1. Η θρησκευτική αγωγή είναι προαιρετική και περιλαμβάνει το δικαίωμα του κρατουμένου να ασκεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα και να επικοινωνεί με αναγνωρισμένο εκπρόσωπο του θρησκεύματος ή του δόγματός του. Οι προϋποθέσεις και η διαδικασία άσκησης των παραπάνω δικαιωμάτων που αφορούν την επικρατούσα θρησκεία και όλες τις γνωστές θρησκείες οι κοινότητες των οποίων διαθέτουν άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ευκτήριων οίκων καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό του καταστήματος, προκειμένου να μην προσβάλλεται η δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη και να μην επιχειρείται προσηλυτισμός των κρατουμένων.
2. Για τη διευκόλυνση της άσκησης των θρησκευτικών του καθηκόντων ο κρατούμενος κατά την εισαγωγή του στο κατάστημα ή και αργότερα μπορεί, αν το επιθυμεί, να δηλώσει το θρήσκευμα ή το δόγμα στο οποίο ανήκει.
3. Σε κάθε κατάστημα υπάρχει ναός ή και άλλος κατάλληλος χώρος στον οποίο, όσοι από τους κρατουμένους επιθυμούν, παρακολουθούν ή συμμετέχουν σε εκδηλώσεις θρησκευτικής λατρείας ή επικοινωνούν με αναγνωρισμένο εκπρόσωπο του θρησκεύματος ή του δόγματός τους.
4. Τα άτομα που για οποιονδήποτε λόγο επιθυμούν και δεν μπορούν να παρακολουθήσουν εκδηλώσεις θρησκευτικής λατρείας εντός του καταστήματος διευκολύνονται να τις παρακολουθούν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
5. Κρατούμενοι οι οποίοι βρίσκονται σε ειδικούς χώρους κράτησης ή σε θεραπευτικά καταστήματα μπορούν να δέχονται επίσκεψη θρησκευτικού λειτουργού για εκπλήρωση θρησκευτικών καθηκόντων.
6. Ο θρησκευτικός λειτουργός ή ο εκπρόσωπος θρησκεύματος ή δόγματος καλείται από το Συμβούλιο καταστήματος κράτησης με τη σύνθεση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του παρόντος για να εκφράσει τη γνώμη του σε θέματα που άπτονται του λειτουργήματός του.