1. Η διάταξη δέσμευσης επιδίδεται το συντομότερο δυνατό σ’ εκείνον σε βάρος του οποίου γίνεται η εκτέλεση. Σε περίπτωση κοινών περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων, η απόφαση επιδίδεται και στους τρίτους, οι οποίοι, όπως και ο καθ’ ου η εκτέλεση, έχουν δικαίωμα να λάβουν αντίγραφα της δικογραφίας από τον ανακριτή.
2. Ο καθ’ ου η εκτέλεση και κάθε τρίτος που δικαιολογεί έννομο συμφέρον, δικαιούνται να ασκήσουν αντιρρήσεις κατά της διάταξης για λόγους νομικούς που αφορούν σε αυτήν και την εκτελεστότητά της, ως και στο ληφθέν σε εκτέλεσή της μέτρο. Αντιρρήσεις που αφορούν στους ουσιαστικούς λόγους για την έκδοση της απόφασης δέσμευσης μπορούν να προβάλλονται μόνο ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους έκδοσης, υπό τις προϋποθέσεις που θέτει το οικείο εθνικό δίκαιο.
3. Αν οι αντιρρήσεις ασκούνται στην Ελλάδα ως κράτος εκτέλεσης, η προθεσμία άσκησής τους είναι 20 ημέρες από την επίδοση της διάταξης. Η εν λόγω προθεσμία, όπως και η άσκηση των αντιρρήσεων, δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης. Αρμόδιο δικαστήριο είναι το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου της εκτέλεσης.
4. Το συμβούλιο συνεδριάζει χωρίς την παρουσία του εισαγγελέα και του ασκήσαντος τις αντιρρήσεις. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον το συμβούλιο κρίνει ότι αυτό είναι αναγκαίο, μπορεί να διατάξει την εμφάνιση ενώπιον του του ασκήσαντος τις αντιρρήσεις, οπότε καλείται και ο εισαγγελέας.
5. Σε περίπτωση άσκησης αντιρρήσεων, ενημερώνεται η δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης, τόσο για την άσκηση των αντιρρήσεων, όσο και για τους λόγους αυτών, προκειμένου να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Ενημερώνεται, επίσης, και για την έκβαση της σχετικής δίκης.