1. Ο διαμεσολαβητής δεν επιτρέπεται να αναλάβει εργασία και, εάν την έχει ήδη αναλάβει δεν επιτρέπεται να τη συνεχίσει, εάν προηγουμένως δεν καταστήσει γνωστές τις τυχόν περιστάσεις οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν ή να δώσουν την εντύπωση ότι επηρεάζουν την ανεξαρτησία του.
2. Ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να μην αναλάβει καθήκοντα και, εάν έχει ήδη αναλάβει, να μην εξακολουθήσει να τα ασκεί, σε περίπτωση σύγκρουσης των συμφερόντων του με τη διαμεσολάβηση.
Σύγκρουση συμφερόντων υπάρχει, ιδίως, στις περιπτώσεις:
α) προσωπικής ή επαγγελματικής σχέσης του διαμεσολαβητή με ένα από τα μέρη ή τους δικηγόρους τους ή λήψης αμοιβής στο παρελθόν για παροχή υπηρεσιών σε οποιοδήποτε από τα μέρη.
β) οποιουδήποτε οικονομικού ή άλλου συμφέροντος, άμεσου ή έμμεσου, από την έκβαση της διαμεσολάβησης
γ) ανάμιξης του διαμεσολαβητή, κατά οποιοδήποτε τρόπο, στο αντικείμενο της διαφοράς,
δ) ενέργειας, κατά το παρελθόν, του ίδιου του διαμεσολαβητή ή συνεργάτη του ή άλλου στελέχους της εταιρίας για την οποία εργάζεται, για κάποιο από τα μέρη, με ιδιότητα άλλη πλην του διαμεσολαβητή
ε) οποιασδήποτε μορφής επαγγελματικής συνεργασίας του διαμεσολαβητή με φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εμπλέκονται στην παροχή συμβουλών σε ένα από τα συμμετέχοντα μέρη για θέματα που αφορούν το αντικείμενο της διαμεσολάβησης
3. Ο διαμεσολαβητής υποχρεούται πριν την ανάληψη των καθηκόντων του να γνωστοποιήσει στα μέρη εάν συντρέχει περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων. Την ίδια υποχρέωση έχει και εάν αναφανεί τέτοια περίπτωση μετά την ανάληψη των καθηκόντων του και κατά τη διεξαγωγή της διαμεσολάβησης.
4. Σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ο διαμεσολαβητής επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση να αναλάβει καθήκοντα και, εάν τα έχει ήδη αναλάβει να εξακολουθήσει να τα ασκεί, μόνο με τη ρητή συγκατάθεση των μερών και εφόσον είναι βέβαιος ότι είναι σε θέση να διεξαγάγει τη διαμεσολάβηση με τρόπο που να μην υπονομεύει την ακεραιότητα της διαδικασίας.
5. Μετά την περάτωση της διαμεσολάβησης και ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της, δεν επιτρέπεται στο διαμεσολαβητή να επιληφθεί υπό άλλη επαγγελματική ιδιότητα για τη συγκεκριμένη υπόθεση, στην οποία άσκησε καθήκοντα διαμεσολαβητή, μεταξύ των ιδίων μερών.
Ως προς το άρθρο 13 παρ. 2 περιπτ. α΄: Οι προσωπικές, συναδελφικές και κοινωνικές σχέσεις του διαμεσολαβητή με τα μέρη ή τους δικηγόρους τους δεν μπορεί να συνιστά per se σύγκρουση συμφερόντων. Θα τίθεται θέμα σύγκρουσης συμφερόντων, μόνον εφόσον έχει υπάρξει οικονομική συναλλαγή του διαμεσολαβητή με κάποιο από τα μέρη. Η περίπτωση δε αυτή προβλέπεται και καλύπτεται από τις επόμενες περιπτώσεις και για το λόγο αυτό θα πρέπει η περιπτ. α΄ να απαλειφθεί.
Στο άρθρο 13 παρ.1, τα ίδια σχόλια με αυτά για το άρθρο 12 παρ.1 εδάφ.β.
Προς αποφυγή επαναλήψεων συμφωνώ με την άποψη της ΙΩΑΝΝΑΣ και προσθέτω ότι γιατί θα πρέπει να προβλεφθεί στον όρο 5 ότι στο αόριστο μέλλον «δεν επιτρέπεται στο διαμεσολαβητή να επιληφθεί υπό άλλη επαγγελματική ιδιότητα για τη συγκεκριμένη υπόθεση, στην οποία άσκησε καθήκοντα διαμεσολαβητή, μεταξύ των ιδίων μερών.»
Θεωρώ ότι και εδώ θα πρέπει να υπάρχει ένας χρονικός περιορισμός στην ισχύ της απαγόρευσης του διαμεσολαβητή να δημιουργήσει επαγγελματική σχέση με οιοδήποτε από τα μέρη.
Πέραν, όμως αυτού, ποίες είναι οι συνέπειες για τον διαμεσολαβητή και το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησής του αν αυτός, κατά παράβαση του όρου 5, δημιουργήσει επαγγελματική σχέση με οιοδήποτε από τα μέρη;
Η έλλειψη χρονικού περιορισμού αναφορικα με τυχόν παρελθούσες επαγγελματικές σχέσεις στις παραγράφους 2α και 2β κρίνεται ιδιαίτερα ανεπιεκής.
Περαιτέρω, η γενικότητα της διατύπωσης αναφορικά με την προϋπόθεση μη ύπαρξης προσωπικής σχέσης του διαμεσολαβητή όχι μόνο με τα μέρη, αλλά και με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους (2α), καθιστά αυτήν ιδιαίτερα προβληματική στους περιφερειακούς – μικρούς δικηγορικούς συλλόγους και ουσιαστικά αποκλείει τους διαμεσολαβητές, που φέρουν παράλληλα και την ιδιότητα του δικηγορου, ευνοώντας τους λοιπούς κλάδους. Ως εκ τούτου θα πρέπει να απαλειφθεί το συγκεκριμένο εδάφιο.
Η προσθήκη της παραγράφου 5 απαραίτητη. Υπήρχε ένα κενό στον προηγούμενο νόμο. Η προσθήκη της παραγράφου εξασφαλίζει ακόμη περισσότερο την εχεμύθεια, την εμπιστευτικότητα του θεσμού της διαμεσολάβησης.
Γενικά το σχέδιο νόμου είναι πολύ βελτιωμένο σε σχέση με το Ν.3898 και δίνει απαντήσεις σε αρκετά ασαφή σημεία του προηγούμενου νόμου.
H μόνη μου παρατήρηση αφορά το άρθρο 13 «ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ-ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ» παράγραφο 2 δ.
Στην παράγραφο δ όπου προβλέπεται ως σύγκρουση συμφερόντων το να έχει ενεργήσει κάποιος κατά το παρελθόν για κάποιο από τα μέρη με άλλη ιδιότητα πλην αυτή του διαμεσολαβητή, θα πρέπει να αντικατασταθεί το «κατά το παρελθόν» με κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα του παρελθόντος όπως πχ «κατά την τελευταία 4ετία» ή «κατά την τελευταία 5ετία».
Αν πάρουμε ως παράδειγμα ότι ένα από τα μέρη που συμμετέχουν στη διαμεσολάβηση θα μπορούσε να είναι ένα μεγάλος οργανισμός (πχ. Τράπεζα, ΔΕΚΟ, Εταιρεία Δημοσίου)δεν μπορεί κάποιος δικηγόρος που συνεργάστηκε κατά το παρελθόν με μία ΔΕΚΟ ή μία Τράπεζα πριν από πχ 5 χρόνια να μην μπορεί να αναλάβει σήμερα μια διαμεσολάβηση που σχετίζεται με το συγκεκριμένο οργανισμό. Αντίστοιχα δεν είναι δυνατόν πχ ένας πρώην δημόσιος υπάλληλος που έχει παραιτηθεί από το Δημόσιο πριν 4 ή 5 χρόνια να μην μπορεί σήμερα να αναλάβει μια υπόθεση στην οποία ενέχεται κάποια υπηρεσία του Δημοσίου.
Αντίθετα, η εμπειρία των διαμεσολαβητών αυτών που έχουν εργαστεί για τέτοιους οργανισμούς θα είναι πράγματι χρήσιμη στη διεκπεραίωση αντίστοιχων διαμεσολαβήσεων.