1. Αιτήσεις ακύρωσης και αιτήσεις αναστολής που ασκήθηκαν μέχρι 31.12.2014 και αφορούν ακυρωτικές διαφορές υπαγόμενες στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, οι οποίες δημιουργήθηκαν από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών (άρθρο 15 του ν. 3068/2002, Α΄ 274), απορρίπτονται με συνοπτική απόφαση ως προδήλως απαράδεκτες, εφόσον στις ως άνω περιπτώσεις παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της επόμενης παραγράφου, εφαρμοζομένης αναλόγως της διάταξης του άρθρου 34 Α του π.δ. 18/1989.
2. Η Γραμματεία του Δικαστηρίου όπου κατατέθηκε το ένδικο βοήθημα οφείλει εντός (2) δύο μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου να ενημερώσει τον αλλοδαπό διάδικο ή τον πληρεξούσιο δικηγόρο που υπογράφει το ένδικο βοήθημα, με κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως: α) τηλεφωνικώς ή β) με ταχυδρομική επιστολή ή γ) με μήνυμα στην ηλεκτρονική διεύθυνση ή δ) με τηλεομοιοτυπία, για την ενεργοποίηση των διατάξεων του παρόντος άρθρου. H σχετική ενέργεια της γραμματείας σημειώνεται επί του φακέλου της δικογραφίας. Οι πληρεξούσιοι που υπογράφουν τα ένδικα βοηθήματα της παραγράφου 1 οφείλουν μέσα σε έξι (6) μήνες από τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας των δύο (2) μηνών να καταθέσουν στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου εξουσιοδότηση του αλλοδαπού διαδίκου, θεωρημένη για το γνήσιο της υπογραφής του, στην οποία να δηλώνεται ότι επιθυμεί τη συζήτηση της υπόθεσης. Η παραπάνω δήλωση μπορεί να γίνει και με αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου στη γραμματεία του δικαστηρίου. Μετά τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας παραδίδονται οι δικογραφίες για τις οποίες δεν έχει προσκομισθεί η σχετική δήλωση στον πρόεδρο του Δικαστηρίου ή στον οριζόμενο από αυτόν δικαστή για επεξεργασία σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Για διάστημα έξι (6) μηνών, από την επομένη της λήξης της ανωτέρω προθεσμίας, ο υπογράφων το δικόγραφο δικηγόρος ή άλλος οριζόμενος από τον αλλοδαπό διάδικο πληρεξούσιος δικηγόρος, δύναται με αίτηση που απευθύνεται στον πρόεδρο που διευθύνει το δικαστήριο ή στον οριζόμενο από αυτόν δικαστή να ζητήσει την εισαγωγή της υπόθεσης για συζήτηση, επικαλούμενος λόγους ανώτερης βίας ή σοβαρούς λόγους υγείας που συνέτρεχαν στο πρόσωπο του δικηγόρου ή του αλλοδαπού διαδίκου και εμπόδισαν την εμπρόθεσμη υποβολή της εξουσιοδότησης. Ο αρμόδιος πρόεδρος εξετάζει την αίτηση και εκδίδει πράξη αποδοχής ή απόρριψης αυτής, η οποία πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη. Η αίτηση υποβάλλεται μία φορά.
3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε υποθέσεις των οποίων η αρχική ή μετά από αναβολή δικάσιμος έχει ορισθεί εντός της οριζόμενης στην παράγραφο 2 εξάμηνης προθεσμίας.