1. Τα θύματα με ιδιαίτερες ανάγκες προστασίας επωφελούνται ειδικών μέτρων, τα οποία αποφασίζονται μετά από τη διενέργεια ατομικής αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 του παρόντος νόμου. Ειδικό μέτρο που αποφασίσθηκε μετά από ατομική αξιολόγηση δεν εφαρμόζεται, εάν δυσχεραίνεται η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας, ή όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη εξέτασης του θύματος και η παράλειψη εξέτασής του θα μπορούσε να βλάψει το θύμα ή άλλο πρόσωπο ή να θίξει την πορεία της διαδικασίας.
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 242 και 243 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατά τη διάρκεια της ποινικής έρευνας, τα θύματα με ιδιαίτερες ανάγκες προστασίας που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 έχουν στη διάθεσή τους τα ακόλουθα μέτρα:
α) το θύμα εξετάζεται σε χώρους που έχουν σχεδιασθεί ή προσαρμοσθεί εδικά για τον σκοπό αυτό
β) η εξέταση του θύματος διεξάγεται από ειδικά εκπαιδευμένους για το σκοπό αυτό προανακριτικούς υπαλλήλους ή εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς
γ) κάθε εξέταση του θύματος διεξάγεται από τα ίδια πρόσωπα, εκτός αν αυτό αντίκειται στην ορθή και ταχεία απονομή της δικαιοσύνης
δ) κάθε εξέταση θυμάτων σεξουαλικής βίας, βίας λόγω φύλου ή ενδοοικογενειακής βίας, εφόσον δεν διεξάγεται από δικαστικό λειτουργό διεξάγεται από πρόσωπο του ίδιου με το θύμα φύλου, εφόσον το επιθυμεί το θύμα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται η πορεία της ποινικής διαδικασίας.
2. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, τα θύματα με ιδιαίτερες ανάγκες προστασίας που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1, έχουν στη διάθεσή τους τα ακόλουθα μέτρα:
α) Η κατάθεση του θύματος που δόθηκε κατά την παράγραφο 4 του παρόντος, η οποία έχει συνταχθεί εγγράφως ή με τη χρήση ηλεκτρονικού οπτικοακουστικού μέσου, αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από το Δικαστήριο την εξέτασή του, αν δεν έχει εξετασθεί στην προδικασία ή πρέπει να εξετασθεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του παθόντος γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο πρόεδρος του Δικαστηρίου που διέταξε την εξέταση ή σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο με τη χρήση ηλεκτρονικού οπτικοακουστικού μέσου, η οποία αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στο ακροατήριο, ώστε να αποφεύγεται κάθε οπτική επαφή μεταξύ αυτού και του δράστη. Οι υποπαράγραφοι 1 και 2 της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές. Ο κατηγορούμενος, δικαιούται να λάβει, εφόσον το αιτηθεί, γνώση της καταθέσεως του θύματος καθώς και αντίγραφο αυτής.
β) Η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου θύματος που δόθηκε κατά την παράγραφο 3 του παρόντος, η οποία έχει συνταχθεί εγγράφως ή με τη χρήση ηλεκτρονικού οπτικοακουστικού μέσου, αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως. Ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από το Δικαστήριο την εξέταση του ανηλίκου, αν δεν έχει εξετασθεί στην ανάκριση ή πρέπει να εξετασθεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του ανηλίκου γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτό βρίσκεται, από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο πρόεδρος του Δικαστηρίου που διέταξε την εξέταση. Οι υποπαράγραφοι 1 και 2 της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές. Ο κατηγορούμενος, δικαιούται να λάβει, εφόσον το αιτηθεί, γνώση της καταθέσεως του θύματος καθώς και αντίγραφο αυτής.
γ) Με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατά την εξέταση πρέπει να αποφεύγονται ερωτήσεις σχετικά με την ιδιωτική ζωή του θύματος οι οποίες δεν έχουν άμεση σχέση με την αξιόποινη πράξη εκτός αν το Δικαστήριο κρίνει αιτιολογημένα διαφορετικά.
3. Όταν το θύμα είναι ανήλικος και οι δικαιούχοι της γονικής μέριμνας αυτού αποκλείονται από την εκπροσώπησή του, λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών και του παιδιού ή στην περίπτωση που το παιδί θύμα είναι ασυνόδευτο ή ζει χωριστά από την οικογένειά του, η αρμόδια εισαγγελική ή δικαστική αρχή, ανάλογα με το στάδιο της ποινικής διαδικασίας, όπου εκκρεμεί η υπόθεση, διορίζει ως ειδικό εκπρόσωπο του παιδιού θύματος έναν επιμελητή ανηλίκων εκ των υπηρετούντων στην οικία υπηρεσία.
Το ανήλικο θύμα δικαιούται πάντοτε συνήγορο, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματός του, σε διαδικασίες όπου υπάρχει ή θα μπορούσε να υπάρξει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ του παιδιού θύματος και των δικαιούχων της γονικής μέριμνας. Στις περιπτώσεις αυτές, το αρμόδιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο διορίζει αυτεπαγγέλτως συνήγορο, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων περί αυτεπαγγέλτου διορισμού συνηγόρου όπως κάθε φορά ισχύουν. Το ανήλικο θύμα δεν απαιτείται να ισχυριστεί ή να αποδείξει οποιασδήποτε μορφής οικονομική ένδεια. Η αίτηση μπορεί να υποβληθεί είτε από τον ανήλικο είτε από τον εισαγγελέα, το δε δικαστήριο μπορεί να ενεργήσει και αυτεπαγγέλτως σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας.
4. Όταν είναι αβέβαιο αν η ηλικία του θύματος είναι κάτω ή άνω των δεκαοκτώ ετών, τεκμαίρεται ότι το θύμα είναι ανήλικο για τους σκοπούς του παρόντος νόμου.