1 Το ύψος της πειθαρχικής κύρωσης προσδιορίζεται:
α) από τη βαρύτητα του παραπτώματος και των συνεπειών τις οποίες αυτό έχει, καθώς και από τον αντίκτυπό του στην άσκηση των καθηκόντων του διαχειριστή αφερεγγυότητας,
β) από την ένταση του δόλου ή το βαθμό της αμέλειας του διωκομένου,
γ) από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε το παράπτωμα, όπως, ιδίως, ο τυχόν προσπορισμός οφέλους και
δ) από την προσωπικότητα του διωκόμενου διαχειριστή, την πείρα του, τις ατομικές, κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη πορεία του, καθώς και τη διαγωγή του μετά την πράξη, τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία να επανορθώσει τις συνέπειες αυτής.
2. Παράπτωμα ελαφριάς φύσεως, οφειλόμενο σε αμέλεια του διωκόμενου διαχειριστή, μπορεί κατά την κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου να μείνει ατιμώρητο, μετά από εκτίμηση των συνθηκών υπό τις οποίες διαπράχθηκε, αλλά γίνεται περί τούτου ειδική μνεία στην απόφαση.