1. Η Αρχή εξυπηρετείται από Γραμματεία. Η πρόσληψη και η υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων της διέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν εκάστοτε για το προσωπικό των ανεξάρτητων αρχών. Ειδικά η πρόσληψη του Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού γίνεται από την Αρχή, με διαγωνισμό, ύστερα από σχετική προκήρυξη. Η επιτροπή του διαγωνισμού συγκροτείται με απόφαση του προέδρου της Αρχής και αποτελείται από δύο μέλη της Αρχής που ορίζονται με κλήρωση και ένα μέλος του ΑΣΕΠ που ορίζεται από τον πρόεδρό του. Οι θέσεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού καλύπτονται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Με την προκήρυξη μπορούν να ορίζονται οι ειδικότεροι τίτλοι σπουδών και τα τυπικά προσόντα για την πρόσληψη του προσωπικού.
2. Η οργάνωση της Γραμματείας, η διαίρεσή της σε οργανικές μονάδες και οι επί μέρους αρμοδιότητες τούτων και ο αριθμός των θέσεων του προσωπικού κατά κλάδους και ειδικότητες καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, ύστερα από πρόταση της Αρχής. Με κανονιστική πράξη του προέδρου της Αρχής ορίζονται η κατανομή του προσωπικού στις επιμέρους οργανικές μονάδες και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την οργάνωση και τη λειτουργία της γραμματείας της Αρχής.
3. Ο προϊστάμενος της Γραμματείας προέρχεται υποχρεωτικά από το Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό.
4. Ως υπάλληλοι Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού μπορούν να προσλαμβάνονται και δικηγόροι, χωρίς να αποβάλλουν τη δικηγορική ιδιότητα και χωρίς να θίγονται τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα. Στους υπαλλήλους αυτής της κατηγορίας επιτρέπεται η άσκηση διδακτικών καθηκόντων σε ΑΕΙ. Οι δικηγόροι που υπηρετούν στο τμήμα Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού υπόκεινται, όσον αφορά την υπηρεσιακή τους κατάσταση ως ειδικού επιστημονικού προσωπικού στο υπηρεσιακό συμβούλιο της Αρχής και όσον αφορά τις ενέργειές τους που εμπίπτουν στο πλαίσιο των καθηκόντων τους ως ειδικού επιστημονικού προσωπικού της Αρχής, στο πειθαρχικό συμβούλιο της Αρχής, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων. Η δε αξιολόγησή τους υπό την ιδιότητά τους ως Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού διενεργείται σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις για την αξιολόγηση του Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού.
5. Στην Αρχή συγκροτούνται υπηρεσιακό συμβούλιο και πειθαρχικό συμβούλιο η λειτουργία των οποίων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 3051/2002.
6. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 τα ασφαλιστικά θέματα του προσωπικού της Αρχής διέπονται από τις γενικές διατάξεις που διέπουν το προσωπικό των ανεξάρτητων αρχών. Οι ήδη υπηρετούντες διατηρούν το ασφαλιστικό καθεστώς στο οποίο υπάγονται.
7. Ο χρόνος της προηγούμενης υπηρεσίας των μετατασσομένων από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου λογίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας για κάθε συνέπεια.
8. Οι διατάξεις του άρθρου 59 παρ. 4 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και επί των υπαλλήλων της Γραμματείας.
9. Κατά παρέκκλιση της ισχύουσας νομοθεσίας, επιτρέπεται η απόσπαση στην Αρχή μέχρι δέκα υπαλλήλων κατηγορίας ΠΕ από δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, Ο.Τ.Α. και νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με σκοπό την εξειδίκευση τους στα θέματα προστασίας προσωπικών δεδομένων. Οι υπάλληλοι επιλέγονται με κοινή απόφαση της Αρχής και του φορέα προέλευσης και αποσπώνται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού. Η απόσπαση διαρκεί δύο έτη, οι αποσπασμένοι αμείβονται από τον φορέα προέλευσης τους και λαμβάνουν το μισθό και τα επιδόματα της οργανικής τους θέσης που δεν συνδέονται με την ενεργό άσκηση των καθηκόντων τους. Μετά τη λήξη της απόσπασης επανέρχονται αυτοδικαίως στη θέση τους.
10. Η Αρχή δύναται να συνάπτει συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την κάλυψη εκτάκτων αναγκών που ανακύπτουν σχετικά με τη στελέχωσή της σε περίπτωση ανάγκης αναπλήρωσης υπαλλήλων (ιδίως σε περίπτωση μακροχρόνιας άδειας υπαλλήλου, όταν δεν είναι δυνατόν να καλυφθεί η θέση τους με απόσπαση), καθώς και η δυνατότητα αμειβόμενης πρακτικής άσκησης στην Αρχή φοιτητών και αποφοίτων ΑΕΙ, οι οποίοι ενδιαφέρονται για θέματα της αρμοδιότητάς της. Με απόφαση της Αρχής καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις των παραπάνω ρυθμίσεων.
11. Για τη στελέχωση της Αρχής συνιστώνται συνολικά εκατό (100) θέσεις, οι οποίες κατανέμονται κατά κατηγορία και κλάδο ως εξής:
α. Εβδομήντα δύο (72) θέσεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού – Ελεγκτών και Επικοινωνίας.
β. Είκοσι οκτώ (28) θέσεις τακτικού προσωπικού οι οποίες κατανέμονται στους κλάδους ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού, ΤΕ Πληροφορικής, ΔΕ Διοικητικού-Λογιστικού/Διοικητικών Γραμματέων, ΔΕ Τηλεφωνητών, ΔΕ Οδηγών και κατηγορίας ΥΕ με απόφαση του Προέδρου της Αρχής.
12. Οι οργανικές θέσεις πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (ΠΕ) του κλάδου επικοινωνίας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα μετατρέπονται σε αντίστοιχες θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Οι ήδη υπηρετούντες υποχρεούνται να δηλώσουν εντός μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου εάν αποδέχονται να υπηρετήσουν στη θέση αυτή. Οι αποδεχόμενοι να υπηρετήσουν με σχέση ιδιωτικού δικαίου διατηρούν το ασφαλιστικό καθεστώς στο οποίο υπάγονται και προσμετρούν για τη βαθμολογική και μισθολογική κατάταξη και το χρόνο προηγούμενης σχετικής απασχόλησης σύμφωνα με βεβαίωση του οικείου ασφαλιστικού φορέα. Σε περίπτωση αρνητικής δήλωσης ή παράλειψη υποβολής δήλωσης, εξακολουθούν να υπηρετούν ως μόνιμοι υπάλληλοι σε προσωποπαγείς θέσεις κατηγορίας ΠΕ Επικοινωνίας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο οι υπάλληλοι αυτοί υπηρετούν σε προσωποπαγείς θέσεις σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, δεν πληρώνονται αντίστοιχες θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
Η παρ. 3 δεν συνάδει με τις διατάξεις του γενικού πλαισίου του Ν. 4369/2015, το πνεύμα του οποίου προωθεί την ίση μεταχείρίση των υπαλλήλων για την κατάληψη των θέσεων ευθύνης. Δεν δικαιολογείται εν προκειμένω γιατί της πλήρωσης της θέσης του προϊσταμένου της Γραμματείας πρέπει να εξαιρούνται οι υπόλοιπες κατηγογίες υπαλλήλων. Για λόγους ίσης μεταχείρισης, ο νομοθέτης οφείλει να συμπεριλάβει όλες τις κατηγορίες υπαλλήλων, χωρίς έμμεσες εξαιρέσεις.
Ορθότερο θα ήταν η παρ. 3 να παραπέμπει στις γενικές διατάξεις και διαδικασίες του Ν. 4369/2015.