Άρθρο 300
Οριστικές και μη οριστικές αποφάσεις
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 100 και της παραγράφου 7 του άρθρου 105 οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση δεν μπορούν μετά τη δημοσίευσή τους να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε.
2. Κάθε άλλη απόφαση του δικαστηρίου που εκδίδεται, είτε για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού είτε για την εν γένει πρόοδο της δίκης (μη οριστική απόφαση), μπορεί να ανακληθεί ολικώς ή μερικώς.
Άρθρο 301
Ισχύς αποφάσεων
1. Οι αποφάσεις, με τις οποίες απαγγέλλεται η ακύρωση ή η τροποποίηση εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης ή η ακύρωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, ισχύουν έναντι όλων.
2. Σε περίπτωση πρότυπης δίκης ή δίκης επί παραπομπής ζητήματος στην Ολομέλεια ή δίκης επί προδικαστικού ερωτήματος, η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορεί να ορίσει, ύστερα από αίτημα του Δημοσίου ή διαδίκου ή παρεμβάντος ή και οίκοθεν, ότι τα αποτελέσματα της απόφασής της επέρχονται από χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έκδοσης ή διενέργειας της επίδικης πράξης ή παράλειψης, αλλά πάντως προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης αυτής. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται εφόσον η κρίση της Ολομέλειας για το νομικό ζήτημα που ήχθη ενώπιόν της είναι αντίθετη σε προηγούμενη νομολογία του δικαστηρίου ή σε γνωμοδότηση που έχει εκδοθεί κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 73 του Συντάγματος ή εφόσον μπορούσε να προκληθεί δικαιολογημένη αμφιβολία σχετικώς με τα όρια του επιτρεπτού που ετίθεντο σε προηγούμενη νομολογία ή γνωμοδότηση, συντρέχουν δε όλως εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν τον χρονικό αυτό περιορισμό, ιδίως όταν διαπιστώνεται αιτιολογημένως ότι αν δεν περιορισθούν χρονικώς τα αποτελέσματα της απόφασης υφίσταται σοβαρός κίνδυνος δημοσίου συμφέροντος ή βεβαιότητα ανατροπής παγιωμένων καταστάσεων ή δικαιωμάτων καλόπιστων τρίτων. Η Ολομέλεια μπορεί να αποφασίσει τη διεξαγωγή ειδικής συζήτησης στο ακροατήριο πριν λάβει την απόφασή της επί του ανωτέρω ζητήματος.
Άρθρο 302
Εκτελεστότητα αποφάσεων
1. Με την επιφύλαξη άλλων ειδικότερων διατάξεων, οι οριστικές αποφάσεις των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου επιφέρουν αμέσως τις έννομες συνέπειες που προβλέπονται στο διατακτικό τους.
2. Τα ποσά που καταλογίζονται με αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα είσπραξης δημοσίων εσόδων.
Άρθρο 303
Δεδικασμένο
1. Οι οριστικές αποφάσεις των Τμημάτων, που δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο.
2. Το δεδικασμένο εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε, η εξέταση του οποίου υπάγεται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον τούτο τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση προς το συμπέρασμα που έγινε δεκτό. Δεδικασμένο δημιουργείται, επίσης, και όταν το κατά την προηγούμενη περίοδο ζήτημα κρίθηκε παρεμπιπτόντως, αν το δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να το κρίνει, και εφόσον η απόφασή του γι’ αυτό ήταν αναγκαία προκειμένου τούτο να αποφανθεί για το κύριο ζήτημα.
3. Το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις οι οποίες, είτε ύστερα από προβολή τους είτε αυτεπαγγέλτως, εξετάστηκαν ή έπρεπε να εξεταστούν από το δικαστήριο, καθώς και σε εκείνες οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να εξεταστούν από αυτό αυτεπαγγέλτως, αλλά, αν και μπορούσαν να προβληθούν, δεν προβλήθηκαν. Οι τελευταίες αυτές ενστάσεις δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο αν στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, η ικανοποίηση του οποίου μπορεί να επιδιωχθεί με την άσκηση ευθέως του οικείου ένδικου βοηθήματος.
4. Δεδικασμένο υφίσταται μεταξύ των αυτών διαδίκων με την αυτή ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Το δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά αυτών που έγιναν, κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το πέρας της, καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι διαδίκου, εκτείνεται δε και σε εκείνους από τους οποίους, σύμφωνα με τον νόμο, μπορεί να αξιωθεί η εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης. Το δεδικασμένο που ισχύει για τον πρωτοφειλέτη καλύπτει και τον εγγυητή, και το αντίστροφο. Το δεδικασμένο που ισχύει για το νομικό πρόσωπο εκτείνεται και στα μέλη του.
Άρθρο 304
Υποχρέωση συμμόρφωσης
1. Οι διοικητικές αρχές οφείλουν, με θετικές ενέργειες ή με αποχή από κάθε αντίθετη ενέργεια, να συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3068/2002.
2. Η αρμοδιότητα για τη λήψη των μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 3 του ν. 3068/2002 και στις διατάξεις των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενων νομοθετημάτων, ανατίθεται στο τριμελές συμβούλιο, που συγκροτείται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 2 του ίδιου νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενων νομοθετημάτων.
3. Η παράλειψη διοικητικής αρχής προς συμμόρφωση σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, έχει ως συνέπεια, για τον παραβάτη, εκτός από την κατ’ άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα ποινική του δίωξη, και την προσωπική του ευθύνη προς αποζημίωση, συνιστά δε ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα για κάθε αρμόδιο υπάλληλο σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 3068/2002.
Άρθρο 305
Αναγκαστική εκτέλεση
1. Οι τελεσίδικες καταψηφιστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με την άσκηση αγωγής, αποτελούν τίτλο εκτελεστό.
2. Ως προς το επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης των κατά την προηγούμενη παράγραφο καταψηφιστικών αποφάσεων και τη διαδικασία της εκτέλεσής τους, εφαρμόζονται αναλόγως οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων. Αρμόδιο για την εκδίκαση των αντιρρήσεων κατά της διαδικασίας της εκτέλεσης στην περίπτωση αυτή είναι το Τμήμα που εξέδωσε την απόφαση βάσει της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση.
3. Αν πρόκειται για καταψηφιστικές αποφάσεις υπέρ του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, εφαρμογή έχουν οι εκάστοτε ισχύουσες σχετικές διατάξεις του κώδικα είσπραξης δημοσίων εσόδων σε συνδυασμό προς την ειδική νομοθεσία που διέπει κάθε νομικό πρόσωπο.
4. Οι τελεσίδικες αναγνωριστικές αποφάσεις καθίστανται καταψηφιστικές με πράξη του προέδρου του δικαστηρίου που τις εξέδωσε, εφόσον καταβληθεί το προβλεπόμενο τέλος δικαστικού ενσήμου.