1. Η εργασία των κρατουμένων που παρέχεται σε συνεργεία, εργαστήρια και αγροτικές ή βιοτεχνικές μονάδες μέσα στα καταστήματα ή σε άλλες εγκαταστάσεις δημόσιων φορέων ή υπηρεσιών που ευρίσκονται στον περιβάλλοντα χώρο αυτών, αμείβεται με χρηματικό ποσό το ύψος του οποίου καθορίζεται ανά ημέρα ή κατ’ αποκοπή ή κατά μονάδα μέτρησης, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ανάλογα με το είδος της εργασίας και τον βαθμό εξειδίκευσης του εργαζομένου.
2. Η εργασία των κρατουμένων για δικό τους λογαριασμό ή έπειτα από παραγγελία του Δημοσίου ή φορέα του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή φορέα τοπικής αυτοδιοίκησης ή ιδιωτικών μονάδων ή επιχειρήσεων αμείβεται κατά τα συμφωνούμενα ή συμπεφωνημένα μεταξύ των μερών, τηρουμένης της εργατικής νομοθεσίας. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζονται οι προϋποθέσεις παροχής της εργασίας αυτής. Τον έλεγχο ως προς την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας όσον αφορά την παροχή εργασίας με παραγγελία ιδιώτη ασκεί ο κατά τόπον αρμόδιος επιθεωρητής εργασίας.
3. Το ένα τρίτο της αμοιβής των κρατουμένων αποδίδεται στο Δημόσιο ως συμμετοχή τους στις δαπάνες διαβίωσης στο κατάστημα και κατατίθεται στον λογαριασμό «Κεφάλαια Εργασίας Κρατουμένων». Το αποδιδόμενο αυτό ποσό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη ανά ημέρα και τα 300 ευρώ ανά έτος.
4. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μετά από πρόταση του Συμβουλίου εργασίας κρατουμένων και γνώμη του ΚΕΣΦ, καθορίζονται σε κάθε κατάστημα κράτησης ο αριθμός και το αντικείμενο των θέσεων εργασίας και των υπηρεσιών, η διάκρισή τους σε κύριες και βοηθητικές εργασίες ή υπηρεσίες για τις οποίες απαιτούνται ειδικές γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία, η κατανομή των θέσεων αυτών σε πτέρυγες, τμήματα ή παραρτήματα του καταστήματος, καθώς και οι γενικοί λόγοι παράλειψης κρατουμένων που προηγούνται χρονολογικά από την ανάθεση κύριων ή βοηθητικών εργασιών.