1. Προστίθεται περίπτ. δ΄ στην παρ. 1 του άρθρου 103 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ως εξής:
«δ) η προσβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με απόφαση ανωτέρου δικαστηρίου που επιλύει αμετακλήτως υπόθεση του ιδίου φορολογικού αντικειμένου εκ της αυτής κληρονομίας, η οποία στηρίζεται στην ίδια νομική και πραγματική βάση ακόμη και για διαφορετικό διάδικο».
2. Η περίπτ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 104 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«στις περ. α΄, γ΄ και δ΄ της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου, αφότου καταστεί αμετάκλητη η σχετική δικαστική απόφαση, ενώ»
3. Η αίτηση για την αναθεώρηση προσβαλλόμενης απόφασης που εκδόθηκε σε προγενέστερο χρόνο μπορεί να κατατεθεί το αργότερο εντός εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
4. Οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 110 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Ως προς την ανωτέρω διαδικασία εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που ρυθμίζουν την εκδίκαση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, το οποίο προκάλεσε την έκδοση της απόφασης.
4. Η διαδικασία της αυτεπάγγελτης διόρθωσης δεν υπόκειται σε προθεσμία και κινείται με πράξη του προέδρου του συμβουλίου διεύθυνσης ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή του εισηγητή δικαστή, με την οποία προσδιορίζονται τα λάθη και εισάγεται σε συμβούλιο εφαρμοζομένης αναλόγως της διάταξης του άρθρου 126 Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.».
5. Στην παρ. 3 του άρθρου 126 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Μαζί με τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα κατατίθεται και αντίγραφο της προσβαλλόμενης ατομικής διοικητικής πράξης ή της δικαστικής απόφασης, εφόσον έχουν κοινοποιηθεί.».
6. Η παρ. 1 του άρθρου 139Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις, ο πρόεδρος του πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής του μονομελούς δικαστηρίου καλεί, και μετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο στον οποίο έχει χορηγηθεί σχετική πληρεξουσιότητα, σε κάθε περίπτωση, είτε αυτός έχει παρασταθεί αυτοπροσώπως ή με δήλωση είτε δεν έχει παρασταθεί, ή τον διάδικο, στην περίπτωση που ο τελευταίος παρίσταται αυτοπροσώπως, να τις καλύψει, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία. Τα στοιχεία που προσκομίζονται για την κάλυψη των τυπικών παραλείψεων επιτρέπεται να είναι και μεταγενέστερα της συζήτησης.».
7. Στην παρ. 2 στο άρθρο 142 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Ως προς την απόφαση αυτή μπορούν να τύχουν ανάλογης εφαρμογής οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 189 και της παρ. 3 του άρθρου 193.».
Πιστεύω ότι είναι αναγκαίο να προβλεφθεί για λόγους ισονομίας, ότι η νέα ως άνω διάταξη της περιπτ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 103 του ΚΔΔ θα καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση του νόμου αιτήσεις αναθεώρησης, ως είθισται εξάλλου να προβλέπεται σε ανάλογες νομοθετικές μεταβολές.
Σχόλιο επί της τροποποίησης του άρθρου 139 Α ΚΔΔ:
Η τροποποίηση κινείται στην σωστή κατεύθυνση, αφού η διάκριση υπό την ισχύουσα μορφή της διάταξης, όπως αυτή έχει νομολογηθεί, ανάμεσα σε παράσταση με δήλωση και αυτοπρόσωπη παράσταση, δεν πείθει.
Πρόταση 1:
Θα μπορούσε να τροποποιηθεί το άρθρο 139Α ή/και το άρθρο 28 παρ. 3 ΚΔΔ, ώστε η υποχρέωση κλήσης του πληρεξούσιου δικηγόρου να καταλάβει και τις περιπτώσεις έλλειψης κάποιου εκ των νομιμοποιητικών στοιχείων(βλ. σχετικά την περιοριστική ερμηνεία της ΣτΕ 7μ. 1679/2016, σκ. 7, η οποία αφήνει ακάλυπτη αυτή την περίπτωση). Και αυτό, γιατί συχνά τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομιμοποίηση δικηγόρου επί ενδίκων βοηθημάτων που ασκούνται από νομικά πρόσώπα μπορούν να προκαλέσουν εύκολα σύγχυση. Μάλιστα, η απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος ως απαράδεκτου στις περιπτώσεις αυτές, δίχως προηγούμενη κλήση του δικηγόρου με τη διαδικασία του άρθρου 139Α (η οποία είναι μάλλον «ελαφρια» και δεν προκαλεί ιδαίτερη επιβάρυνση στο δικαστήριο), παρίσταται ιδιαίτερα ανεπιεικής λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι ο διάδικος αδυνατεί (πλέον) να ασκήσει δεύτερο ένδικο βοήθημα (προσφυγή) ενόψει των περιορισμών του άρθρου 70 ΚΔΔ.
Πρόταση 2: Οι τροποποιήσεις του Κώδικα ανά μερικούς μήνες έχουν πια καταντήσει αστείες, αλλά και επικίνδυνες. Πραγματικά ποιος ο λόγος, πέραν της οργανωτικής ανεπάρκειας του Υπουργείου, να προτείνεται η σχολιαζόμενη λ.χ. τροποποίηση σήμερα και όχι με τον ν. 4446/2016. Θα μπορούσε το Υπουργείο, αντί να προτείνει διατάξεις με όρους συμπτωματικής νομοθέτησης, να οργανώσει πρώτα έναν ευρύ και συνολικό διάλογο σε βάθος χρόνου (π.χ. 1 έτους). Στο πλαίσιο του διαλόγου αυτού θα μπορούσαν να επαναξιολογηθούν και τα σοβαρά ζητήματα των καθυστερήσεων και της βέλτιστης οργάνωσης των διοικητικών δικαστηρίων, βάσει μελέτης ή έστω βάσει συγκεκριμένων δεδομένων. Μέχρι τότε η δικονομική τάξη θα μπορούσε σίγουρα να μας συγχωρήσει την μη τροποποίηση του 139Α ΚΔΔ.