1. α. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας ευθύς ως λάβει καταγγελία για πειθαρχικώς επιλήψιμες πράξεις διαχειριστή αφερεγγυότητας ή λάβει με οποιονδήποτε τρόπο γνώση σχετικά με την τέλεση τέτοιων πράξεων, ιδίως δε από ανακοίνωση δικαστικής ή εν γένει δημόσιας αρχής, παραγγέλλει τη διενέργεια προκαταρκτικής πειθαρχικής εξέτασης, αναθέτοντάς την σε μέλος του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
β. Η προκαταρτική εξέταση είναι συνοπτική και κατά το δυνατόν σύντομη και σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται να διαρκέσει πέραν των τριάντα (30) ημερών. Περατώνεται είτε με γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις του προσώπου κατά του οποίου στρέφεται είτε με πράξη με την οποία τίθεται η υπόθεση στο αρχείο.
γ. Το μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου που διενεργεί την προκαταρτική εξέταση μπορεί να εξετάζει μάρτυρες και να αναζητά κάθε άλλο πρόσφορο νόμιμο αποδεικτικό μέσο. Κατά τη διεξαγωγή της προκαταρτικής εξέτασης φροντίζει ώστε να μην προσβάλλεται η τιμή και η υπόληψη του διαχειριστή, του οποίου η συμπεριφορά ερευνάται.
δ. Ανώνυμες καταγγελίες δεν λαμβάνονται υπόψη και αρχειοθετούνται αμέσως.
ε. Σε περίπτωση που η καταγγελία δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία ή ανεπίδεκτη οποιασδήποτε εκτίμησης, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας την αρχειοθετεί με συνοπτική αιτιολογία και ανακοινώνει στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου την πράξη αρχειοθέτησης.
στ. Δεν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση για πράξεις, για τις οποίες έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή πλημμέλημα.
ζ. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας έχει την υποχρέωση να ενημερώσει τον Πρόεδρο της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος διαχειριστή αφερεγγυότητας. Την ίδια υποχρέωση έχει και σε περίπτωση έκδοσης παραπεμπτικού ή απαλλακτικού βουλεύματος, τελεσίδικης αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης σε βάρος διαχειριστή, αποστέλλοντας πλήρη αντίγραφα, εντός δέκα (10) ημερών από την έκδοση τους.
2. α. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης και εφόσον προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος.
β. Το έγγραφο της πειθαρχικής δίωξης μαζί με το πόρισμα της προκαταρκτικής εξέτασης και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου αποστέλλονται αμέσως στον Πρόεδρο του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
γ. Εφόσον ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, στη σύνθεση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά την περαιτέρω διαδικασία μετέχει ο αναπληρωτής του μέλους που διενήργησε την προκαταρκτική εξέταση.
3. α. Ο Πρόεδρος του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζει εισηγητή της υπόθεσης.
β. Ο εισηγητής έχει όλες τις αρμοδιότητες και εξουσίες κάθε γενικού προανακριτικού υπαλλήλου. Εξετάζει τους μάρτυρες, συλλέγει το λοιπό αποδεικτικό υλικό, συντάσσει το κατηγορητήριο και καλεί τον πειθαρχικώς διωκόμενο να λάβει γνώση του κατηγορητηρίου και της δικογραφίας και να απολογηθεί προφορικά ή γραπτά μέσα σε εύλογο χρόνο. Σε περίπτωση που ο διωκόμενος υποβάλει γραπτό απολογητικό υπόμνημα, ο εισηγητής δύναται να διατυπώσει οποιαδήποτε κατά την κρίση του διευκρινιστική ή άλλη ερώτηση.
γ. Αν ο εισηγητής μετά τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που να στηρίζουν πειθαρχική κατηγορία, παραδίδει το φάκελο στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου με την πρόταση να μην γίνει κατηγορία και να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο. Ο Πρόεδρος εισάγει την υπόθεση στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει, αν θα γίνει ή όχι η κατηγορία ή αν πρέπει να γίνει συμπληρωματική ανάκριση από τον εισηγητή. Αν το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο δεχθεί ότι πρέπει να απαγγελθεί κατηγορία, συντάσσεται από τον εισηγητή κατηγορητήριο και εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους.
δ. Μετά την ολοκλήρωση του έργου του εισηγητή, ολόκληρος ο φάκελος διαβιβάζεται στον Πρόεδρο του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου για τον ορισμό της δικασίμου, μαζί με τον κατάλογο των μαρτύρων που πρέπει να κληθούν και το αποδεικτικό επίδοσης της πράξης αυτής στον πειθαρχικώς διωκόμενο διαχειριστή αφερεγγυότητας.
ε. Εφόσον το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο δεχθεί ότι πρέπει να απαγγελθεί κατηγορία, στη σύνθεση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου για την εκδίκαση της υπόθεσης και την έκδοση απόφασης μετέχει ως μέλος ο αναπληρωτής του εισηγητή.
στ. Κατά την ακροαματική διαδικασία ο διωκόμενος διαχειριστής αφερεγγυότητας δύναται να παραστεί αυτοπροσώπως ή και με δικηγόρο. Ασκεί το δικαίωμα υπεράσπισής του, καλώντας και με δική του ευθύνη, χωρίς υποχρεωτική προδικασία, μάρτυρες για να καταθέσουν υπέρ του ή για την υπόθεσή του.
ζ. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο μέσα σε έξι (6) μήνες το αργότερο από την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, οφείλει να εκδώσει οριστική απόφαση. Ο χρόνος αυτός παρατείνεται αναλόγως, εάν έχει διαταχθεί η αναστολή της πειθαρχικής δίωξης. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση που έγινε δεκτή αίτηση εξαίρεσης και εξαιτίας της ανέφικτης συγκρότησης του Πειθαρχικού Συμβουλίου με νέα σύνθεση, παραπέμπεται η υπόθεση σε άλλο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Η απόφαση κοινοποιείται στον διωχθέντα και στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
η. Αν το πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά και αξιόποινη πράξη, η αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση, καθώς και το απαλλακτικό βούλευμα δεν εμποδίζουν το Πειθαρχικό Συμβούλιο να εκδικάσει την υπόθεση στην ουσία της και να εκδώσει απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη του τη σχετική ποινική δικογραφία, την οποία οφείλει να αποστείλει σε αντίγραφα ο αρμόδιος εισαγγελέας, ύστερα από σχετική αίτηση του εισηγητή της υπόθεσης.
4. α. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας στον οποίο επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, πλην της επίπληξης, έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την επίδοση της απόφασης και πάντως όχι μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την έκδοση της απόφασης. Εντός της ίδιας αυτής προθεσμίας των τριών (3) μηνών από την προς αυτόν κοινοποίηση της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η έφεση ασκείται με κατάθεσή της στη γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Για την άσκηση της έφεσης συντάσσεται έκθεση. Η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης και η άσκησή της δεν έχουν ανασταλτική δύναμη, εκτός εάν στην απόφαση ορίζεται διαφορετικά. Μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεση της έφεσης, με επιμέλεια και ευθύνη του Προέδρου του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου που εξέδωσε την απόφαση, ο φάκελος παραδίδεται στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
β. Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζει ημέρα για την εκδίκαση της έφεσης και καλεί, με κλήση που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή, τον εκκαλούντα διαχειριστή αφερεγγυότητας δέκα (10) ημέρες πριν από την ημέρα της συζήτησης. Ο εκκαλών μπορεί αυτοπρόσωπα ή με πληρεξούσιο δικηγόρο να αναπτύξει έγγραφα ή προφορικά τις απόψεις του. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να διατάξει τη συμπλήρωση της ανάκρισης, οφείλει όμως να εκδώσει την απόφαση του σε προθεσμία το πολύ δύο (2) μηνών από την ημέρα της κατάθεσης της έφεσης.
5. Η απόφαση του Πρωτοβάθμιου και του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου για την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων εκδίδεται εντός δύο (2) μηνών από την κλήση του διαχειριστή σε ακρόαση και επιδίδεται στο διαχειριστή εντός της ίδιας προθεσμίας, ενώ περίληψη αυτής καταχωρίζεται στο μητρώο.
6.α. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας και της απολογίας του πειθαρχικώς διωκόμενου ακολουθεί η διάσκεψη των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη λήψη οριστικής απόφασης.
β. Η πειθαρχική απόφαση πρέπει να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, υπογράφεται δε από τον Πρόεδρο και το γραμματέα και καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο με αύξοντα αριθμό.
7. Η αρμόδια αρχή υποχρεούται να γνωστοποιήσει στις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές την τυχόν διάπραξη αξιοποίνων πράξεων που προέκυψαν από τη διαδικασία ενώπιον των Πειθαρχικών Συμβουλίων.
8. Πράξεις που διενεργήθηκαν έγκυρα κατά τη διάρκεια της θητείας των Πειθαρχικών Συμβουλίων παραμένουν ισχυρές και μετά τη λήξη της θητείας τους. Αποφάσεις επί υποθέσεων που έχουν συζητηθεί ενώπιον των Πειθαρχικών Συμβουλίων πριν από τη λήξη της θητείας τους, μπορούν να εκδοθούν και δημοσιευθούν μέσα σε ένα τετράμηνο από τη λήξη της θητείας. Σε κάθε άλλη περίπτωση επαναλαμβάνεται η συζήτηση της πειθαρχικής υπόθεσης ενώπιον των νέων Πειθαρχικών Συμβουλίων.
9. α. Οι διατάξεις για εξαίρεση των δικαστών του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (άρθρα 17 επ.) ισχύουν και για την εξαίρεση των μελών των Πειθαρχικών Συμβουλίων.
β. Η αίτηση για την εξαίρεση επιδίδεται στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο οποίος την εισάγει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο για να αποφανθεί. Η απόφαση που εκδίδεται είναι αμετάκλητη. Κάθε εγκαλούμενος έχει δικαίωμα υποβολής αίτησης εξαίρεσης μόνο μια φορά σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας.
γ. Η αίτηση εξαίρεσης είναι απαράδεκτη όταν αυτή αφορά στην εξαίρεση όλων των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
10. Οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων εκτελούνται με επιμέλεια του Προέδρου της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας.