1. Κατά την άσκηση της ιατρικής σε κρατουμένους εφαρμόζεται ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005), μη παρισταμένων άλλων προσώπων.
2. Απαγορεύεται η διενέργεια οποιωνδήποτε ιατρικών ή άλλων συναφών πειραμάτων, που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή, τη σωματική ή ψυχική υγεία ή προσβάλλουν την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητα του κρατουμένου, ακόμη και αν ο ίδιος συναινεί στη διεξαγωγή τους.
3. Κάθε είδους ιατροχειρουργική επέμβαση ή θεραπευτική αγωγή σε κρατούμενο επιτρέπεται μόνο με συναίνεσή του. Όταν αρνείται, η άρνησή του πρέπει να διατυπώνεται εγγράφως ενώπιον ιατρού παρουσία ενός τουλάχιστον μάρτυρα και με πλήρη ενημέρωσή του από τον ιατρό για τις θεραπευτικές επιλογές, τα αποτελέσματά τους και τις πιθανές συνέπειες της άρνησης αυτής.
4. Αν ο κρατούμενος έχει περιέλθει σε κατάσταση απώλειας συνείδησης και δεν βρίσκεται σε κατάσταση να συναινέσει ή έχει αρνηθεί, κατά την προηγούμενη παράγραφο, τη συναίνεσή του σε ιατρική πράξη η οποία κρίνεται αναγκαία για την υγεία ή τη ζωή του σύμφωνα με το γενικό καθήκον της φροντίδας που έχει ο ιατρός, το Συμβούλιο του άρθρου 9 του παρόντος ή, σε περίπτωση αδυναμίας άμεσης σύγκλησής του, ο αρμόδιος δικαστικός λειτουργός μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να διατάξει τη λήψη των κατάλληλων μέτρων κατά περίπτωση και κατά την κρίση του ιατρού. Για τη διάταξη λήψης των μέτρων, καθώς και για τη φύση και την έκτασή τους που καθορίζονται από τον ιατρό, συνεκτιμώνται η προσωπικότητα του κρατουμένου, η κατάσταση της ψυχικής υγείας του, ο λόγος της προηγούμενης άρνησης ή της μη συναίνεσης, τα κίνητρα και η επιθυμία του κρατουμένου καθώς και οι θρησκευτικές ή ιδεολογικές πεποιθήσεις του. Σε κάθε περίπτωση διασφαλίζεται ο σεβασμός της αξιοπρέπειας του κρατουμένου.