1. Σε περίπτωση μη τήρησης των προδιαγραφών της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του παρόντος, ο κρατούμενος μπορεί μετά την αποφυλάκισή του και εντός έξι μηνών από αυτήν, να ζητήσει με αίτηση δίκαιη ικανοποίηση. Η αίτηση στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
2. Αρμόδιο δικαστήριο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει το κατάστημα κράτησης από το οποίο έγινε η αποφυλάκιση. Η αίτηση υπογράφεται από δικηγόρο, για τη νομιμοποίηση του οποίου ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 94-105 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Για την άσκηση της αίτησης καταβάλλεται παράβολο, το οποίο ορίζεται σε διακόσια (200) ευρώ υπέρ του Δημοσίου. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών. Η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη εάν δεν καταβληθεί παράβολο με την κατάθεση της αίτησης.
3. Η αίτηση ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και επιδίδεται, επί ποινή απαραδέκτου, εντός δέκα (10) ημερών στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο ορισμός δικασίμου διενεργείται κατά προτεραιότητα, σε χρόνο που δεν μπορεί να απέχει πάνω από πέντε (5) μήνες από την κατάθεση της αίτησης. Στην περίπτωση αιτήσεων του παρόντος άρθρου, οι προθεσμίες των άρθρων 226-314 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας συντέμνονται κατά το ήμισυ. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
4. Το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν συντρέχει μη τήρηση των προδιαγραφών της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, συνεκτιμώντας, ιδίως, τα εξής: α) τις γενικές συνθήκες διαβίωσης βάσει των προβλεπόμενων στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 18 και τη διάρκεια της μη τήρησης των ανωτέρω προδιαγραφών, β) την εφαρμογή των προβλεπομένων στην παράγραφο 4 του άρθρου 19 του παρόντος κώδικα,γ) την τυχόν χορήγηση ευεργετικού υπολογισμού εκτιτέας ποινής κατ’ εφαρμογή των εδαφίων 3 και 4 της παραγράφου 5 του άρθρου 44 του παρόντος κώδικα και δ) τα τυχόν αιτήματα μεταγωγής του κρατουμένου. Όταν διαπιστώνεται ότι συντρέχει λόγος δίκαιης ικανοποίησης, το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση και σε καταφατική περίπτωση ορίζει το ύψος αυτής. Αν γίνει αποδεκτή η αίτηση, επιβάλλονται στο Δημόσιο τα δικαστικά έξοδα του αιτούντος. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, μπορεί να επιβάλλεται δαπάνη υπέρ του Δημοσίου, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, ανερχόμενη έως και το τριπλάσιο του ύψους του παραβόλου, εάν δε απορριφθεί ως προφανώς απαράδεκτη ή αβάσιμη, το ποσό της δαπάνης μπορεί να ανέλθει έως και το πενταπλάσιο του ύψους του παραβόλου.
5. Οι αποφάσεις που εκδίδονται επί αιτήσεων του παρόντος άρθρου δεν προσβάλλονται με ένδικα μέσα. Η απόφαση με την οποία επιδικάζεται το χρηματικό ποσό της δίκαιης ικανοποίησης εκτελείται κατά τις οικείες, περί εντάλματος πληρωμής, διατάξεις εντός έξι (6) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η είσπραξη του ποσού αυτού μπορεί να επιτευχθεί και με αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου η οποία γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτού. Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου επιτρέπεται μετά την παρέλευση των έξι (6) μηνών από την επίδοση της απόφασης στον Υπουργό. Για την κάλυψη της δαπάνης προς δίκαιη ικανοποίηση κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, εγγράφεται κατ’ έτος ειδική πίστωση στον Κρατικό Προϋπολογισμό, σε περίπτωση δε που δεν έχει εγγραφεί σχετική πίστωση στον προϋπολογισμό ή η εγγεγραμμένη είναι ανεπαρκής ή έχει εξαντληθεί, τηρείται η, κατά τις οικείες διατάξεις, διαδικασία εγγραφής ή μεταφοράς πίστωσης.