1. Η αρχή εκτέλεσης έχει τη δυνατότητα επιλογής άλλου ερευνητικού μέτρου από εκείνο που αναφέρεται στην ΕΕΕ, όταν:
α) το ερευνητικό μέτρο που αναφέρεται στην ΕΕΕ δεν προβλέπεται στην εσωτερική νομοθεσία, ή
β) το ερευνητικό μέτρο που αναφέρεται στην ΕΕΕ δεν προβλέπεται για παρόμοια εσωτερική υπόθεση.
2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 13, η παρ. 1 δεν ισχύει για τα ακόλουθα ερευνητικά μέτρα, τα οποία πρέπει σε κάθε περίπτωση να προβλέπονται κατά το εσωτερικό δίκαιο:
α) απόκτηση πληροφοριών ή αποδεικτικών μέσων που βρίσκονται ήδη στην κατοχή των ελληνικών αρχών, εφόσον αυτά θα μπορούσαν να έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας ή για τους σκοπούς της ΕΕΕ, κατ’ εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου,
β) απόκτηση πληροφοριών που περιέχονται σε βάσεις δεδομένων, τις οποίες τηρούν αστυνομικές ή δικαστικές αρχές και στις οποίες έχει άμεση πρόσβαση η αρχή εκτέλεσης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας·
γ) εξέταση μάρτυρα, θύματος, υπόπτου ή τρίτου διαδίκου στο ελληνικό έδαφος·
δ) οποιοδήποτε καταναγκαστικό μέτρο κατά την εσωτερική νομοθεσία·
ε) ταυτοποίηση προσώπου το οποίο είναι συνδρομητής σε συγκεκριμένο αριθμό τηλεφώνου ή συνδέεται με ορισμένη διεύθυνση IP.
3. Η αρχή εκτέλεσης μπορεί να προσφεύγει σε ερευνητικό μέτρο διαφορετικό από αυτό που αναφέρεται στην ΕΕΕ, με βάση την αρχή της αναλογικότητας.
4. Στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 3, η αρχή εκτέλεσης ενημερώνει πρώτα την αρχή έκδοσης, προκειμένου αυτή να αποσύρει ή συμπληρώσει την ΕΕΕ.
5. Στην περίπτωση της παρ. 1, αν το ερευνητικό μέτρο που αναφέρεται στην ΕΕΕ δεν προβλέπεται κατά την εσωτερική νομοθεσία ή για παρόμοια εσωτερική υπόθεση και δεν υπάρχει δυνατότητα επιλογής άλλου ερευνητικού μέτρου, το οποίο θα είχε το ίδιο με το αιτούμενο μέτρο αποτέλεσμα, η αρχή εκτέλεσης ενημερώνει την αρχή έκδοσης ότι δεν κατέστη δυνατό να παράσχει τη συνδρομή που ζητήθηκε.