1. Οι πειθαρχικές διαδικασίες αποτελούν το έσχατο μέσο για την ομαλή κοινή διαβίωση των κρατουμένων και τη διατήρηση της εύρυθμης λειτουργίας και της ασφάλειας του καταστήματος κράτησης. Πειθαρχική ποινή δεν επιβάλλεται χωρίς διάταξη νόμου που να ισχύει πριν από την τέλεση του παραπτώματος και να ορίζει τα στοιχεία του, το αρμόδιο όργανο και τη διαδικασία επιβολής της ποινής, το είδος και τη διάρκειά της, καθώς και την επανεξέταση της υπόθεσης από δευτεροβάθμιο όργανο.
2. Απαγορεύεται η θέσπιση και επιβολή πειθαρχικών ποινών που αποτελούν βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ή συνεπάγονται σωματική κάκωση, βλάβη υγείας ή άσκηση ψυχολογικής βίας. Επίσης απαγορεύονται πειθαρχικές ποινές που συνιστούν στέρηση οποιουδήποτε θεμελιώδους δικαιώματος του κρατουμένου από τα προβλεπόμενα στα άρθρα 2 και 4 του παρόντος ή προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ή μπορούν να οδηγήσουν σε διατάραξη των ψυχικών ή πνευματικών λειτουργιών.
3. Απαγορεύονται οι ομαδικές πειθαρχικές ποινές και ο περιορισμός σε χώρους που δεν πληρούν τις προδιαγραφές του άρθρων 18 και 19 του παρόντος κώδικα.
4. Απαγορεύεται η επιβολή πειθαρχικής ποινής δύο φορές για το ίδιο παράπτωμα.
5. Η άσκηση ποινικής δίωξης δεν αποκλείει την επιβολή πειθαρχικής ποινής για το ίδιο παράπτωμα, και γενικά η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από κάθε άλλη δίκη. Σε περίπτωση που κατά την ποινική διαδικασία για την ίδια πράξη εκδόθηκε αμετάκλητη αθωωτική απόφαση είναι υποχρεωτική η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας στο Συμβούλιο αδειών και πειθαρχικού ελέγχου που είχε επιβάλει την πειθαρχική ποινή.
6. Για την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στα άρθρα 63 και 67 του παρόντος, ο αρμόδιος δικαστικός λειτουργός συντάσσει τριμηνιαία έκθεση και την υποβάλλει στο Σώμα Επιθεώρησης και Ελέγχου Καταστημάτων Κράτησης και στον Συνήγορο του Πολίτη ως Εθνικό Μηχανισμό Πρόληψης των βασανιστηρίων και άλλων μορφών σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, και διερεύνησης περιστατικών αυθαιρεσίας.