Προσφυγή στη διαμεσολάβηση χωρεί:
α) αν τα μέρη συμφωνήσουν να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και πληρούνται οι προϋποθέσεις των προηγουμένων άρθρων,
β) αν τα μέρη κληθούν να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση και συναινούν σε αυτή, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου
γ) αν η υπαγωγή συγκεκριμένης διαφοράς στη διαμεσολάβηση διαταχθεί από δικαστική αρχή άλλου κράτους μέλους και η σχετική υπαγωγή δεν προσβάλλει τα χρηστά ήθη και την Ελληνική δημόσια τάξη
δ) αν η υπαγωγή της διαφοράς στη διαδικασία της διαμεσολάβησης επιβάλλεται από το νόμο
2. Το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί ιδιωτική διαφορά, η οποία είναι δυνατόν να υπαχθεί στη διαδικασία της διαμεσολάβησης σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του προηγουμένου άρθρου, μπορεί, σε κάθε στάση της δίκης, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη, κατά την ελεύθερη κρίση του, όλες τις περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης, να καλεί τα μέρη να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης για να επιλύσουν τη διαφορά. Εφόσον τα μέρη συμφωνούν, η σχετική έγγραφη συμφωνία συμπεριλαμβάνεται στα πρακτικά του Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο αναβάλλει υποχρεωτικά τη συζήτηση της υπόθεσης σε δικάσιμο μετά την πάροδο τριμήνου και όχι πέραν του εξαμήνου, μη συνυπολογιζόμενου του χρονικού διαστήματος των δικαστικών διακοπών. Εφόσον τα διάδικα μέρη ή ένα εξ’ αυτών παρίστανται ενώπιον του Δικαστηρίου δια πληρεξουσίου δικηγόρου, η πληρεξουσιότητα αυτή καλύπτει και την συμφωνία περί υπαγωγής της διαφοράς στη διαμεσολάβηση.
3. Η υπαγωγή μίας διαφοράς ιδιωτικού δικαίου στη διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν αποκλείει σε καμία περίπτωση τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για αυτήν σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
4. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων του κατά το εδάφιο α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 25 του Ν. 1756/1988, όπως κάθε φορά ισχύει, δικαιούται να συστήνει σε όσους φιλονικούν, να προσπαθήσουν να επιλύσουν τη διαφορά τους δια του θεσμού της διαμεσολάβησης, όπου αυτό είναι δυνατόν.
1. Για την ανάγκη υποχρεωτικότητας, μάλλον υπάρχει γενικότερη συμφωνία επί της αρχής. Το σ/ν όμως επεκτείνει υπέρμετρα την σχετική πρόνοια (πχ περιπτώσεις ε,η,θ,ι).
2. Οι κυρώσεις για τη μη-συμμετοχή στη διαμεσολάβηση δεν θα πρέπει να περιλαμβάνουν ποινή υπέρ του Δημοσίου, αλλά να περιορίζονται στα δικαστικά έξοδα που προφανώς θα πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικά του πραγματικού κόστους.
3. Στη διαδικασία ορισμού διαμεσολαβητή υπάρχει λογικό άλμα, καθώς ενώ προβλέπεται ορισμός διαμεσολαβητή από τον επισπεύδοντα (αρ. 5 παρ 3 Α), στη συνέχεια γίνεται λόγος για διαφωνία στο πρόσωπο τους διαμεσολαβητή και ορισμό από την Κεντρική Επιτροπή (αρ. 5 παρ. 6), ενώ στο άρθρο 6 υπάρχει η ορθή ρύθμιση περί ορισμού από τα μέρη. Προφανώς υπονοείται ενδιάμεση διαδικασία που δεν ορίζεται. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει και αντίφαση αφού εάν ορίζει ο επισπεύδων (που δεν είναι ορθό) παρέλκουν τα επόμενα βήματα. Η αντίφαση είναι ακόμη μεγαλύτερη με δεδομένο ότι ενώ στο άρθρο 5 φαίνεται αρχικά να υπάρχει ειδική διαδικασία ορισμού για τις υποχρεωτικά υπαγόμενες περιπτώσεις (αρ. 5 παρ. 3Α), στη συνέχεια αυτή ανατρέπεται (αρ. 5 παρ. 5). Η διάταξη του άρθρου 6 ποια σχέση έχει με αυτή του άρ. 5 παρ. 3Α; (γενική προς ειδική ή τι άλλο;).
4. Γενικότερα υπάρχουν διάσπαρτες ασάφειες ή/και αστοχίες στο σ/ν (π.χ. αρ. 2 παρ. 2 «ανεξαρτήτως ονομασίας», παρ. 4 αναφορά μόνο «κράτη μέλη» σε σχέση με τις «διασυνοριακές διαφορές».
5. Επιπλέον υπάρχουν εξαντλητικά αναλυτικές ρυθμίσεις που εάν πρέπει να γίνουν, ορθότερο είναι να περιληφθούν σε υπουργική απόφαση.
6. Τα θέματα ρύθμισης του «επαγγέλματος» είναι επίσης κρίσιμα και απαιτείται προσοχή. Ιδιαίτερα η θέσπιση «Κεντρικής Επιτροπής» και οι συγκεκριμένες της αρμοδιότητες.
Συνεπώς ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις, το σ/ν απαιτεί σημαντική περαιτέρω επεξεργασία με σκοπό να λύσει και όχι να δημιουργήσει προβλήματα.
Άρθρο 4 παρ 3.
Να αποκλείονται τα ασφαλιστικά μέτρα κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης, δεδομένου ότι αποτελεί παρέμβαση για το αποτέλεσμα της.
3. Η υπαγωγή μίας διαφοράς ιδιωτικού δικαίου στη διαδικασία της διαμεσολάβησης αποκλείει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για αυτήν.
Σχετικά με την παράγραφο 2: πρότασή μας είναι να αντικατασταθεί η ενότητα «……να καλεί τα μέρη να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης για να επιλύσουν τη διαφορά. Εφόσον τα μέρη συμφωνούν, η σχετική έγγραφη συμφωνία συμπεριλαμβάνεται στα πρακτικά του Δικαστηρίου» με την ενότητα «……να διατάξει τα μέρη να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης για να επιλύσουν τη διαφορά τους, με τη σχετική έγγραφη συμφωνία τους να συμπεριλαμβάνεται στα πρακτικά του Δικαστηρίου». Σε πολλές δικαιοδοσίες (Αμερική, Αυστραλία, Αγγλία κλπ) είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη η πρακτική των δικαστών να διατάσσουν τα μέρη να δοκιμάσουν να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση πριν προχωρήσει δικαστικά η επίλυση της διαφοράς τους. Θεωρούμε λοιπόν πως οι δικαστές, οι οποίοι γνωρίζουν τα δεδομένα της υπόθεσης που καλούνται να δικάσουν και άρα μπορούν να κρίνουν αν η διαμεσολάβηση ενδείκνυται ως διαδικασία επίλυσης, θα πρέπει να έχουν δικαίωμα επιβολής της διαδικασίας και όχι απλά πρόσκλησης των μερών σε αυτήν.
Διαφωνούμε με την υποχρεωτικότητα της Διαμεσολάβησης, όπως διατυπώνεται στο προτεινόμενο νομοσχέδιο. Προτείνουμε να καταστεί υποχρεωτική η προσφυγή σε έναν από τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών, και όχι μόνον στη Διαμεσολάβηση, ώστε να εναπόκειται στη βούληση του πολίτη και την ελευθερία του να επιλέξει, πριν ζητήσει έννομη προστασία από τα δικαστήρια, τον τρόπο με τον οποίον θα προσεγγίσει τον αντίδικό του.
Το άρθρο 4 του νομοσχεδίου προτείνεται να διατυπωθεί ως εξής:
Προσφυγή στη διαμεσολάβηση χωρεί:
α) αν τα μέρη συμφωνήσουν να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και πληρούνται οι προϋποθέσεις των προηγουμένων άρθρων,
β) αν τα μέρη κληθούν να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση και συναινούν σε αυτή, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου
γ) αν η υπαγωγή συγκεκριμένης διαφοράς στη διαμεσολάβηση διαταχθεί από δικαστική αρχή άλλου κράτους μέλους και η σχετική υπαγωγή δεν προσβάλλει τα χρηστά ήθη και την Ελληνική δημόσια τάξη
δ) αν η υπαγωγή της διαφοράς στη διαδικασία της διαμεσολάβησης επιβάλλεται από το νόμο
2. Το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί ιδιωτική διαφορά, η οποία είναι δυνατόν να υπαχθεί στη διαδικασία της διαμεσολάβησης σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του προηγουμένου άρθρου, μπορεί, σε κάθε στάση της δίκης, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη, κατά την ελεύθερη κρίση του, όλες τις περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης, να καλεί τα μέρη να προσφύγουν σε διαδικασία εναλλακτικού τρόπου επίλυσης της διαφοράς (διαμεσολάβησης, δικαστικής μεσολάβησης κλπ.), που παρέχεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή τον παρόντα νόμο. Εφόσον τα μέρη συμφωνούν, η σχετική έγγραφη συμφωνία συμπεριλαμβάνεται στα πρακτικά του Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο αναβάλλει υποχρεωτικά τη συζήτηση της υπόθεσης σε δικάσιμο μετά την πάροδο τριμήνου και όχι πέραν του εξαμήνου, μη συνυπολογιζόμενου του χρονικού διαστήματος των δικαστικών διακοπών. Εφόσον τα διάδικα μέρη ή ένα εξ’ αυτών παρίστανται ενώπιον του Δικαστηρίου δια πληρεξουσίου δικηγόρου, η πληρεξουσιότητα αυτή καλύπτει και την συμφωνία περί υπαγωγής της διαφοράς σε εναλλακτικό τρόπο επίλυσης.
3. Η υπαγωγή μίας διαφοράς ιδιωτικού δικαίου σε εναλλακτικό τρόπο επίλυσης δεν αποκλείει σε καμία περίπτωση τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για αυτήν σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
4. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων του κατά το εδάφιο α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 25 του Ν. 1756/1988, όπως κάθε φορά ισχύει, δικαιούται να συστήνει σε όσους φιλονικούν, να προσπαθήσουν να επιλύσουν τη διαφορά τους δια του θεσμού της διαμεσολάβησης, όπου αυτό είναι δυνατόν.
Η λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά τη διαδικασία απόπειρας διαμεσολάβησης κρίνεται άστοχη αφού αν υπάρχει δικαστική αντιδικία σε εξέλιξη είναι προφανώς μάταια η οποιαδήποτε απόπειρα εξώδικης λύσης της διαφοράς.
‘Αρθρο 4
– Προσθήκη στο στοιχείο α της παρ. 1 «πριν ή κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας» ώστε η διατύπωση να έχει ως εξής
Προσφυγή στη διαμεσολάβηση χωρεί:
α) «πριν ή κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας» αν τα μέρη συμφωνήσουν να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και πληρούνται οι προϋποθέσεις των προηγουμένων άρθρων,…
– Στην παρ. 2 να γίνουν οι εντός εισαγωγικών («…»)διορθώσεις:
2. … Εφόσον τα μέρη συμφωνούν, η σχετική («έγγραφη συμφωνία συμπεριλαμβάνεται» διαγράφεται) «δήλωσή τους για συμφωνία προσφυγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης καταχωρίζεται» στα πρακτικά του Δικαστηρίου. … Εφόσον τα διάδικα μέρη ή ένα εξ’ αυτών παρίστανται ενώπιον του Δικαστηρίου δια πληρεξουσίου δικηγόρου, η πληρεξουσιότητα αυτή καλύπτει και την συμφωνία περί υπαγωγής της διαφοράς στη διαμεσολάβηση. «Η εξουσία για δήλωση συμφωνίας υπαγωγής της διαφοράς στη διαμεσολάβηση δεόν υποχρεωτικώς συμπεριλαμβάνεται στο περιεχόμενο της Πληρεξουσιότητας των αρ. 96 και 97 ΚΠολΔ».
Στην τελευταία περίπτωση πρέπει να γίνει και σχετική τροποποίηση των οικείων άρθρων του ΚΠολΔ.