Η παράγραφος 2 του άρθρου 5 του ν. 3126/2003 αντικαθίσταται, προστίθενται νέες παράγραφοι 3 και 4, και στο ίδιο άρθρο οι ήδη υπάρχουσες παράγραφοι 3, 4 και 5 λαμβάνουν τους αριθμούς 5, 6 και 7, αντιστοίχως, ως εξής:
« 2. Η Βουλή, αφού υποβληθεί το ανωτέρω αίτημα στο Προεδρείο, με απόφαση που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, αναθέτει σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο τον νομικό έλεγχο των στοιχείων και την αξιολόγηση της ουσιαστικής βασιμότητας αυτών. Με την ίδια απόφαση τάσσεται και προθεσμία για την ολοκλήρωση του ελέγχου.
Το γνωμοδοτικό συμβούλιο αποτελείται από έναν αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο εισαγγελείς εφετών, οι οποίοι κληρώνονται, με τους αναπληρωματικούς τους, σε δημόσια συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής, που προσκαλείται ειδικά γι’ αυτό, μεταξύ όλων των αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου και όλων των εισαγγελέων εφετών που υπηρετούν στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών. Προς τούτο ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αποστέλλει στον Πρόεδρο της Βουλής κατάλογο των υπηρετούντων στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών κατά τα άνω δικαστικών λειτουργών.
3. Το γνωμοδοτικό συμβούλιο, μετά τον νομικό έλεγχο των στοιχείων και την αξιολόγηση της ουσιαστικής βασιμότητας αυτών, γνωμοδοτεί εάν συντρέχει περίπτωση διερεύνησης, από την ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή της παραγράφου 4, ποινικής ευθύνης Υπουργού.
4. Η γνωμοδότηση του γνωμοδοτικού συμβουλίου παραδίδεται στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, ανακοινώνεται στην Ολομέλειά της και διανέμεται στους Βουλευτές. Στη συνέχεια η Βουλή, με απόφαση που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί, σύμφωνα με τον Κανονισμό της, ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Με την ίδια απόφαση τάσσεται και προθεσμία για την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης και την υποβολή του εγγράφου πορίσματος αυτής προς την Ολομέλεια μαζί με το αποδεικτικό υλικό».