1. Ο ανακριτής αναβάλλει την εκτέλεση μιας απόφασης δέσμευσης που διαβιβάσθηκε σύμφωνα με το άρθρο Δωδέκατο:
α) όταν η εκτέλεσή της μπορεί να βλάψει μια εγχώρια ποινική έρευνα ή διαδικασία, και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται εύλογο,
β) όταν τα περιουσιακά ή αποδεικτικά στοιχεία έχουν ήδη δεσμευθεί στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και μέχρις ότου αρθεί η απόφαση αυτή,
γ) όταν, στην περίπτωση απόφασης για δέσμευση περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας ενόψει μεταγενέστερης δήμευσης αυτών, τα περιουσιακά αυτά στοιχεία αποτελούν ήδη αντικείμενο απόφασης που έχει ληφθεί στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών στην Ελλάδα και έως ότου αρθεί η απόφαση αυτή. Η υποχρέωση αυτή ισχύει μόνον όταν η υφιστάμενη απόφαση δέσμευσης έχει προτεραιότητα έναντι τυχόν μεταγενέστερων αποφάσεων δέσμευσης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά το Ελληνικό δίκαιο.
2. Σε περίπτωση αναβολής εκτέλεσης της απόφασης δέσμευσης, κοινοποιείται αμελητί στην αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με κάθε μέσο, υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη, σχετική έκθεση, η οποία αναφέρει τους λόγους της αναβολής και, εάν είναι δυνατόν, την προβλεπόμενη διάρκειά της.
3. Όταν εκλείψει ο λόγος αναβολής, ο ανακριτής λαμβάνει αμελητί τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, με κάθε μέσο υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη.
4. Ο ανακριτής ενημερώνει, επίσης, την αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης σχετικά με τυχόν άλλα περιοριστικά μέτρα που μπορούν να επιβληθούν επί των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων.