(άρθρο 6 της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ)
1. Το άρθρο 31 παράγραφος 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 239, 240 και 241. Αν αυτή γίνεται ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό καλείται πριν από σαράντα οκτώ ώρες για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται ανωμοτί. Έχει δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για την παροχή τους, η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Επίσης έχει δικαίωμα να ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα της δικογραφίας, να προτείνει μάρτυρες προς εξέταση και να προσαγάγει άλλα αποδεικτικά μέσα προς αντίκρουση των καταγγελλομένων σε βάρος του. Τα ως άνω δικαιώματα του μπορεί να ασκήσει είτε αυτοπροσώπως είτε εκπροσωπούμενος από συνήγορο που διορίζεται κατά το άρθρο 96 παρ. 2, εκτός αν θεωρείται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του, κατά την κρίση εκείνου που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση.
Αυτός που ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση υποχρεούται να ενημερώσει προηγουμένως τον εξεταζόμενο για τα παραπάνω δικαιώματά του. Οι διατάξεις του άρθρου 273 παρ. 1 περιπτώσεις γ’, δ’ και ε’, 2 και 274 εφαρμόζονται αναλόγως. Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του προσώπου αυτού που έγινε ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας. Εφόσον ο μηνυόμενος ή εγκαλούμενος ή εκείνος κατά του οποίου στρέφονται οι υποψίες κλητεύτηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε, η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται και χωρίς την εξέταση του».
2. Προστίθεται νέο άρθρο 331Α στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με το εξής περιεχόμενο: «Κατά την κύρια διαδικασία γίνεται καθετί που μπορεί να βοηθήσει την εξακρίβωση της αλήθειας, εξετάζεται και βεβαιώνεται αυτεπαγγέλτως όχι μόνον η ενοχή, αλλά και η αθωότητα του κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής».
3. Το άρθρο 177 παράγραφος 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «Οι δικαστές δεν είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, πρέπει όμως να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τις συζητήσεις και που αφορά την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων, την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξία των άλλων αποδείξεων. Εξετάζεται αυτεπαγγέλτως κάθε αποδεικτικό μέσο που θεμελιώνει όχι μόνον την ενοχή, αλλά και την αθωότητα του κατηγορουμένου, καθώς και την προσωπικότητά του ή άλλα στοιχεία που επηρεάζουν την επιμέτρηση της ποινής. Ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά μέσα για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται υπέρ του. Οι δικαστές είναι υποχρεωμένοι να ερευνούν με επιμέλεια κάθε στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο που επικαλέσθηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια».
4. Το άρθρο 366 παράγραφος 2 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «Αν στις περιπτώσεις των άρθρων 362, 363, 364 και 365 το γεγονός που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος είναι πράξη αξιόποινη για την οποία ασκήθηκε δικαστική δίωξη, αναστέλλεται η δίκη για τη δυσφήμηση έως το τέλος της ποινικής δίωξης· θεωρείται κατ’ αρχήν αποδεδειγμένο ότι το γεγονός που αφορά η δυσφήμηση είναι αληθινό αν η απόφαση είναι καταδικαστική και ψευδές αν η απόφαση είναι αθωωτική και στηρίζεται στο ότι δεν αποδείχθηκε ότι το πρόσωπο που είχε δυσφημηθεί τέλεσε την αξιόποινη πράξη».
Από τη παράγραφο 1 του άρθρου προκύπτει ότι η προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων του υπόπτου εκκινεί από το στάδιο της κλήτευσης του προς παροχή εξηγήσεων στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης και δεν καταλαμβάνει είτε τυχόν προηγούμενες αστυνομικές ή ανακριτικές (υπό ευρεία έννοια) ενέργειες στο πλαίσιο π.χ. έκτακτης αστυνομικής προανάκρισης (άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠΔ), είτε προηγούμενες ενέργειες της κλήτευσης σε παροχή εξηγήσεων όπως π.χ. την κλήση του ως υπόπτου προκειμένου να υποβληθεί σε διαδικασία αναγνώρισης, γεγονός το οποίο κατατάσσει το πρόσωπο σε έναν ευρύτερο κύκλο περισσότερων προσώπων που ενδέχεται να έχουν τελέσει μια αξιόποινη πράξη. Σε αυτό το πλαίσιο το ΕΔΔΑ με την απόφαση Deweer κατά Βελγίου της 27.12.1980 υιοθέτησε (βλ. παρ. 44) την ουσιαστική, παρά την τυπική, προσέγγιση της έννοιας «ποινική κατηγορία» και άρα την οριοθέτηση των εννοιών «ύποπτος» και «κατηγορούμενος». Έτσι, η διενέργεια κατ’ οίκον έρευνας και κατάσχεσης επαγγελματικών αρχείων θεωρήθηκε από το ΕΔΔΑ στη συγκεκριμένη περίπτωση ως πράξη σε βάρος υπόπτου και όχι μάρτυρα (βλ. Eckle κατά Γερμανίας της 15.7.1982 βλ. παρ. 12 και 74), ενώ η κλήτευση του υπόπτου ως μάρτυρα, παρά το ότι από το υλικό της δικογραφίας προέκυπταν επιβαρυντικά στοιχεία που τον καθιστούσαν τουλάχιστον «ύποπτο» οδήγησε σε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (βλ. Serves κατά Γαλλίας της 20.10.1997 παρ. 42). Θα έπρεπε ίσως να επεκταθεί η σχετική ρύθμιση σε κάθε δικονομικό στάδιο και ενέργεια που καθιστά το πρόσωπο «ύποπτο»