(άρθρα 1,2 της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ)
1. Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 2016/343/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 2016, με την οποία θεσπίζονται κοινοί ελάχιστοι κανόνες σχετικά με: α) ορισμένες πτυχές του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας κατά την ποινική διαδικασία· β) το δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του κατά την ποινική διαδικασία.
2. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στα φυσικά πρόσωπα που είναι ύποπτα ή κατηγορούμενα σε ποινική διαδικασία. Εφαρμόζονται σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, από τη στιγμή που ένα πρόσωπο προσλαμβάνει την ιδιότητα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου για τέλεση αξιόποινης πράξης μέχρι α) την περάτωση της διαδικασίας με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή αμετάκλητο βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, ή β) μέχρι την έκδοση διάταξης του αρμόδιου εισαγγελέα, με την οποία τίθεται αμετακλήτως στο αρχείο η υπόθεση ή απορρίπτεται αμετακλήτως η έγκληση, εφόσον δεν έχει κινηθεί η ποινική δίωξη.
Θα μπορούσε να διευκρινισθεί ως προς την πρόσληψη της ιδιότητας του «υπόπτου» ότι αυτή αφορά όχι μόνο την τυπική, δηλαδή την ιδιότητα που λαμβάνει όταν καλείται ρητά το πρόσωπο ως «ύποπτο» προκειμένου να παράσχει εξηγήσεις, αλλά και την ουσιαστική, όταν π.χ. καλείται στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης για να υποβληθεί σε διαδικασία φυσικής αναγνώρισης, ανάμεσα σε άλλα ύποπτα, για τέλεση αξιόποινης πράξης, πρόσωπα.
Κατά τούτο, η διάταξη θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: «[…] από τη στιγμή που ένα πρόσωπο προσλαμβάνει την ιδιότητα του υπόπτου με κάθε τρόπο,…»