1. Επιπλέον των καθηκόντων της Αρχής δυνάμει του άρθρου 57 του Κανονισμού, η Αρχή έχει ιδίως τα ακόλουθα καθήκοντα
α)Με την επιφύλαξη των καθηκόντων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 70 του Κανονισμού και το άρθρο 51 παράγραφος 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680, η Αρχή μπορεί να εκδίδει οδηγίες και συστάσεις και να υποδεικνύει βέλτιστες πρακτικές για κάθε θέμα που αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των προσώπων
β)Η Αρχή μπορεί εκδίδει, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος, γνώμες προς τη Βουλή των Ελλήνων, την κυβέρνησή ή προς άλλους δημόσιους φορείς καθώς και προς το κοινό για κάθε θέμα το οποίο σχετίζεται με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
γ)Η Αρχή παρέχει γνώμη για κάθε ρύθμιση που πρόκειται να περιληφθεί σε νόμο ή σε κανονιστική πράξη που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, η οποία αφορά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η διαβούλευση πραγματοποιείται κατά το στάδιο εκπόνησης της ρύθμισης σε χρόνο και με τρόπο που καθιστά εφικτή την έγκαιρη διατύπωση γνώμης από την Αρχή και τη σχετική διαβούλευση επί του περιεχομένου του σχεδίου ρύθμισης.
δ)Η Αρχή παρέχει συμβουλές στον υπεύθυνο επεξεργασίας σύμφωνα με τη διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης σύμφωνα με το άρθρο 36 του Κανονισμού, το άρθρο 13 και το άρθρο 43 του παρόντος νόμου.
ε)Η ΑΠΔΠΧ εκδίδει και δημοσιοποιεί πρότυπα και έντυπα Γνωστοποίησης και Ανακοίνωσης Περιστατικών Παραβίασης που απευθύνονται στην Αρχή και στα υποκείμενα των δεδομένων αντίστοιχα σύμφωνα με τα άρθρα 33 και 34 του Κανονισμού και τα άρθρα 12, 46 και 47 του παρόντος νόμου.
στ) Διατυπώνει και εγκρίνει τα κριτήρια πιστοποίησης που χορηγείται σύμφωνα με το άρθρο 42 του Κανονισμού και το άρθρο 15 του παρόντος νόμου.
ζ) Παρέχει τη συνδρομή της στον Εθνικό Οργανισμό Διαπίστευσης για τη χορήγηση της διαπίστευσης του άρθρου 42 του Κανονισμού και του άρθρου 15 του παρόντος νόμου.
η)Ελέγχει τη νομιμότητα της επεξεργασίας δυνάμει του άρθρου 13– 22 του Κανονισμού, των άρθρων 9 έως 11 και 31 έως 35 του παρόντος νόμου και ενημερώνει κατά τα προβλεπόμενα στα ως άνω άρθρα και εντός εύλογου χρονικού διαστήματος το υποκείμενο των δεδομένων για την έκβαση του ελέγχου ή για τους λόγους για τους οποίους δεν διενεργήθηκε ο έλεγχος.
θ) χειρίζεται τις καταγγελίες που υποβάλλονται από το υποκείμενο των δεδομένων ή από φορέα ή οργάνωση ή ένωση σύμφωνα με το άρθρο 68 του παρόντος. Η Αρχή ερευνά, στο μέτρο του δυνατού , το αντικείμενο της καταγγελίας και ενημερώνει τον καταγγέλλοντα για την πρόοδο και για την έκβαση της έρευνας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
ι) Ανακοινώνει στη Βουλή παραβάσεις των ρυθµίσεων που αφορούν την προστασία του ατόµου από την επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα.
ια) Συντάσσει κάθε χρόνο έκθεση για την εκτέλεση της αποστολής της κατά το προηγούµενο ηµερολογιακό έτος. Η έκθεση υποβάλλεται από τον Πρόεδρο της Αρχής στον Πρόεδρο της Βουλής και τον Πρωθυπουργό και δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως µε ευθύνη της Αρχής, η οποία µπορεί να δώσει και άλλου είδους δηµοσιότητα στην έκθεση.
2. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της η Αρχή μπορεί να θέτει στο αρχείο αιτήσεις, ερωτήματα ή καταγγελίες που κρίνονται προδήλως αόριστα, αβάσιμα ή υποβάλλονται καταχρηστικώς ή ανωνύμως. Η Αρχή ενημερώνει τα υποκείμενα των δεδομένων και τους αιτούντες για τις ενέργειές της. Με την επιφύλαξη των προθεσμιών που ορίζονται στον Κανονισμό, η προτεραιότητα εξέτασης των αιτήσεων, ερωτημάτων και καταγγελιών εκτιμάται από την Αρχή με κριτήριο τη σπουδαιότητα και το γενικότερο ενδιαφέρον του θέματος.
3. Μη κερδοσκοπικοί φορείς, οργανώσεις, σωματεία, ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που έχουν συσταθεί και λειτουργούν νομίμως και στους καταστατικούς σκοπούς του οποίων περιλαμβάνεται η προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων σε σχέση με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, έχουν το δικαίωμα να υποβάλ(λ)ουν καταγγελία στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Στην παράγραφο 3, το κείμενο «στους καταστατικούς σκοπούς του οποίων» θα πρέπει να επαναδιατυπωθεί ως «στους καταστατικούς σκοπούς των οποίων».