1. Οι διαμεσολαβητές πρέπει να είναι: α) απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή κάτοχοι ισοδύναμου πτυχίου της αλλοδαπής, β) εκπαιδευμένοι από Φορέα εκπαίδευσης διαμεσολαβητών αναγνωρισμένο από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης ή κάτοχοι τίτλου διαπίστευσης από άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γ)
διαπιστευμένοι από αυτήν και εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Διαμεσολαβητών που τηρείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην περίπτωση κατά την οποία απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή κάτοχος ισοδύναμου πτυχίου της αλλοδαπής είναι και κάτοχος μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου ΑΕΙ ή ισοδυνάμου τίτλου της αλλοδαπής, με αντικείμενο την διαμεσολάβηση, δεν απαιτείται, προκειμένου να διαπιστευθεί, περαιτέρω εκπαίδευσή του από Φορέα εκπαίδευσης διαμεσολαβητών, ούτε συμμετοχή του στις εξετάσεις.
2. Ο διαμεσολαβητής αναλαμβάνει καθήκοντα μόνο εφόσον κατά την κρίση του, μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της συγκεκριμένης διαμεσολάβησης σύμφωνα με την κατάλληλη επαγγελματική κατάρτιση, την πρακτική εξάσκηση και τις δεξιότητες που κατέχει.
3. Ο διαμεσολαβητής διεξάγει τη διαμεσολάβηση τηρώντας τον κώδικα δεοντολογίας.
4. Ο διαμεσολαβητής δύναται να προβάλει τις υπηρεσίες που προσφέρει, υπό τον όρο ότι ενεργεί κατά τρόπο επαγγελματικό, ειλικρινή και αξιοπρεπή.
Σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 3898/2010 ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό το οποίο περιέχει μεταξύ άλλων τη συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη, καθώς και την αιτία της διαφοράς. Μετά το πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης το πρακτικό υπογράφεται από τον διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Το πρωτότυπο αυτού κατατίθεται, εφόσον ένα τουλάχιστον των μερών το ζητήσει, με επιμέλεια του διαμεσολαβητή στη γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας, όπου διεξήχθη η διαμεσολάβηση. Σε περίπτωση αποτυχίας της διαμεσολάβησης το πρακτικό μπορεί να υπογράφεται μόνο από τον διαμεσολαβητή. Από την κατάθεση στη γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου το πρακτικό διαμεσολάβησης, εφόσον περιέχει συμφωνία των μερών για ύπαρξη αξίωσης που μπορεί να εκτελεσθεί αναγκαστικά, αποτελεί εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με το άρθρο 904 παράγραφος 2 εδάφιο γ`ΚΠολΔ.
Όπως είναι προφανές πρόκειται για διαδικασία απονομής δικαιοσύνης, κατά την άσκηση της οποίας ο Διαμεσολαβητής θα πρέπει απαραίτητα να είναι δικηγόρος, αφού απαιτούνται ειδικές νομικές γνώσεις για τη διακρίβωση της δικαστικής διαφοράς στην οποία θα αφορά η διαμεσολάβηση και την υπαγωγή της στη διαδικασία αυτή, τη σύνταξη της νομικής αιτίας της διαφοράς και των υπαγομένων σε αυτή αιτημάτων και πραγματικών περιστατικών και η σύνταξη πρακτικού εκτελεστού για τις αστικές απαιτήσεις.
Συνεπώς η πρόταση για την άσκηση του επαγγέλματος του Διαμεσολαβητή από πτυχιούχο οποιασδήποτε σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και η δυνατότητα άσκησης του επαγγέλματος από ενώσεις προσώπων θα οδηγήσει σε ιδιωτικοποίηση της δικαιοσύνης και στην απονομή της από μη νομικούς. Δημιουργείται ένα παραδικαστήριο, με φορέα ιδιώτη, ο οποίος θα λαμβάνει υποχρεωτικά αμοιβή ανεξάρτητα αν λυθεί η διαφορά. Ο ιδιωτικός δε φορέας, που θα είναι οποιαδήποτε ένωση προσώπων, δεν παρέχει τα εχέγγυα της αντικειμενικής άσκησης δικαιοδοτικής λειτουργίας.
Η υποχρεωτικότητα του θεσμού ως υποχρεωτική προδικασία επιβαρύνει τον ιδιώτη διάδικο, αφού σε περίπτωση αποτυχίας της προσπάθειας διαμεσολάβησης θα έχει επιβαρυνθεί και το κόστος της διαδικασίας πριν την προσφυγή στα Δικαστήρια, δυσχεραίνοντας έτσι όλη τη δυνατότητα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη.
Η εκπαίδευση και πιστοποίηση των διαμεσολαβητών γίνεται από ιδιωτικούς φορείς με σημαντικό κόστος για τον εκπαιδευόμενο. Δημιουργείται έτσι ένα κλειστό επάγγελμα, σε αντίθεση με την προσπάθεια ανοίγματος των επαγγελμάτων.
Οι δικηγόροι όμως δεν έχουν ανάγκη ιδιαίτερης εκπαίδευσης και πιστοποίησης για την με Διαμεσολάβηση σε αστικές υποθέσεις, αφού ήδη είναι κάτοχοι άδειας άσκησης επαγγέλματος που έχει χορηγηθεί από το Ελληνικό Κράτος στην άσκηση του επαγγέλματος παράστασης σε αυτές τις υποθέσεις.
Θα πρέπει σε κάθε δε περίπτωση να πιστοποιηθούν με το νέο νόμο οι δικηγορικοί σύλλογοι ως φορείς εκπαίδευσης διαμεσολαβητών, με τη δυνατότητα πρόσληψης ως εκπαιδευτών ήδη πιστοποιημένων διαμεσολαβητών ώστε να μειωθεί το κόστος της σχετικής εκπαίδευσης για κάθε ενδιαφερόμενο δικηγόρο
Η κατάρτιση του διαμεσολαβητή, οι δεξιότητες του, η εμπειρία του, οι σπουδές του και η επιμόρφωση του πρέπει να αποτελούν σημαντικό κριτήριο επιλογής για τα μέρη.
Ο διαμεσολαβητής που βοηθάει τα μέλη να επιλύσουν τις διαφορές τους είναι απαραίτητο να είναι εξειδικευμένος σε ειδικής φύσεως θέματα, π.χ. δικηγόρος σε τραπεζικό δίκαιο και ΟΧΙ μόνο γενικής δικηγορίας ή εμπορικό δίκαιο, οικονομολόγος ή λογιστής σε τραπεζική οικονομική εξειδίκευση και ΟΧΙ γενικά οικονομικά ή λογιστικά θεμάτα, εκπαιδευτικός να συμμετέχει στην σχολική διαμεσολάβηση και όχι δικηγόρος ή οικονομολόγος ή οτιδήποτε άλλο, εφόσον πραγματικά θέλουμε την εφαρμογή του θεσμού με επιτυχία, προάγοντας τις ανθρώπινες σχέσεις.
Το άρθρο 11 είναι απλό παράδειγμα νομοθέτησης χωρίς ουσία: Όταν οι αναφερόμενες στο άρθρο 5 διαφορές είναι στην πλειοψηφία τους τεχνικής φύσεως και απαιτούν ιδιαίτερες νομικές γνώσεις, θα έβλεπα με επιεική συμπάθεια οποιονδήποτε διαπιστευμένο διαμεσολαβητή δεν κατέχει πτυχίο νομικής σχολής. Ο γενικός όρος «απόφοιτοι τριοτοβάθμιας εκπαίδευσης» είναι ανακριβής και η 3η παράγραφος δεν αρκεί – σπάνια μεσολαβητής θα δηλώσει αδυναμία που συνεπάγεται ότι δεν θα εισπράξει τη σχετική αμοιβή.
α.- ο διαμεσολαβητής πρέπει να έχει αποδεδειγμένα βαθιά γνώση του ευρύτερου αντικειμένου των διαφορών στις οποίες θα κληθεί να μεσολαβήσει. Η πιστοποίηση στη διαδικασία διαμεσολάβησης δεν υποκαθιστά την απαιτούμενη είτε επιστημονική κατάρτιση είτε την μακρά προϋπηρεσία στο αντικείμενο. Το γνωστικό αντικείμενο, η ηλικία και το προσωπικό κύρος του διαμεσολαβητή πρέπει να μπορεί να «αντιπαρατεθεί» στο αντίστοιχο των δικηγόρων και τεχνικών συμβούλων που θα εμφανιστούν μπροστά του.
β.- θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στα μέρη να επιλέγουν εκτός καταλόγου, οποιονδήποτε δικηγόρο παρ΄ αρείω πάγω της αρεσκείας τους ως διαμεσολαβητή.