1. Το άρθρο 7 του ν. 3691/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 7
Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης
1. Συνιστάται «Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης» (εφεξής «Αρχή»). Σκοπός της Αρχής είναι η λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη και καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ’ έως και ιε’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του νόμου 3213/2003.
2. Η Αρχή απολαμβάνει διοικητικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Η έδρα της είναι στον νομό Αττικής, σε τόπο που καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Ο προϋπολογισμός της Αρχής αποτελεί τμήμα του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών. Η ίδια η Αρχή μπορεί με απόφασή της να εγκαθιστά και να λειτουργεί γραφεία της και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
3. Για οποιαδήποτε διαφορά διοικητικής ή αστικής φύσης ανακύπτει από τη λειτουργία της Αρχής αποκλειστικά αρμόδια είναι τα δικαστήρια της Αθήνας.
4. Η Αρχή συγκροτείται από τον Πρόεδρο και ένδεκα (11) Μέλη, καθώς και από ισάριθμους αναπληρωτές τους, οι οποίοι πρέπει να διαθέτουν τις αυτές ιδιότητες και προσόντα με αυτούς. Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Αρχής απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεσμεύονται μόνο από τον νόμο και την συνείδησή τους. Η θητεία τους είναι τριετής και μπορεί να ανανεώνεται για μια ακόμα φορά.
5. Πρόεδρος της Αρχής ορίζεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός εν ενεργεία, με γνώση της αγγλικής γλώσσας, ο οποίος επιλέγεται μαζί με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος της Αρχής είναι πλήρους απασχόλησης. Ο διορισμός του γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
6. Τα Μέλη της Αρχής και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ύστερα από πρόταση κατά λόγο αρμοδιότητας των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, Οικονομικών, Εξωτερικών και Προστασίας του Πολίτη, του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, οι οποίοι επιλέγουν πρόσωπα που διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση, το ήθος τους και την επαγγελματική τους ικανότητα και εμπειρία στον τραπεζικό, οικονομικό, νομικό ή επιχειρησιακό τομέα, ανάλογα με τις απαιτήσεις των επιμέρους Μονάδων της Αρχής. Ο διορισμός των τακτικών Μελών γίνεται αφού προηγηθεί γνώμη της Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής για την καταλληλότητα των προτεινόμενων προσώπων. Για τον σκοπό αυτό εφαρμόζεται κατ’ αναλογία η διαδικασία των παραγράφων 3 έως 5 του άρθρου 49Α του Κανονισμού της Βουλής, η οποία κινείται με πρωτοβουλία του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.»
2. Στον ν. 3691/2008 προστίθενται άρθρα 7Α, 7Β και 7Γ με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Άρθρο 7Α
Μονάδες και αρμοδιότητες της Αρχής
Η Αρχή απαρτίζεται από τρεις αυτοτελείς Μονάδες, με διακριτές αρμοδιότητες, προσωπικό και υποδομές, υπό κοινό Πρόεδρο. Οι Μονάδες συνεδριάζουν νόμιμα, εφόσον μετέχουν στη συνεδρίαση ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του και τα μισά τουλάχιστον από τα μέλη τους ή τους αναπληρωτές τους, αποφασίζουν δε κατ’ απόλυτη πλειοψηφία, ενώ σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Οι Μονάδες και οι αρμοδιότητές τους έχουν ως εξής:
1. Α’ Μονάδα Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών
α) Η Α’ Μονάδα, πέραν του Προέδρου, συγκροτείται από επτά (7) Μέλη της Αρχής με γνώση της αγγλικής γλώσσας και ειδικότερα i) ένα στέλεχος από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος και ένα από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών που προτείνονται από τον αρμόδιο Υπουργό, ii) ένα στέλεχος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό, iii) ένα στέλεχος από την Τράπεζα της Ελλάδος που προτείνεται από τον Διοικητή της, iv) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που προτείνεται από το Διοικητικό Συμβούλιό της, v) ένα στέλεχος από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας που προτείνεται από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη και vi) ένα στέλεχος από το Αρχηγείο του Λιμενικού Σώματος που προτείνεται από τον Υπουργό Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας.
β) Η Α’ Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από ειδικό επιστημονικό προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην αντιμετώπιση υποθέσεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή αντίστοιχης σοβαρής οικονομικής εγκληματικότητας, κατά προτίμηση δε και με γνώση της αγγλικής γλώσσας. Για τους ανωτέρω σκοπούς, συνιστώνται συνολικά πενήντα (50) θέσεις, εκ των οποίων οι είκοσι πέντε (25) αφορούν σε επιστημονικό προσωπικό. Οι θέσεις αυτές πληρούνται με αποσπάσεις από τους φορείς απ’ όπου προέρχονται τα Μέλη της Μονάδας, καθώς και από την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων. Οι αποσπάσεις είναι τριετούς διάρκειας με δυνατότητα ανανέωσης. Δύο (2) κατ’ ανώτατο όριο θέσεις επιστημονικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με πρόσωπα εκτός του δημοσίου τομέα, με εξαιρετικά επιστημονικά ή επαγγελματικά προσόντα και τουλάχιστον πενταετή εμπειρία στο αντικείμενο της Μονάδας. Το εν λόγω προσωπικό προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου τριετούς διάρκειας που μπορεί ν’ ανανεώνεται για μια ακόμα φορά.
γ) Το προσωπικό της Μονάδας συγκεντρώνει, διερευνά και αξιολογεί τις αναφορές υπόπτων ή ασυνήθων συναλλαγών που υποβάλλουν στην Αρχή τα υπόχρεα πρόσωπα, καθώς και τις πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Αρχή από άλλους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς ή περιέρχονται σε αυτήν από τα μέσα ενημέρωσης, το διαδίκτυο ή οποιαδήποτε άλλη πηγή και αφορούν επιχειρηματικές, επαγγελματικές ή συναλλακτικές δραστηριότητες που ενδεχομένως σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Ομοίως, διερευνά και αξιολογεί κάθε τέτοια πληροφορία που διαβιβάζεται στην Αρχή από φορείς της αλλοδαπής, με τους οποίους και συνεργάζεται για την παροχή κάθε δυνατής συνδρομής. Η Μονάδα δίνει κατευθυντήριες οδηγίες στα υπόχρεα πρόσωπα και τους ανωτέρω φορείς αναφορικά με τη διαχείριση μιας υπόθεσης που εμπίπτει στην αρμοδιότητά της.
δ) Σε επείγουσες περιπτώσεις ο Πρόεδρος διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των ελεγχόμενων φυσικών ή νομικών προσώπων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 48 παράγραφος 5. Μετά το πέρας μιας έρευνας η Μονάδα αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί με αιτιολογημένο πόρισμά της στον αρμόδιο Εισαγγελέα, εφόσον τα συλλεγέντα στοιχεία κρίνονται επαρκή για μια τέτοια παραπομπή. Υπόθεση που αρχειοθετήθηκε μπορεί οποτεδήποτε να ανασυρθεί για να συνεχισθεί η έρευνα ή να συσχετισθεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής.
ε) Η Μονάδα συμμετέχει σε διεθνείς φορείς ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αντίστοιχων με αυτήν αρχών, ιδίως στο Δίκτυο των Μονάδων Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FIU-Net) και στη διεθνή Ομάδα Έγκμοντ (Egmont Group), παρακολουθεί τις εργασίες τους και συμμετέχει, κατά το δυνατόν, σε ομάδες εργασίας των εν λόγω φορέων.
στ) Στο τέλος κάθε έτους η Μονάδα υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στους Υπουργούς Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Προστασίας του Πολίτη.
2. Β’ Μονάδα Οικονομικών Κυρώσεων κατά Υπόπτων Τρομοκρατίας
α) Η Β’ Μονάδα, πέραν του Προέδρου, συγκροτείται από δύο (2) Μέλη της Αρχής με γνώση της αγγλικής γλώσσας, και ειδικότερα i) ένα στέλεχος από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας που προτείνεται από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, και ii) ένα στέλεχος από το Υπουργείο Εξωτερικών που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό.
β) Η Β’ Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από ειδικό επιστημονικό προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην αντιμετώπιση υποθέσεων τρομοκρατίας, κατά προτίμηση δε και με γνώση της αγγλικής γλώσσας. Για τους ανωτέρω σκοπούς, συνιστώνται συνολικά πέντε (5) θέσεις, εκ των οποίων οι δύο (2) αφορούν σε επιστημονικό προσωπικό. Οι θέσεις αυτές πληρούνται με αποσπάσεις από τους φορείς απ’ όπου προέρχονται τα Μέλη της Μονάδας. Οι αποσπάσεις είναι τριετούς διάρκειας με δυνατότητα ανανέωσης.
γ) Το προσωπικό της Μονάδας συγκεντρώνει και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Αρχή από τις αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές ή περιέρχονται σε αυτήν με οποιονδήποτε άλλο τρόπο και αφορούν στην τέλεση πράξης από αυτές που περιγράφονται στο άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα. Ομοίως, διερευνά και αξιολογεί κάθε τέτοια πληροφορία που διαβιβάζεται στην Αρχή από φορείς της αλλοδαπής, με τους οποίους και συνεργάζεται για την παροχή κάθε δυνατής συνδρομής.
δ) Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Μονάδας είναι αρμόδιοι για τις ενέργειες που προβλέπονται στο άρθρο 49 σχετικά με την εφαρμογή του μέτρου της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων που επιβάλλεται με Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και των οργάνων του και με Κανονισμούς και Αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Μονάδα είναι επίσης αρμόδια για τον προσδιορισμό των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία φυσικών ή νομικών προσώπων και τη δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 49Α.
ε) Στο τέλος κάθε έτους η Μονάδα υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της στους Υπουργούς Εξωτερικών, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Προστασίας του Πολίτη.
3. Γ’ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης
α) Η Γ’ Μονάδα, πέραν του Προέδρου, συγκροτείται από δύο (2) μέλη της Αρχής και ειδικότερα i) ένα στέλεχος από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό, και ii) ένα στέλεχος από την Τράπεζα της Ελλάδος που προτείνεται από τον Διοικητή της.
β) Η Γ’ Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από ειδικό επιστημονικό προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων και τη διερεύνηση οικονομικών συναλλαγών. Για τους ανωτέρω σκοπούς, συνιστώνται συνολικά δεκαπέντε (15) θέσεις, εκ των οποίων οι επτά (7) αφορούν σε επιστημονικό προσωπικό. Οι θέσεις αυτές πληρούνται με αποσπάσεις από τους φορείς απ’ όπου προέρχονται τα Μέλη της Μονάδας, καθώς και από τις Γραμματείες των Δικαστηρίων και των Εισαγγελιών. Οι αποσπάσεις είναι τριετούς διάρκειας με δυνατότητα ανανέωσης.
γ) Η Μονάδα δέχεται τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης όλων των προσώπων που υποχρεούνται στην υποβολή τέτοιας δήλωσης πλην εκείνων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ έως και ε’ της παρ. 1 του άρθρου 1, του άρθρου 14 του ν. 3213/2003 (ΦΕΚ Α’ 309) και του Προέδρου, των Μελών και του προσωπικού της Αρχής. Επιπλέον, διερευνά και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται ή περιέρχονται στην Αρχή σχετικά με τη μη υποβολή ή με ανακρίβειες των δηλώσεων αυτών, προβαίνοντας σε δειγματοληπτικό, κατά την κρίση της, ή στοχευμένο έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων προσώπων. Ο έλεγχος, πέραν της διαπίστωσης της υποβολής και του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει σε κάθε περίπτωση τη διακρίβωση, κατά πόσον η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσής τους.
δ) Μετά το πέρας ενός ελέγχου, η Μονάδα αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί με αιτιολογημένο πόρισμά της στον αρμόδιο, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του ν. 3213/2003, Εισαγγελέα, εφόσον τα συλλεγέντα στοιχεία κρίνονται επαρκή για μια τέτοια παραπομπή. Αν συντρέχει περίπτωση καταλογισμού κατά το άρθρο 12 του ν. 3213/2003, το πόρισμα αποστέλλεται και στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αν διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα φορολογικής ή άλλης αρχής, το πόρισμα αποστέλλεται και στην αρχή αυτή. Υπόθεση που αρχειοθετήθηκε μπορεί οποτεδήποτε να ανασυρθεί για να συνεχισθεί ο έλεγχος ή να συσχετισθεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής.
ε) Στο τέλος κάθε έτους η Μονάδα υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Άρθρο 7Β
Εξουσίες των Μονάδων της Αρχής
1. Οι Μονάδες της Αρχής έχουν πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, περιλαμβανομένου και του συστήματος «Τειρεσίας».
2. Οι Μονάδες μπορούν να ζητούν στο πλαίσιο των ελέγχων και των ερευνών τους τη συνεργασία και την παροχή στοιχείων κάθε είδους από φυσικά πρόσωπα, δικαστικές, προανακριτικές ή ανακριτικές αρχές, δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου και οργανισμούς οποιασδήποτε μορφής. Ενημερώνουν δε εγγράφως ή με ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο τους διαβιβάζοντες τις πληροφορίες ότι τις έλαβαν και τους παρέχουν άλλα σχετικά στοιχεία, στο μέτρο που δεν παραβιάζεται το απόρρητο των ερευνών τους και δεν δυσχεραίνεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Οι Μονάδες μπορούν, επιπλέον, επί σοβαρών κατά την κρίση τους υποθέσεων, να διενεργούν ειδικούς επιτόπιους ελέγχους σε οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία ή σε οργανισμούς και επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα, συνεργαζόμενες, αν κριθεί αναγκαίο, με τις εκάστοτε αρμόδιες αρχές.
3. Οι Μονάδες ζητούν από τα υπόχρεα πρόσωπα κάθε πληροφορία που απαιτείται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, περιλαμβανομένων και ομαδοποιημένων πληροφοριών που αφορούν ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών ή δραστηριοτήτων φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους και στις εγκαταστάσεις των υπόχρεων προσώπων, υπό την προϋπόθεση τήρησης – εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση – των άρθρων 9 παράγραφος 1, 9Α και 19 παράγραφος 1 του Συντάγματος, ενημερώνουν δε τις αρμόδιες αρχές για περιπτώσεις ελλιπούς συνεργασίας ή μη συμμόρφωσης των εν λόγω προσώπων προς τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.
4. Έναντι των Μονάδων δεν ισχύει, κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ερευνών τους, οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο.
5. Οι Μονάδες δύνανται να συνεργάζονται και να ανταλλάσουν πληροφορίες με τους αναφερόμενους στο άρθρο 40 φορείς και τηρούν στατιστικά στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 38.
6. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ο Πρόεδρος, τα Μέλη και το προσωπικό της Αρχής έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας και να απέχουν από την εξέταση υποθέσεων για τις οποίες υπάρχει πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων ή στις οποίες εμπλέκονται πρόσωπα οικεία. Επίσης, έχουν καθήκον να τηρούν εχεμύθεια για πληροφορίες των οποίων λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η υποχρέωση αυτή διατηρείται και μετά από την εκούσια ή ακούσια αποχώρησή τους από την Αρχή. Οι παραβαίνοντες το ανωτέρω καθήκον εχεμύθειας τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
Άρθρο 7Γ
Προσωπικό και λειτουργία των Μονάδων της Αρχής
1. Οι αποσπάσεις του προσωπικού των Μονάδων της Αρχής, όπως και οι ανανεώσεις της θητείας του, γίνονται μετά από πρόταση του Προέδρου της Αρχής, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων:
α) Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, αν ο αποσπώμενος προέρχεται από Υπουργείο ή από τις Γραμματείες των Δικαστηρίων και των Εισαγγελιών.
β) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από γνώμη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, του Προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή του Προέδρου της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, αν ο αποσπώμενος προέρχεται από τους φορείς αυτούς.
2. Τα ανωτέρω Υπουργεία και φορείς μεριμνούν για την επαρκή στελέχωση της Αρχής και εξασφαλίζουν ότι οι υπάλληλοί τους που αποσπώνται σ’ αυτή ως προσωπικό έχουν την απαιτούμενη επιστημονική κατάρτιση, γλωσσική επάρκεια, υπηρεσιακή εμπειρία και ικανότητα για την ανάληψη συγκεκριμένων θέσεων στις επιμέρους Μονάδες, καθώς και άριστο υπηρεσιακό μητρώο.
3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, η αποζημίωση του Προέδρου και των Μελών της Αρχής, καθώς και οι πρόσθετες αμοιβές του προσωπικού που υπηρετεί σε αυτήν με απόσπαση. Οι υπηρετούντες με απόσπαση λαμβάνουν, από την απόσπαση και εξής, το σύνολο των πάσης φύσης αποδοχών, αποζημιώσεων, επιδομάτων και λοιπών αμοιβών από την υπηρεσία από την οποία έχουν αποσπασθεί, όπως εκάστοτε διαμορφώνονται, καθώς και τις προαναφερθείσες πρόσθετες αμοιβές και τις τυχόν πραγματοποιούμενες υπερωρίες. Οι πρόσθετες αμοιβές δεν υπόκεινται σε κρατήσεις υπέρ τρίτων.
4. Η πρόσληψη προσωπικού εκτός του δημοσίου τομέα στην Α’ Μονάδα γίνεται, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων από τον Υπουργό Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Προέδρου της Αρχής. Οι προσλαμβανόμενοι αποχωρούν αυτοδικαίως μετά τη λήξη της σύμβασής τους, η δε παροχή υπηρεσίας στις θέσεις αυτές δεν γεννά οποιοδήποτε δικαίωμα αποζημίωσης ή άλλη αξίωση. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, τα θέματα που αφορούν στην πρόσληψη, την αποζημίωση και τη λύση της σύμβασης του ενλόγω προσωπικού.
5. Ο Πρόεδρος της Αρχής αποφασίζει για την κατανομή των υποθέσεων, καθώς και σε ποιες περιπτώσεις είναι αναγκαία η εμπλοκή δύο ή και όλων των Μονάδων στην έρευνα της ίδιας υπόθεσης. Στο τέλος κάθε έτους συντάσσει έκθεση αναφορικά με την απόδοση και τη συμπεριφορά κάθε αποσπασμένου υπαλλήλου της Αρχής, την οποία αποστέλλει στο φορέα από τον οποίο προέρχεται ο υπάλληλος. Δύναται ακόμη να ζητεί την αντικατάσταση υπαλλήλου, εφόσον, κρίνει την απόδοση ή τη συμπεριφορά του μη ικανοποιητική. Στην περίπτωση αυτή διακόπτεται η απόσπαση του υπαλλήλου και ο φορέας από τον οποίο προέρχεται προβαίνει υποχρεωτικά σε αντικατάστασή του.
6. Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της εκάστοτε Μονάδας μεριμνούν για την βελτίωση της εκπαίδευσης και τη συνεχή κατάρτιση του προσωπικού της, συντονίζουν, εποπτεύουν και αξιολογούν το έργο του και λαμβάνουν μέτρα για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της Μονάδας.
7. Οι περαιτέρω λεπτομέρειες που αφορούν στη λειτουργία των επιμέρους Μονάδων της Αρχής και ιδίως το οργανόγραμμά τους, ο κανονισμός λειτουργίας τους, οι ειδικότερες αρμοδιότητες του Προέδρου, των Μελών και του προσωπικού τους, ο τρόπος διαχείρισης των υποθέσεων και η συνεργασία τους με τις εθνικές και αλλοδαπές αρχές καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών, Εξωτερικών και Προστασίας του Πολίτη, μετά από εισήγηση του Προέδρου και των Μελών της Αρχής.
8. Ο Πρόεδρος, τα Μέλη και οι υπάλληλοι της Αρχής που παραβαίνουν εκ δόλου τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του παρόντος νόμου υπέχουν, ανεξάρτητα από την ποινική, και πειθαρχική ευθύνη. Η πειθαρχική δίωξη κατά του Προέδρου ασκείται και η υπόθεση εκδικάζεται από τα όργανα που προβλέπονται στο Σύνταγμα και τον Κώδικα Δικαστικών Λειτουργών. Η πειθαρχική δίωξη κατά των Μελών ασκείται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του άρθρου 18 παράγραφος 3 του ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (ΦΕΚ 50 Α’). Τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα αποφασίζουν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό την απαλλαγή ή την παύση του εγκαλουμένου. Η πειθαρχική δίωξη κατά των υπαλλήλων ασκείται και η υπόθεση εκδικάζεται από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα των φορέων από τους οποίους προέρχονται, μετά από σχετική αναφορά του Προέδρου της Αρχής.
9. Ο Πρόεδρος, τα Μέλη και οι υπάλληλοι της Αρχής υποβάλλουν κατ’ έτος στην Επιτροπή του άρθρου 21 του ν. 3023/2002 (ΦΕΚ 146 Α’) την προβλεπόμενη από τον ν. 3213/2003, όπως εκάστοτε ισχύει, δήλωση περιουσιακής κατάστασης.»
Εξαιρετικός νόμος, που έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί εδώ και πολύ καιρό. Υπάρχουν βέβαια κάποιες ατέλειες, οι οποίες όμως μπορούν να αντιμετωπιστούν αργότερα.
Το μόνο σημείο με το οποίο διαφωνώ κάθετα είναι ο τρόπος στελέχωσης. Όντας Έλληνας που ζει μόνιμα στο εξωτερικό με μεγάλη εμπειρία σε θέματα Anti-Money Laundering, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι από τη στιγμή που τα μέλη της Αρχής (και οι αναπληρωτές τους) διορίζονται από τους διάφορους Υπουργούς, η Αρχή καθαυτή είναι καταδικασμένη στη μετριότητα. Ο καλύτερος τρόπος θα ήταν η στελέχωση να γίνει με ανοιχτό διαγωνισμό. Επιπλεόν όλοι οι προσλαμβανόμενοι θα πρέπει να περάσουν από κάποια διαδικασία ΅διαβάθμισης΅ (clearance) όπως γίνεται στις ΗΠΑ, ειδικά αν θα έχουν την δυνατότητα να παίρνουν βάσεις δεδομένων (π.χ. από τις τράπεζες) για περαιτέρω ανάλυση. Σε τέτοια θέματα, το λευκό ποινικό μητρώο δεν σημαίνει τίποτα.
ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ ΟΣΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΑΝ ΨΗΦΙΣΤΟΥΝ ,ΑΝ ΔΕΝ ΕΔΡΑΙΩΘΕΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ.
ΑΝ ΔΕΝ ΕΞΗΓΗΘΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΝΑΛΥΘΕΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ» ΜΑΥΡΟ «ΧΡΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ ,ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΝΟΜΟΙ ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΟΥΝ.
ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ «ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΤΟΥΜΕ » ΜΕΣΩ ΤΗΣ TV ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΝΤΥΠΟΥ ΤΥΠΟΥ,ΜΕ ΑΝΑΛΟΓΑ spot ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΠΑΓΙΩΘΕΙ ΑΝΑΛΟΓΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.
ΕΠΙΣΗΣ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΘΕ ΗΜΕΡΑ ΝΑ ΑΝΑΚΟΙΝΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ ΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ, ΣΤΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ «ΜΑΥΡΟΥ» ΧΡΗΜΑΤΟΣ.
«3. Γ’ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης
α) Η Γ’ Μονάδα, πέραν του Προέδρου, συγκροτείται από δύο (2) μέλη της Αρχής και ειδικότερα i) ένα στέλεχος από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό, και ii) ένα στέλεχος από την Τράπεζα της Ελλάδος που προτείνεται από τον Διοικητή της.
β) Η Γ’ Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από ειδικό επιστημονικό προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων και τη διερεύνηση οικονομικών συναλλαγών. Για τους ανωτέρω σκοπούς, συνιστώνται συνολικά δεκαπέντε (15) θέσεις, εκ των οποίων οι επτά (7) αφορούν σε επιστημονικό προσωπικό. Οι θέσεις αυτές πληρούνται με αποσπάσεις από τους φορείς απ’ όπου προέρχονται τα Μέλη της Μονάδας, καθώς και από τις Γραμματείες των Δικαστηρίων και των Εισαγγελιών. Οι αποσπάσεις είναι τριετούς διάρκειας με δυνατότητα ανανέωσης.»
ΣΧΟΛΙΟ:
Κατά την αντίληψή μου, η ΓΓΠΣ δεν έχει καμία ειδική γνώση και εμπειρία στον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων, καθόσον εκ του αντικειμένου της και μόνο, αποτελεί απλά εργαλείο ελέγχου χωρίς καμία αυτόβουλη ελεγκτική σκέψη. Είναι δηλαδή απλά το κομπιούτερ ή καλύτερα ο καταχωρητής των data τα οποία αξιολογεί και αναλύει ο έχων κουλτούρα ελέγχου. Ως εκ τούτου, τόσο το Μέλος, όσο και οι συνιστώμενες θέσεις προσωπικού, προερχόμενες από τη ΓΓΠΣ, αποτελούν άστοχη επιλογή και ουδόλως μπορούν να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις των περιγραφόμενων καθηκόντων τους. Μόνο στον τομέα του βοηθητικού προσωπικού κατά τη γνώμη μου θα ήταν χρήσιμοι. Οι θέσεις τόσο του Μέλους όσο και του διοικητικού προσωπικού, απαιτούν «ελεγκτική σκέψη» και ικανότητα να βλέπουν πίσω και κάτω από τους εμφανιζόμενους αριθμούς και ίσως θα έπρεπε να αναζητηθούν σε έμπειρους και έντιμους ελεγκτές Εφοριών οι οποίοι να διαθέτουν το ηθικό κύρος τέτοιων θέσεων.
Καταρχάς θα ήθελα να αναφέρω ότι η λειτουργία της συγκεκριμένης υπηρεσίας, δεδομένης της παραοικονομίας στη χώρα μας, είναι πολύ σημαντική.
Ωστόσο, η μέχρι σήμερα προσπάθεια πάταξης της παραοικονομίας και εξιχνίασης εγκληματικών ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων έχει αποτύχει παταγωδώς.
Κρίνοντας από τα αποτελέσματα ελέγχων για ξέπλυμα μαύρου χρήματος ή για εγκληματικές δραστηριότητες, προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα αποτελέσματα, δεδομένης της πληθώρας τέτοιων περιπτώσεων, είναι πραγματικά πενιχρά ως απογοητευτικά.
Επομένως η στελέχωση της υπηρεσίας με άτομα που είναι μέρος αυτού του συστήματος και ο τρόπος οργάνωσης πανομοιότυπος με υπάρχουσες υπηρεσίες, πολύ φοβάμαι ότι δεν θα φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας έχει πολύ αξιόλογους επιστήμονες και γενικά άτομα που δεν έχουν τη νοοτροπία «Φεύγω στις 14.00-15.00 και δεν είναι στην αρμοδιότητά μου το συγκεκριμένο ζήτημα…» Είναι λυπηρό λοιπόν που ο δημόσιος τομέας μας κοστίζει απίστευτα αλλά και δεν στελεχώνεται από ικανούς ανθρώπους. Άρα το κόστος είναι παραπάνω από διπλό.
Ελπίζω η συγκεκριμένη υπηρεσία να στελεχωθεί από ικανούς που για μία φορά θα φέρουν αποτελέσματα.
Πρέπει από όλους να γίνει κατανοητό ότι οι δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να στελεχώνονται από πραγματικά ικανούς ανθρώπους που θα αμείβονται αξιοπρεπώς για το έργο που προσφέρουν και θα μένουν μακριά από όλα τα παλιά στελέχη που με τις νοοτροπίες και τον τρόπο δουλειάς τους έχουν καταστρέψει το δημόσιο και έχουν μαυρίσει την εικόνα μας στην Ευρώπη.
Να στελεχωθεί από καταρτισμένο προσωπικό που αποδεδειγμένα έχει εμπειρία στο αντικείμενο με σπουδές και εξειδίκευσή και όχι από δικαστές και αποσπαμένους απο υπουργεία απλά και μόνο για την κάλυψη των κενών θέσεων αφου το αντικείμενο ειναι δυναμικό κατά τέτοιο τρόπο που μεταβάλεται συνεχώς και χρειάζεται ενημέρωση την οποία μόνο νέοι δικηγόροι με την κατάληλη κατάρτιση μπορούν να προσφέρουν.
1. Να στελεχωθεί ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ με ΟΛΕΣ τις οργανικές θέσεις που προβλέπεται, άμεσα.
2. Να παρασχεθούν στην Αρχή ΟΛΑ τα απαιτούμενα τεχνικά και υλικά μέσα (γραφεία, χώροι, Η/Υ, ειδικό software ανάλυσης – διασταύρωσης στοιχείων, επιχειρησιακά μέσα σύγχρονων υπηρεσιών ασφαλείας Ε.Υ.Π. ) συνεχής εκπαίδευση.
3. Να μπορεί να ελέγχει χωρίς πρότερη ενημέρωση εκτελεστική εξουσία (κυβέρνηση, Υπουργούς, δημόσιες Υπηρεσίες) και νομοθετική εξουσία (Βουλευτές), χωρίς να απαιτείται έγκριση από τη Βουλή παρά μόνο ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του ανεξάρτητου Δικαστικού επικεφαλής. Οι έρευνες αυτές να είναι ενδελεχείς και άκρως μυστικές. Ειδικά στους ΥΠΟΥΡΓΟΥΣ, ΓΕΝΙΚΟΥΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΣ, ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ και ανώτερα πρόσωπα κομματικών οργάνων, να γίνεται και προληπτικός έλεγχος.
4. Όλα τα μέλη της και το προσωπικό της να υπόκεινται σε συνεχή έλεγχο, και ΠΟΘΕΝ και ΕΣΧΕΣ. Επίσης, να ισχύει για αυτούς ο συνεχής έλεγχος προσωπικού που ισχύει για το μάχιμο προσωπικό της Ε.Υ.Π.
5. Το ξέπλυμα χρήματος να διώκεται αυτοτελές και ιδιώνυμα. Να επιβάλλονται και διοικητικές ποινές πέρα από τις ποινικές, αλλά και διοικητικά μέτρα του Ποινικού Κώδικα.
6. Να συσταθεί ομάδα ειδικευμένων δικηγόρων με διδακτορικό στο αντικείμενο με αποκλειστική απασχόληση (και άλλα εχέγγυα ανεξαρτησίας) που θα υποστηρίζουν την υπόθεση ενώπιων των δικαστικών αρχών.
7. … «κάθε άλλο αδίκημα που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος». Έχει εξαιρεθεί το ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ και ο ΤΖΟΓΟΣ τεχνηέντως και πανυγυρικά (…γιατί αυτά τιμωρούνται έως έξι μήνες), παρόλο που ΕΚΕΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΞΕΠΛΥΜΑ… (πληροφοριακά: 3η στο κόσμο η Ελλάδα σε τζόγο χρήματα που παίζονται κατα κεφαλή…)
Παράγραφος 1:
«..Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες..»
Αυτό είναι το γνωστό ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Νομίζω ότι κάθε αξιοπρεπής μονάδα δίωξης οικονομικού εγκλήματος έπρεπε να το κάνει από μόνη της, χωρίς να χρειάζεται ειδική αρχή. Δηλαδή, τι προσπαθούμε να κάνουμε εδώ; Την επανάσταση του ..ακατανόητου;
Παράγραφος 1(συνέχεια):
«..και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας..»
Αυτό είναι μέρος της δουλειάς κάθε σοβαρής αστυνομικής υπηρεσίας, και είναι το γνωστό ρητό «follow the money». Προφανώς το ελληνικό δημόσιο δεν έχει την ικανότητα να το κάνει, και έχει ανάγκη από ακόμη μία δημόσια υπηρεσία. Φυσικά, η (λογικότατη και φτηνότατη) λύση του να μετεκπαιδεύσεις υφιστάμενους αστυνομικούς ή να προσλάβεις απλά λίγο πολιτικό προσωπικό ή εξωτερικούς συμβούλους ούτε λόγος να γίνεται. Άλλωστε ποιός θα πρωτοφάει από τέτοια ..φτηνιάρικα μέτρα!
Παράγραφος 1(συνέχεια):
«..και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης.»
Δηλαδή τι έλεγχο χρειάζεται μια δήλωση στην εφορία; Διασταύρωση με στοιχεία δαπανών; Διασταύρωση με δηλώσεις άλλων πολιτών (πελάτες και προμηθευτές); Τι είναι τόσο δύσκολο δηλαδή που δεν μπορεί να το κάνει ο (κάθε) αστυνομικός; Και αν δεν μπορεί, αποσπάστε μερικούς εφοριακούς να τους κάνουν μαθήματα. Αν κι εκείνοι δεν ξέρουν, τότε κ.κ. Υπουργέ μάλλον λύνετε το λάθος πρόβλημα..
Αυτό το νομοσχέδιο (και άλλα από το Υπ. Δικαιοσύνης) είναι υπόδειγμα μονολιθικού σχεδιασμού. Άκαμπτες υπηρεσίες που κάνουν ένα και μόνο πράγμα. Μόλις ολοκληρωθεί ο σκοπός τους παραμένουν ενεργές και απομυζούν τα λεφτά του φορολογούμενου. Λες είχαμε έλλειψη από αυτές.
Φ Τ Α Ν Ε Ι
Η λογική του Σχεδίου Νόμου όπου συγκροτείται μια διατμηματική «Ομάδα Εργασίας» από διαφορετικά υπουργεία και με διαφορετικό γνωστικό αντικείμενο για να αντιμετωπίσει σφαιρικά το θέμα, με βρίσκει σύμφωνο.
Ωστόσο, με βρίσκει ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΑ ΑΝΤΙΘΕΤΟ η σύσταση δια νόμου ενός ακόμη δημοσίου σώματος/οργανισμού/τμήματος. Δηλαδή σε καιρούς που προσπαθούμε να μειώσουμε δαπάνες, δημιουργούμε κι άλλο δημόσιο.
ΦΤΑΝΕΙ. Να δημιουργήσετε όσες ομάδες εργασίας θέλετε, και να τις στελεχώσετε με ΑΠΟΣΠΑΣΕΙΣ και ΜΕΤΑΘΕΣΕΙΣ. Να τις δημιουργήσετε ΑΤΥΠΑ, ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΑ, και με ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΛΗΞΗΣ.
ΔΕΝ ΣΑΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΜΑΣΤΕ.
ΚΑΤΑΓΓΕΛΊΕΣ ΑΠΟ ΙΔΙΩΤΕΣ
Η Αρχή για το ξέπλυμα Μαύρου χρήματος θα πρέπει να επιζητεί την συνεργασία και ιδιωτών, εκτός από τους καθιερωμένους φορείς (πιστωτικά ιδρύματα κλπ), για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης του μαύρου χρήματος (όπως για παράδειγμα η καταγγελία σχετικά με τα μέλη ενός καρτέλ).
Η ενεργοποίηση ιδιωτών είναι σημαντικός παράγοντας της επιτυχίας του έργου αλλά και αναπόφευκτη ενέργεια όταν η «εγκληματική» ενέργεια αφορά άμεσα ή έμμεσα τον ιδιώτη.
Θα πρέπει να προβλεφθεί ο τρόπος συνεργασίας της Αρχής με τον ιδιώτη ώστε να αποφευχθούν παρεξηγήσεις αλλά και οποιοδήποτε ενδεχόμενο παράβασης καθήκοντος από κακόπιστους συνεργάτες εντός της Αρχής. Μην ξεχνάμε ότι η Αρχή καταδιώκει ανθρώπους που ξεπλένουν μαύρο χρήμα από εγκληματικές ενέργειες και όχι οικονομικά ανήμπορους ανθρώπους. Με δεδομένες παράνομες συμπεριφορές στο παρελθόν αξιωματούχων σε άλλες ανεξάρτητες αρχές (πχ Επιτροπή Ανταγωνισμού) με στόχο να ευνοήσουν τους οικονομικά δυνατούς, θα πρέπει να είναι οι διαδικασίες απολύτως διαφανείς.
Για παράδειγμα σήμερα η Αρχή δεν έχει καμία υποχρέωση ενημέρωσης ενός ιδιώτη για την εξέλιξη της καταγγελίας του ή για την θέση αυτής στο αρχείο. Επίσης η Αρχή σήμερα επιβάλει την απομάκρυνση των ιδιωτών που υποβάλλουν καταγγελίες με αποκλεισμό τους από την είσοδο στον χώρο της και με υποχρέωση αποστολής εγγράφων μόνο με υπηρεσία ταχυμεταφορών (γεγονός πρωτοφανές στον Δημόσιο τομέα).
Η αντιμετώπιση καταγγελιών από ιδιώτες (ή ιδιωτικά νομικά πρόσωπα) θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη ταχύτητα διότι ο ιδιώτης που θα προσφύγει στην Αρχή αναλαμβάνει σημαντικές ευθύνες. Πουθενά στον Ν3691/2008 ή στις προτεινόμενες αλλαγές με το παρόν νομοσχέδιο δεν ορίζεται ρητός χρόνος εξέτασης μιας καταγγελίας από έναν ιδιώτη (ή νομικό πρόσωπο), γεγονός που αφήνει ανοιχτό παράθυρο αυθαιρεσιών από την Αρχή (όπως έπραττε επί σειρά ετών η Επιτροπή Ανταγωνισμού). Θα πρέπει λοιπόν να οριστεί ρητός χρόνος, μέγιστο 2 μηνών από την καταγγελία, χρόνος εντός του οποίου η Αρχή οφείλει να ερευνήσει και να ενημερώσει τον καταγγέλοντα για την καταγγελία του (αν δε έχει προλάβει στο ενδιάμεσο να ολοκληρώσει τις ενέργειες της).
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ
Η Αρχή θα πρέπει να υποχρεούται να ενημερώνει άμεσα τις φορολογικές αρχές για ενδεχόμενα φορολογικά αδικήματα που θα διαπιστώσει κατά την διάρκεια των ερευνών της. Σήμερα η Αρχή ενημερώνει τις αρμόδιες φορολογικές αρχές μόνο μετά το πέρας των ερευνών της. Αν το πέρας αυτό επέλθει ύστερα από 2 χρόνια, στο ενδιάμεσο διάστημα ο παραβάτης της φορολογικής νομοθεσίας ευνοείται σκανδαλωδώς.΄
ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΦΟΡΕΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Στον 3691/2008, άρθρο 3, παράγραφος ιη, αναφέρει ρητά ότι στα βασικά αδικήματα περιλαμβάνεται:
«κάθε άλλο αδίκημα που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος».
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό σε κάθε φορέα του δημοσίου και της δικαιοσύνης ότι όποιος εμπίπτει με παραβάσεις της νομοθεσίας σε αυτό το αδίκημα θα πρέπει να παραπέμπεται αυτομάτως και στην Αρχή για το μαύρο χρήμα.
Για παράδειγμα σήμερα η Επιτροπή Ανταγωνισμού (με τον ισχύοντα νόμο 703/77) όταν διαπιστώνει με απόφαση της ότι δυο εταιρείες παραβίασαν τον 703, παράβαση που σημαίνει τουλάχιστον 6 μήνες φυλάκιση και αδιαμφισβήτητα έχει περιουσιακό όφελος για τους παραβάτες, ΔΕΝ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΧΡΗΜΑ παρά μόνο τον Εισαγγελέα. Αυτό σημαίνει ότι εάν δεν δράσει ιδιωτικά κάποιος ενδιαφερόμενος (ο οποίος με την σειρά του θα αντιμετωπιστεί με αδιαφορία από την Αρχή για το μαύρο χρήμα) τα μέλη του καρτέλ συνεχίζουν να εκμεταλλεύονται απρόσκοπτα τα παράνομα κέρδη τους.
Φλωράς Γιώργος
Προτείνω η δέσμευση περιουσιών, που αναφέρεται στο άρθρο 7α2δ, να γίνεται αφού η υπόθεση τελεσιδικήσει.
Αν γίνεται από πριν, υπάρχει κίνδυνος αυθαιρεσιών, διαφθοράς, αδιαφάνειας, γραφειοκρατικής πίεσης, δικαστικής απειλής, ξεκαθαρίσματος λογαριασμών, κτλ
Ο επίορκος Δημόσιος Λειτουργός της Αρχής, αν πιαστεί, θα τιμωρηθεί με 3 μήνες φυλάκιση, με αναστολή, σύμφωνα με το Νόμο.
Από την άλλη, ο επιχειρηματίας, που θα κατηγορηθεί αδίκως από τον επίορκο Δημόσιο Λειτουργό της Αρχής, θα χάσει την προσωπική περιουσία του, θα καταστραφεί η επιχείρησή του, θα φυλακιστεί, θα σπιλωθεί ανεπανόρθωτα η υπόληψή του, κτλ
1. Θεωρώ ότι λόγω του αντικειμένου της Αρχής, θα πρέπει η παρ. 5 του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 να διατυπωθεί ως εξής
«Πρόεδρος της Αρχής ορίζεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός εν ενεργεία, με γνώση της αγγλικής γλώσσας (προτιμουμένων όσων έχουν ειδικές γνώσεις στα οικονομικά και στη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών), ο οποίος ….»
2. Ως προς τη Γ’ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, δεν αντιλαμβάνομαι την εξαίρεση εκείνων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ έως και ε’ της παρ. 1 του άρθρου 1, του άρθρου 14 του ν. 3213/2003 (ΦΕΚ Α’ 309).
Αφού η Αρχή, η οποία θ’ απολαμβάνει λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας και δε θα επηρεάζεται από πολιτικούς συσχετισμούς, θα μπορεί να ελέγχει οποιαδήποτε δραστηριότητα και θα καταπολεμά το λεγόμενο «βρώμικο χρήμα» θα ήταν τραγικό λάθος (και προκλητικό) να εξαιρεθεί από τον έλεγχο η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία (κυβέρνηση και βουλευτές).