1. Ο κρατούμενος που δηλώνει ότι κατέρχεται σε απεργία πείνας διατυπώνει την απόφασή του αυτή εγγράφως, ενώπιον ιατρού και παρουσία ενός τουλάχιστον μάρτυρα. Ο κρατούμενος έχει το δικαίωμα να καλέσει ιατρό του καταστήματος ή και ιατρό της επιλογής του για να διαπιστωθεί η κατάσταση της σωματικής, ψυχικής και πνευματικής του υγείας. Μετά τη δήλωση αυτή ο Διευθυντής σε συνεργασία με τον ιατρό του καταστήματος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την παρακολούθηση και την παροχή της αναγκαίας φροντίδας και, αν χρειαστεί, την προστασία του σε ειδικό χώρο του καταστήματος.
2. Αν κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας ο ιατρός του καταστήματος κρίνει ότι ο απεργός χρειάζεται ειδικότερη ιατρική παρακολούθηση, ζητεί με αιτιολογημένη γνωμάτευσή του την άμεση μεταγωγή του απεργού σε θεραπευτικό κατάστημα με τη διαδικασία του άρθρου 72 παρ. 2 του παρόντος.
3. Αν ο απεργός περιέλθει σε κατάσταση άμεσου κινδύνου ζωής ή σοβαρής και μόνιμης βλάβης της υγείας του εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη του άρθρου 29 παράγραφος 4 του παρόντος. Για τη λήψη των μέτρων καθώς και τη φύση και την έκταση αυτών συνεκτιμώνται η προσωπικότητα του κρατουμένου, τα κίνητρα και οι επιδιώξεις του καθώς και η σταθερότητα της απόφασής του. Σε κάθε περίπτωση διασφαλίζεται ο σεβασμός της αξιοπρέπειας του κρατουμένου.