1. Οι αποφάσεις του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, με εξαίρεση εκείνες που επιβάλλουν την επίπληξη, υπόκεινται σε έφεση εκ μέρους του καταδικασθέντος. Επίσης, σε έφεση ασκούμενη από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υπόκεινται όλες οι αποφάσεις του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η έφεση ασκείται ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
2. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι πενταμελές και αποτελείται από τον πρόεδρο και τέσσερα (4) μέλη, καθώς και από ισάριθμους αναπληρωτές τους, με τριετή θητεία. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζονται ως πρόεδρος του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, με τον αναπληρωτή του, ένας αρεοπαγίτης και ως μέλη, με τους αναπληρωτές τους, ένας καθηγητής ή αναπληρωτής καθηγητής νομικής σχολής Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Α.Ε.Ι.), εν ενεργεία ή ομότιμος, ένας δικηγόρος που έχει συμπληρώσει εικοσαετή τουλάχιστον δικηγορία και προτείνεται από την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων, ένας λογιστής φοροτεχνικός Α΄ τάξης με εικοσαετή τουλάχιστον προϋπηρεσία που προτείνεται από το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.) και ένας νόμιμος ελεγκτής με εικοσαετή τουλάχιστον προϋπηρεσία που προτείνεται από την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.).