1. Η περιπτ. α) της παρ. 3 του άρθρου 79 του Ποινικού Κώδικα τροποποιείται ως εξής:
«α) τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και το σκοπό που επιδίωξε. Τα έθιμα και οι παραδόσεις που ακολουθεί ο δράστης, καθώς και η θρησκεία του δεν συνιστούν στοιχεία ικανά να μειώσουν την ποινή∙»
2. Στην παρ. 6 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα, μετά το άρθρο «351 Α» διαγράφεται το κόμμα και προστίθεται η φράση «και στα άρθρα 6, 7 και 9 του ν. 3500/2006,».
3. Στο άρθρο 310 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται παρ. 4 ως εξής:
«4. Όποιος με πρόθεση κατέπεισε γυναίκα, ενήλικη ή ανήλικη, να προβεί σε πράξη ακρωτηριασμού ή αυτοακρωτηριασμού, αν τελέστηκε η πράξη αυτή ή έγινε απόπειρά της, τιμωρείται με φυλάκιση.».
4. Στην παρ. 1 του άρθρου 323 Α του Ποινικού Κώδικα μετά τη φράση «την επαιτεία του» διαγράφεται το κόμμα και προστίθεται η φράση «ή με σκοπό να εξαναγκάσει το πρόσωπο αυτό σε τέλεση γάμου,»
5. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 333 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Με την ποινή του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται όποιος, χωρίς απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης, προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία, με τη χρήση οποιουδήποτε τηλεπικοινωνιακού ή ηλεκτρονικού μέσου ή με επισκέψεις στο οικογενειακό, κοινωνικό ή εργασιακό περιβάλλον αυτού, παρά την εκπεφρασμένη αντίθετη βούλησή του.».
Άρθρο 2 – Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα.
Παράγραφος 3: Θεωρούμε απαραίτητο πέραν των γυναικών να τροποποιηθεί αυτή η παράγραφος ώστε να συμπεριλαμβάνει και τον ακρωτηριασμό προσώπων λόγω των χαρακτηριστικών φύλου τους όταν η πράξη γίνετια δίχως τη συναίνεση ή εν αγνοία τους. Προτείνουμε την τροποποίηση αυτής της παραγράφου ως ακολούθως:
«4. Όποιος με πρόθεση κατέπεισε γυναίκα, ενήλικη ή ανήλικη, να προβεί σε πράξη ακρωτηριασμού ή αυτοακρωτηριασμού, αν τελέστηκε η πράξη αυτή ή έγινε απόπειρά της ή τελέστηκε χωρίς τη συναίνεση ή εν αγνοία σε πρόσωπο λόγω των χαρακτηριστικών φύλου του, τιμωρείται με φυλάκιση».
Πρόταση πρόσθεσης επιπλέον παραγράφου 6: Προτείνουμε τροποποίηση του Άρθρου 81Α του Ποινικού Κώδικα, ώστε πέραν των ιδίων των προσώπων που είναι θύματα ρατσιστικής βίας, να συμπεριλαμβάνονται τόσο πρόσωπα λόγω νομιζόμενων χαρακτηριστικών ή προσώπων που σχετίζονται μαζί τους, όσο και υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Προτείνουμε την τροποποίηση του 81Α Π.Κ., ως ακολούθως:
«Εάν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι έχει τελεστεί έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου ή λόγω της δράσης ή της ιδιότητας του παθόντος ως υπερασπιστή προσώπου ή λόγω νομιζόμενων χαρακτηριστικών του παθόντος ή λόγω σχέση του παθόντος με πρόσωπο που φέρει τα ανωτέρω χαρακτηριστικά το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται ως εξής».
Η Ελληνική Αντιπροσωπεία του Ευρωπαϊκού Λόμπυ Γυναικών χαιρετίζει την απόφαση του Υπουργείου για κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και την πρωτοβουλία του να τεθεί σε Δημόσια Διαβούλευση η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στο πλαίσιο αυτού του σκοπού.
Οι γυναικείες οργανώσεις επί σειρά ετών, συνεργαζόμενες τόσο μεταξύ τους όσο και με αντίστοιχες ευρωπαϊκές οργανώσεις, έκαναν μεγάλο αγώνα προς αυτή την κατεύθυνση με ενημερωτικές εκδηλώσεις, διαμαρτυρίες και πορείες.
Θεωρούμε πως πρέπει να απαλειφθεί η παράγραφος 3 του άρθρου 339 του Ποινικού Κώδικα, που αφορά την αποπλάνηση ανηλίκου και προβλέπει την μη άσκηση ποινικής δίωξης εάν μεταξύ του υπαίτιου και του παθόντος τελεστεί γάμος, τόσο γιατί ευνοεί εκβιαστικές για τον ανήλικο πρακτικές τέλεσης γάμου προκειμένου ο δράστης να αποφύγει την δίωξη, όσο και γιατί η όποια «κοινωνική αποκατάσταση» δεν αναιρεί την προσβολή της παιδικής αθωότητας.
Μίκα Ιωαννίδου Μαρία Λατσού
Επικεφαλής Ελληνικής Αντιπροσωπείας EWL Μέλος Δ.Σ. του EWL
Έφη Πετρέα
Αναπληρωματικό Μέλος Δ.Σ. του EWL
Προτείνεται η κατάργηση της παραγράφου 3 του Άρθρου 339 του Ποινικού Κώδικα περί αποπλάνησης παίδων (ημερομηνία ισχύος : 18/12/2008) που αναφέρεται στη μη άσκηση ποινικής δίωξης ή στην κήρυξή της ως απαράδεκτης στην περίπτωση που είχε ήδη ασκηθεί, σε περίπτωση ασελγούς πράξεως από άτομο ενήλικα σε βάρος ανηλίκου, εάν τυχόν τελεσθεί γάμος μεταξύ του θύματος και του θύτη.
Η συγκεκριμένη παράγραφος φαίνεται να συντελεί σε προτροπή τέλεσης γάμου μεταξύ της παθούσας και του βιαστή της, προκειμένου να μην διωχθεί ο θύτης. Με αυτόν τον τρόπο, προσπερνιόνται και αποσιωπώνται όλα τα σωματικά, ψυχολογικά, και συναισθηματικά τραύματα που έχουν δημιουργηθεί στο ανήλικο θύμα –καθώς και οι αντίστοιχες ηθικές βλάβες, που ακυρώνουν την προσωπικότητά του. Δημιουργείται δε η πλάνη ότι ένας γάμος «αποκατάστασης», θα μπορούσε να βοηθήσει στην επούλωση αυτών των τραυμάτων, ή στην «επανόρθωση» κάθε ηθικής ή άλλης ζημίας που έχει προκληθεί με την κακοποίηση στο θύμα.
Συμφωνώ ότι χρειάζεται αυτή η Σύμβαση. Συγχαίρω το Συμβούλιο της Ευρώπης για το εγχείρημα, και την Ελληνική πλευρά για την κύρωση. Ωστόσο, πρέπει να προβλεφθούν και οι περιπτώσεις όπου γυναίκες, όπως αναφέρει ο χρήστης anon, χρησιμοποιούν ψυχολογική, κυρίως, βία μέσα στην οικογένεια. Ας μην γίνει αυτή η Σύμβαση «όχημα» με το οποίο τέτοιες περιπτώσεις γυναικών προχωρήσουν το ‘αρνητικό’ τους έργο με ψεύδη.
Ένας σοβαρός και πολύ συχνός λόγος σιωπής των γυναικών-θυμάτων βίας από τον σύζυγο ή σύντροφο, κυρίως όταν στην οικογένεια υπάρχουν παιδιά, είναι ότι, σε περίπτωση καταγγελίας και ποινικοποίησης της διαφοράς, η δημόσια δικαστική διαδικασία εκθέτει και το θύμα, αλλά κυρίως τα παιδιά στην κοινωνία, προκαλώντας τους πρόσθετα ψυχικά τραύματα σε ευρύτερο επίπεδο, πέρα από τα ήδη δημιουργηθέντα από τις ενδοοικογενειακές συνθήκες. Το χειρότερο είναι ότι για την ντροπή που τους φορτώνει, δεν τους αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο αυτοάμυνας ή προσωπικής αποκατάστασης, επειδή ο δράστης παραμένει γονιός και τα παιδιά πάντα νοιώθουν ότι σε έναν βαθμό τα αντιπροσωπεύει. Πάγιο αίτημα του γυναικείου κινήματος από την δεκαετία του 1980 ήταν η διεξαγωγή όλων των νομικών διαδικασιών που έπονται της καταγγελίας του θύματος, περιλαμβανομένης και της δίκης του δράστη, να γίνονται με απόρρητο τρόπο, κάτι που προβλέπεται γενικά άλλωστε και από την Σύμβαση της Κων/πολης. Ανάλογα προβλήματα αντιμετωπίζει και η σύζυγος/σύντροφος – θύμα, αλλά και ένα θύμα βιασμού. Σ’ αυτό συμφωνούν ψυχολόγοι και ψυχίατροι. Αυτό τα παλιό αίτημα του απόρρητου χαρακτήρα των νομικών διαδικασιών αποτελεί και την προσωπική μου πρόταση στο πλαίσιο αυτής της διαβούλευσης.
Σας ευχαριστώ θερμά.
Π.Κ. Άρθρα 336 (Βιασμός) και 338 (Κατάχρηση σε ασέλγεια) σε σχέση με το Άρθρο 36 της Σύμβασης
Χρειάζεται να διευρυνθεί ο ορισμός των άρθρων με την πρόσθεση διατύπωσης περί μη συναίνεσης: που θα διευκρινίζει ότι βιασμός και κατάχρηση σε ασέλγεια συντελείται με τη διάπραξη μη συναινετικής συνουσίας ή άλλης ασελγούς μη συναινετικής πράξης σεξουαλικού χαρακτήρα.
Δηλαδή, πρέπει να καθίσταται σαφές ότι κάθε μη συναινετική σεξουαλική πράξη αποτελεί ποινικό αδίκημα (όπως ορίζει το άρθρο 36 της Σύμβασης) ακόμα και εάν δεν υπάρχει σωματική βία, απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου ή ανικανότητα του θύματος να αντισταθεί εξαιτίας παραφροσύνης ή άλλης αιτίας (που είναι οι μόνες περιπτώσεις που λαμβάνουν υπόψη τους τα άρθρα 336 & 338 του ΠΚ).
Η τροποποίηση για το αρ.310 παρ.4 έχει δυο προβλήματα. Πρώτον δεν υπάρχει κανένας λόγος να περιορίζεται μόνο στις γυναίκες. Θα πρέπει να διατυπώνεται χωρίς φύλο μιας και η τιμωρούμενη πράξη είναι πιθανή από κάθε φύλο. Εξάλλου υπάρχει και πρόβλημα συνταγματικότητας καθώς εισάγεται αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ των φύλων. Δεύτερον, εφόσον δεν απειλείται διαφορετική ποινή τότε ή διευκρίνιση «ενήλικη ή ανήλικη» είναι περιττή. Πρόκειται για νόμο όχι για έκθεση ιδεών, οπότε τέτοιες περιττές διευκρινίσεις είναι άχρηστες.
Γιατί αναφέρει ως θύματα μόνο γυναίκες; Πιο σεξιστικό Νομοσχέδιο πεθαίνεις
1. Η διάταξη της παρ. 4, διατυπώνεται κατ’ αντιστοιχίαν προς το άρ. 301 Π.Κ., προϋπόθεση δε του αξιοποίνου εκεί είναι η αδυναμία της έννομης τάξης να αντιμετωπίσει ποινικά τον αυτόχειρα. Το ίδιο θα μπορούσε να δεχθεί κανείς και εν προκειμένω, μόνον όμως ως προς τον ενήλικο που αυτοακρωτηριάζεται. Όταν ετεροακρωτηριάζεται η πράξη του δράστη είναι αξιόποινη, ακόμα και αν γίνεται με την συναίνεση του θύματος, αφού πρόκειται για πρόκληση βαρειάς σωματικής βλάβης. Η κατάπειση σε τέτοιου είδους ανοχή σε ετεροακρωτηριασμό συνιστά συνέργεια σε βαριά σωματική βλάβη, άρα δεν χρειάζεται ειδική πρόβλεψη εν προκειμένω.
Στην περίπτωση όμως του ανηλίκου η έννομη τάξη οφείλει να επέμβει δραστικότερα, αφού η ανηλικότητα του θύματος το εμποδίζει να συνειδητοποιήσει την βαρύτητα της βλάβης που επιφέρει το ίδιο στο σώμα του ή αφήνει άλλους να του επιφέρουν. Η παρότρυνση, η υποκίνηση ή ο εξαναγκασμός σε τέτοιου είδους πράξεις (υπαλλαγές τελέσεως που προβλέπονται στο άρ. 38 περ. β και γ της υπό κύρωση Σύμβασης) δεν καλύπτονται από την διάταξη της παρ. 4, μεταξύ των άλλων και διότι κατ’ αυτήν πρέπει να έχει τελεστεί ήδη τουλάχιστον απόπειρα του εγκλήματος (οπότε είναι ήδη πολύ αργά για παροχή οποιασδήποτε προστασίας στο ανήλικο θύμα!). Μάλιστα η εν λόγω διάταξη ενδέχεται, λόγω ειδικότητας, να οδηγήσει και σε ηπιότερη ποινική μεταχείριση του ηθικού αυτουργού της πράξης σε βάρος ανηλίκου, κατ’ εξαίρεση προς το άρ. 46 παρ. 1 περ. β΄ Π.Κ. (σημειώνεται σχετικά ότι η ανηλικότητα δεν είναι έννομο αγαθό του οποίου φορέας είναι ο ίδιος ο ανήλικος, αλλά όποιος έχει την επιμέλειά του).
2. Η κατάπειση ανήλικης να προβεί σε ακρωτηριασμό επί του σώματός της δεν προσφέρει ικανοποιητική προστασία στα θύματα, αλλά μάλλον ωφελεί τους δράστες, διότι:
α) δεν θα τιμωρούνται με βάση την διάταξη αυτή, αν και το ίδιο το θύμα, λόγω των θρησκευτικών πεποιθήσεών του ή των κοινωνικών συνθηκών «πιστεύει» και το ίδιο ότι είναι επιβεβλημένος ο ακρωτηριασμός τού σώματός του, οπότε ο δράστης με την πράξη του απλώς θα ενισχύει μια ήδη ειλημμένη απόφαση του θύματος (απλή ψυχική συνέργεια) και
β) η φράση «κατέπεισε» δεν περιγράφει ακριβώς τον απαξιολογούμενο ρόλο του δράστη, αν ιδίως σκεφθεί κανείς σε ποιαν ηλικία βρίσκονται συνήθως οι ανήλικες που ενδιαφέρει εν προκειμένω να προστατευθούν.