1. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από κάθε άλλη.
2. Οι πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται από τα Πειθαρχικά Συμβούλια.
3. Η ποινική διαδικασία δεν αναστέλλει την πειθαρχική. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια δύνανται να διατάξουν την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, εωσότου περατωθεί η ποινική. Σε περίπτωση αθώωσης στην ποινική δίκη, η πειθαρχική διαδικασία επαναλαμβάνεται αν έχει τιμωρηθεί ο διωχθείς. Οι διαπιστώσεις που περιέχονται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο βούλευμα, για την ύπαρξη ή όχι ορισμένων γεγονότων, δεσμεύουν τα πειθαρχικά όργανα.
4. Κανένας δεν διώκεται για δεύτερη φορά για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο επιβάλλεται μόνο μια πειθαρχική ποινή. Νέα πειθαρχική δίωξη για το ίδιο παράπτωμα είναι απαράδεκτη. Διαφορετική νομική υπαγωγή των ίδιων περιστατικών δεν καθιστά νέα την πειθαρχική δίωξη.
5. Περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου παραπτώματος θεωρούνται ως ενιαίο σύνολο, η βαρύτητα του οποίου λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό και την επιμέτρηση της ποινής. Σε περίπτωση συρροής περισσότερων συνεκδικαζόμενων πειθαρχικών παραπτωμάτων, μετά τον προσδιορισμό της κύρωσης για καθένα από τα συρρέοντα παραπτώματα, επιβάλλεται μια συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από αυτές που προσδιορίστηκαν, επαυξανόμενη κατά την κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου έως το ανώτατο όριό της, αν συντρέχει περίπτωση. Εάν οι πειθαρχικές ποινές είναι του αυτού είδους, ή αν οι ποινές είναι ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή αποτελείται από μια από αυτές, που προσαυξάνεται μέχρι το ανώτατο όριό της.