άρθρου 53 παρ. 3 του πδ 18/1989, όπως ισχύει με το άρθρο 12 του Ν. 3900/2010, να ψηφιστεί ως ανωτέρω και να καθίσταται επιπλέον στο κείμενο της διάταξης αυτής απολύτως σαφές ότι θα καλύπτεται το απαράδεκτο όλων των αιτήσεων αναιρέσεως που έχουν ήδη ασκηθεί καιδεν έχουν ακόμη συζητηθεί, ώστε να μην τίθεται θέμα απαραδέκτου αυτών και να δίνεται η δυνατότητα κάλυψης του απαραδέκτου μέχρι την πρώτη συζήτηση.

  • 5 Οκτωβρίου 2016, 13:06 | Παπακασόλας Κωνσταντινος

    Το μονο που χρειαζεται να προστεθει στα ενδικα βοηθηματα ειναι το μεσο της αρνητικης αναγνωριστικης αγωγης κατα του δημοσιου.
    Δηλαδη αυτο :

    https://lawyalty.wordpress.com/2013/01/28/%CE%B7-%CE%B1%CF%81%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CE%B3%CF%89%CE%B3%CE%AE-%CF%89%CF%82-%CF%84%CE%BF-%CE%BC/

    Kατα τα λοιπα οι νομολογιακοι περιορισμοι και αλλοι ποσοτικοι που μπαινουν με αυστηρες μαλιστα ποινες εις βαρος των διαδικων ειναι παραλογοι και αδικοι.

    Εαν εξορθολογιστει η φορολογια και τα δημοσια βαρη στη χωρα επι το δικαιοτερον βεβαια, θα μειωθει δραματικα ο αριθμος των προσεφευγοντων στα δικαστηρια. Τοσο απλα. Ας μην πειραζουμε λοιπον αδικα εναν μεχρι τωρα σχετικα απλο κωδικα δικονομιας, ειναι ο ο μονος ευχρηστος και συντομος.

  • 5 Οκτωβρίου 2016, 12:43 | Στέργιος Μαρτίνοβιτς

    Η ρύθμιση περι προυποθέσεων παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης που εισήγαγε το άρ. 12 του ν.3900/2010 έχει αποτύχει. 6 περίπου χρόνια μετά την εισαγωγή τους εκδίδονται συνεχώς αντιφατικές αποφάσεις τμημάτων, ενώ δικηγόροι και δικαστές σπαταλούν δυσανάλογο χρόνο και κόπο για να καταλήξουν εάν η άίτηση αναίρεσης ασκείται παραδεκτώς. Την ίδια στιγμή, εφετειακές αποφάσεις με πρόδηλα σφάλματα εκφέύγουν του αναιρετικού ελέγχου, διότι τα σφάλματα δεν συνιστούν ζήτηματα ερμηνείας διάταξης ή αρχής δυνάμενης να έχει ευρύτερη εφαρμογή.

    Συνοψίζοντας, ούτε επιτάχυνση επιτυγχάνεται (σπατάλη χρόνου στο στάδιο του παραδεκτού) ούτε ιδιαίτερη ασφάλεια δικαίου (κυμαινόμενη επί μακρόν νομολογία επί των προύποθέσεων παραδεκτού) ούτε και ο δικηγόρος αποτρέπεται αποτελεσματικά από την άσκηση αναίρεσης (πιεζόμενος θα επιχειρήσει να «πιαστεί» από κάποια τραβηγμένη νομολογία τμήματος).

    Μήπως λοιπόν αντί το Υπουργείο να επιχειρεί «μπαλώματα» επί μίας αποτυχημένης ρύθμισης, θα ήταν προτιμότερο να εισάγει το πολύ πιο απλό και αποτελεσματικό φίλτρο της αποδοχής των προς εκδίκαση αναιρέσων από ένα συμβούλιο δικαστών, αποφασίζον εκ των ενόντων;
    Το αντεπιχείρημα περί της «γκρίνιας» που θα προκαλούσε η αποδοχή ή απόρριψη κάποιων αιτήσεων, έίναι νομίζω ασθενές. Φτηνή κριτική στην χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας θα ασκείται πάντα. Σημασία έχει να ξεμπλοκάρει το δικαστήριο από υποθέσεις που δεν θα έπρεπε να το απασχολούν, με το μικρότερο δυνατό διοικητικό κόστος.