1. Ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό διαμεσολάβησης που πρέπει να περιέχει:
α) το ονοματεπώνυμο, τον αριθμό φορολογικού μητρώου και τον αριθμό μητρώου κοινωνικής ασφάλισης του διαμεσολαβητή,
β) τον τόπο και το χρόνο της διαμεσολάβησης,
γ) τα πλήρη στοιχεία των μερών που προσέφυγαν στη διαμεσολάβηση καθώς και τα ονόματα των πληρεξούσιων δικηγόρων τους,
δ) τη συμφωνία με την οποία τα μέρη προσέφυγαν στη διαμεσολάβηση,
ε) τα πλήρη στοιχεία τυχόν άλλων προσώπων τα οποία μετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης,
στ’) τη συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη κατά τη διαμεσολάβηση ή τη διαπίστωση της αποτυχίας της διαμεσολάβησης.
2. Μετά το πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης, το πρακτικό υπογράφεται από τον διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους και κάθε μέρος δικαιούται να παραλάβει από ένα ισόκυρο πρακτικό, το οποίο και δύναται να καταθέσει οποτεδήποτε, αποκλειστικά, στην γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου που έλαβε χώρα η διαμεσολάβηση. Κατά την κατάθεση υποβάλλεται παράβολο ποσού πενήντα (50) ευρώ, το ύψος του οποίου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η δαπάνη για το παράβολο βαρύνει τον καταθέτη, εκτός και αν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά.
3. Σε περίπτωση αποτυχίας της διαμεσολάβησης, το πρακτικό μπορεί να υπογράφεται μόνο από το διαμεσολαβητή, ο οποίος οφείλει να μνημονεύσει ότι τα μέρη δεν κατέληξαν σε συμφωνία.
4. Από την κατάθεση στην γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου, το πρακτικό διαμεσολάβησης, εφόσον περιέχει συμφωνία των μερών για ύπαρξη αξίωσης που μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά, αποτελεί τίτλο εκτελεστό σύμφωνα με το εδάφιο γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 904 του ΚΠολΔ. Το απόγραφο για την εκτέλεση εκδίδεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 915 έως 918 του ΚΠολΔ, από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, στη γραμματεία του οποίου κατετέθη το πρακτικό διαμεσολάβησης, χωρίς να επιβάλλονται άλλα έξοδα υπέρ του Δημοσίου στον επισπεύδοντα διάδικο.
5. Εάν η συμφωνία που περιέχεται στο πρακτικό διαμεσολάβησης περιλαμβάνει και διατάξεις που αφορούν δικαιοπραξίες οι οποίες υπόκεινται εκ του νόμου σε συμβολαιογραφικό τύπο, οι διατάξεις αυτές πρέπει να περιβληθούν το συμβολαιογραφικό τύπο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται όλες οι ρυθμίσεις που διέπουν τη σύνταξη τέτοιων συμβολαιογραφικών εγγράφων καθώς και τη μεταγραφή τους.
Το πρακτικό πρέπει να συντάσσεται από τους δικηγόρους των μερών και όχι από το διαμεσολαβητή, όπως αναφέρεται στην παρ. 1.
Πρέπει να αναγραφεί ρητώς πως το πρακτικό κατατίθεται στη Γρμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου από το Διαμεσολαβητή, υποχρεωτικά εφόσον το ζητήσει ένα εκ των εμπλεκομένων μερών, διότι τούτο δεν προκύπτει ρητώς.
Το πρακτικό διαμεσολάβησης πρέπει να κατατίθεται στην γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου που έλαβε χώρα η διαμεσολάβηση από τον διαμεσολαβητή (κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον ενός των μερών) και μετά να δίδεται επίσημο αντίγραφο στα μέρη.
Αμφότερα το πρακτικό διαμεσολάβησης και πρακτικό δικαστικής μεσολάβησης είναι εκτελεστοί τίτλοι και απολύτως ισοδύναμα. Όμως η διάταξή του άρθρου 7 παρ. 5 παραδόξως αφαιρεί «φωτογραφικά» από το πρακτικό διαμεσολάβησης την ισχύ του ως τίτλου προς μεταγραφή, καθώς και ως τίτλου προς εγγραφή ή εξάλειψη υποθήκης σε περίπτωση που περιέχει επίλυση διαφοράς σχετικής με ακίνητα. Ενδεικτικά, αναφέρομαι σε υποθέσεις διανομής ακινήτων, εγγραφής και εξάλειψης υποθήκης, όπου τα συμβολαιογραφικά κόστη είναι εξαιρετικά υψηλά καθώς διαμορφώνονται αναλογικά με την αξία των ακινήτων και του ποσού της υποθήκης. Θα πρέπει το πρακτικό διαμεσολάβησης να συνιστά τίτλο προς μεταγραφή και να μην υποχρεώνονται τα μέρη σε περαιτέρω συμβολαιογραφικές πράξεις. Έτσι όπως τίθεται η διατύπωση επιβαρύνει τους πολίτες με υπερβολικά έξοδα για χάρη εξυπηρέτησης συντεχνιακών συμφερόντων ενώ σκοπός της διαμεσολάβησης είναι η μείωση του χρηματικού κόστους επίλυσης των διαφορών τους και της εκτέλεσης του περιεχομένου της συμφωνίας τους.
Στο άρθρο 7 παρ.1 γιατί πάλι βάζουμε το διαμεσολαβητή να συντάσσει το πρακτικό διαμεσολάβησης; Το πρακτικό συντάσσεται πάντα από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των μερών και ελέγχεται για την πληρότητά του και σωστή απόδοση της συμφωνίας από το διαμεσολαβητή.
Στο άρθρο 7 παρ.1 εδάφ. γ, και προκειμένου να μην υπάρχει σύγχυση με το εδάφιο στ΄ θα ήταν καλύτερο να αναφερθεί ως συμφωνία υπαγωγής, όπως παραπάνω στο νόμο αναφέρεται
Στην παράγραφο 1 στ : ενώ το άρθρο έχει τίτλο την εκτελεστότητα της συμφωνίας, κάνει αναφορά και στην περίπτωση αποτυχίας της διαδικασίας. Επίσης χρησιμοποιείται ένας κοινός όρος (Πρακτικό Διαμεσολάβησης) και για τις δύο περιπτώσεις (συμφωνίας & αποτυχίας). Θεωρούμε πως για λόγους σαφήνειας α) θα ήταν χρήσιμο να διαχωριστεί το αποτέλεσμα σε Πρακτικό Συμφωνίας και Πρακτικό Αποτυχίας β) να διαμορφωθεί ο τίτλος του άρθρου ανάλογα και γ) να διαχωριστούν σε δύο ενότητες οι διαδικασίες και συνέπειες του κάθε αποτελέσματος (συμφωνίας – αποτυχίας)
Νομοτεχνικά,
Στον όρο 1.α. γιατί πρέπει να περιλαμβάνονται και ο ΑΦΜ και ο ΑΜΚΑ του διαμεσολαβητή;
Στον όρο 1.γ. θα πρέπει να προσδιορισθούν με σαφήνεια τα στοιχεία των μερών και των τρίτων που έχουν λάβει μέρος στην διαμεσολάβηση προς αποφυγή ακυροτήτων ή αμφιβολιών.Επίσης για τα μέρη και τους δικηγόρους δεν απαιτούνται ο ΑΦΜ και ο ΑΜΚΑ;
Στον όρο 3, σύμφωνα με τον οποίο ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να υποβάλει το πρακτικό της αποτυχίας στην γραμματεία του Πρωτοδικείου, θα απαιτείται ή όχι να καταβάλει το παράβολο των 50€ και αν ναι ποίος θα το επιβαρύνεται αφού η διαμεσολάβηση απέτυχε και τα μέρη έφυγαν χωρίς να έχουν καταβάλει το ποσόν των 50€. Προτείνω σε περίπτωση αποτυχίας το πρακτικό να υποβάλλεται στην γραμματεία του Πρωτοδικείου χωρίς την καταβολή του παραβόλου των 50€.
Στον όρο 5, ο οποίος αναφέρεται σε συμφωνία προβλέπουσα δικαιοπραξία υποβαλλόμενη στον συμβολαιογραφικό τύπο, αν τα μέρη δεν δεχθούν να την πραγματοποιήσουν, τότε τι θα απογίνεται το πρακτικό της διαμεσολάβησης; Θα γίνει αγωγή υποχρέωσης του ασυνεπούς μέρους στην δήλωση βουλήσεως ή τι άλλο;
2. Παναγιώτα Λουκάκου Δικηγόρος –Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια
άρθρο 7 παρ.2 Το πρακτικό διαμεσολάβησης πρέπει να κατατίθεται από το διαμεσολαβητή στην γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου μαζί με τα γραμμάτια προκαταβολής εισφορών των δικηγόρων και το παράβολο κατάθεσης και εν συνεχεία να χορηγείται επίσημο αντίγραφο του κατατεθειμένου πρακτικού στα μέρη της διαμεσολάβησης όπως λειτουργεί μέχρι σήμερα στην πράξη .
Το πρακτικό θα πρέπει να κατατίθεται από τον διαμεσολαβητή και όχι από ένα από τα μέρη. Είναι ευθύνη του διαμεσολαβητή, από τη στιγμή που ο νόμος στην Ελλάδα συνδέει το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης με κάτι τόσο σοβαρό όσο η δυνατότητα εκτέλεσης της συμφωνίας, να καταθέσει νόμιμα το πρακτικό. Ορθή η μείωση της αξίας του παραβόλου.
Σύμφωνα με την παράγραφο 1δ του άρθρου αυτού, ο διαμεσολαβητής συντάσσει το πρακτικό διαμεσολάβησης που περιέχει, μεταξύ άλλων, και τη συμφωνία των μερών. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 2 και την παράγραφο 4, το πρακτικό αυτό μπορεί να κατατεθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο και να αποτελέσει εκτελεστό τίτλο.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 14παρ.4α, ο διαμεσολαβητης μπορεί να τερματίσει μονομερως τη διαδικασία αν διαπιστώσει ότι η συμφωνία στην οποία κατατείνουν τα μέρη αντίκειται στα χρηστά ηθη (αόριστη νομική έννοια) και στους κανόνες δημοσίας τάξης.
Ερμηνευτικά συνεπώς προκύπτει ότι κατά την κατάρτιση του πρακτικού διαμεσολάβησης, που μπορει να αποτελέσει εκτελεστό τίτλο, ο διαμεσολαβητής θα πρέπει να ελέγχει τη συμφωνία, ώστε να μην περιλαμβάνει όρους που αντιβαινουν στα χρηστά ήθη και στη δημόσια τάξη.
Ο έλεγχος αυτός καθίσταται προβληματικός και πρακτικά αδύνατος, σε περίπτωση που ο τελευταίος δεν είναι δικηγόρος/νομικός, αλλά έχει έτερη πανεπιστημιακή ειδίκευση, σύμφωνα με το άρθρο 11 του σχεδίου.
Ως εκ τούτου, για να αποφευχθεί να κατατίθενται στο Πρωτοδικείο παράνομες συμφωνίες, οταν αυτό δεν θα ειναι δυνατόν να διασφαλίζεται από τον διαμεσολαβητή – μη νομικό, θα πρέπει να είναι τουλάχιστον υποχρεωτική η παράσταση των μερών με δικηγόρο σε όλες τις υπαγόμενες διάφορες, χωρίς δηλαδή την εξαίρεση των καταναλωτικών διαφορών και των μικροδιαφορών του άρθρου 5.
Το πρακτικό αποτυχίας δεν προβλέπεται να κατατίθεται στη γραμματεία του αρμοδίου Δικαστηρίου, χωρίς δικαιολογητικό λόγο. Η αντιμετώπιση θα πρέπει να είναι ενιαία. Το πρακτικό (επιτυχίας ή αποτυχίας) ή θα κατατίθεται αρμοδίως και θα είναι ένα, υπογεγραμμένο από το διαμεσολαβητή, τους «διαδίκους» και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους ή δε θα κατατίθεται πουθενά και θα εκδίδονται τόσα όσα τα μέρη.
Η πρόβλεψη για κατάθεση του πρακτικού μόνο στη γραμματεία Μονομελούς Πρωτοδικείου δεν έχει δικαιολογητική βάση. Αρμόδια γραμματεία πρέπει να είναι μόνο αυτή του καθ’ ύλην (και κατά τόπον) αρμοδίου δικαστηρίου.
Αμφίβολης πρακτικής αξίας θα έλεγε κανείς πως είναι η διάταξη της παραγράφου 5. Δεδομένου ότι ο νόμος αποδίδει στο πρακτικό της Διαμεσολάβησης ισχύ δικαστικού συμβιβασμού, άλλως τελεσίδικης απόφασης από της καταθέσεώς του στο Πρωτοδικείο, η επιπλέον επιβάρυνση των μερών με συμβολαιογραφικά έξοδα, κρίνεται μάλλον ανεπιεικής για τα μέρη. Μία τελεσίδικη απόφαση διανομής ακινήτου πχ, ή στο πλαίσιο της δικαστικής μεσολάβησης, δεν απαιτεί επιπλέον τη σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου. Γιατί θα πρέπει τούτο να απαιτείται εφόσον η διανομή επιτευχθεί στη βάση εξώδικου συμβιβασμού, ο οποίος εξομοιώνεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση;