1. Όταν η ΕΕΕ περιέρχεται στην αρμόδια αρχή εκτέλεσης, η τελευταία χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός επτά (7) ημερών από τη λήψη της, συμπληρώνει και αποστέλλει το υπόδειγμα του Παραρτήματος Β.
Η υποχρέωση αυτή ισχύει τόσο για την κεντρική αρχή της παρ. 3 του άρθρου 9 όσο και για την αρχή εκτέλεσης στην οποία διαβιβάζεται η ΕΕΕ από την κεντρική αρχή.
2. Με την επιφύλαξη των παρ. 4 και 5 του άρθρου 12, η αρχή εκτέλεσης ενημερώνει την αρχή έκδοσης αμελλητί και με οποιονδήποτε μέσο:
α) αν αδυνατεί να αποφανθεί σχετικά με την αναγνώριση ή την εκτέλεση λόγω ελλείψεων ή προδήλων σφαλμάτων στο υπόδειγμα του Παραρτήματος Α·
β) αν κρίνει στην πορεία εκτέλεσης της ΕΕΕ, χωρίς περαιτέρω έρευνες, ότι ενδέχεται να καταστεί αναγκαία η διενέργεια ερευνητικών μέτρων που δεν είχαν προβλεφθεί αρχικά ή δεν είχαν προσδιοριστεί κατά την έκδοση της ΕΕΕ, προκειμένου η αρχή έκδοσης να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες στη συγκεκριμένη υπόθεση·
γ) αν διαπιστώσει ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν μπορεί να τηρήσει τις διατυπώσεις και διαδικασίες που έχει ορίσει ρητά η αρχή έκδοσης σύμφωνα με το άρθρο 11.
Οι ως άνω πληροφορίες επιβεβαιώνονται αμελλητί και με κάθε μέσο που μπορεί να τεκμηριωθεί εγγράφως, κατόπιν αίτησης της αρχής έκδοσης.
3. Με την επιφύλαξη των παρ. 4 και 5 του άρθρου 12, η αρχή εκτέλεσης πληροφορεί την αρχή έκδοσης αμελλητί και, με κάθε μέσο που μπορεί να τεκμηριωθεί εγγράφως:
α) για οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με τα άρθρα 12 ή 13·
β) για κάθε απόφαση σχετική με την αναβολή της εκτέλεσης ή της αναγνώρισης της ΕΕΕ, τους λόγους της αναβολής και, εφόσον είναι δυνατόν, την πιθανή διάρκεια της αναβολής.