Άρθρο 130
Ενεργητική νομιμοποίηση
1. Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει κατά του Δημοσίου ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, στο πλαίσιο
(α) του ελέγχου των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των υπόχρεων σε δημόσια λογοδοσία,
(β) της απονομής των συντάξεων κατά την έννοια της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος και της εκτέλεσης των σχετικών συνταξιοδοτικών πράξεων ή αποφάσεων ή την πληρωμή των συντάξεων γενικά, και
(γ) της αστικής ευθύνης των πολιτικών ή στρατιωτικών δημόσιων υπαλλήλων, καθώς και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
2. Σε άσκηση της κατά την προηγούμενη παράγραφο αγωγής νομιμοποιούνται και οι κάθε είδους καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι.
3. Εκτός αν πρόκειται για προσωποπαγείς αξιώσεις, αγωγή μπορούν να ασκήσουν και οι δανειστές των δικαιούχων που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους εφόσον αυτοί δεν την ασκούν (πλαγιαστική αγωγή).
Άρθρο 131
Παθητική νομιμοποίηση
Η αγωγή ασκείται κατά του Δημοσίου ή του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, που είναι υπόχρεα προς ικανοποίηση της κατά την παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου αξίωσης.
Άρθρο 132
Στοιχεία δικογράφου
1. Το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπει το άρθρο 59, πρέπει να περιέχει και:
(α) καθορισμό της έννομης σχέσης από την οποία απορρέει η αξίωση,
(β) σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και τους λόγους που θεμελιώνουν κατά νόμο την αξίωση και δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου,
(γ) σαφώς καθορισμένο αίτημα.
2. Αίτημα της αγωγής μπορεί να είναι:
(α) η καταψήφιση της αξιούμενης παροχής ή
(β) η αναγνώριση της αντίστοιχης αξίωσης.
Άρθρο 133
Απαγόρευση αιρέσεων
Άσκηση αγωγής υπό αίρεση δεν επιτρέπεται.
Άρθρο 134
Κύριες και επικουρικές βάσεις
Η αγωγή μπορεί να έχει, εκτός από την κύρια, και μία ή περισσότερες επικουρικές πραγματικές ή νομικές βάσεις.
Άρθρο 135
Συνέπειες κατάθεσης και επίδοσης
1. Η εκκρεμοδικία αρχίζει με την κατάθεση της αγωγής και λήγει με τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης ή την κατάργηση της δίκης.
2. Τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο έννομα αποτελέσματα της άσκησης της αγωγής επέρχονται, ως προς τον εναγόμενο, από την επίδοσή της σε αυτόν από τον ενάγοντα. Η παραγραφή, η οποία σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο διακόπηκε, αρχίζει πάλι μόνο από την τελεσιδικία της απόφασης ή την κατάργηση της δίκης.
Άρθρο 136
Μεταβολή αιτήματος
1. Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής είναι απαράδεκτη. Με το υπόμνημα, που κατατίθεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 62, μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μην μεταβάλλεται η ιστορική βάση της αγωγής.
2. Μεταβολή του αιτήματος της αγωγής είναι απαράδεκτη. Κατ’ εξαίρεση, ο ενάγων μπορεί, ως το τέλος της πρώτης συζήτησης, να περιορίσει το αίτημα της αγωγής ή να το μετατρέψει από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό ή από αναγνωριστικό σε καταψηφιστικό.
Άρθρο 137
Πρόσθετοι λόγοι
1. Με την επιφύλαξη του προηγούμενου άρθρου, πρόσθετοι λόγοι αγωγής επιτρέπεται να υποβληθούν με ξεχωριστό δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη συζήτηση, με σύνταξη πάνω σ’ αυτό πράξης κατάθεσης.
2. Αντίγραφο του δικογράφου των προσθέτων λόγων επιδίδεται με ποινή απαραδέκτου, δέκα (10) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με επιμέλεια του ενάγοντος, στον εναγόμενο και σε εκείνον που ήδη έχει ασκήσει παρέμβαση.
Άρθρο 138
Παρεμπίπτουσα αγωγή
1. Με παρεμπίπτουσα αγωγή είναι δυνατόν να ζητηθούν:
(α) το παρεπόμενο του κύριου αντικειμένου της δίκης, ή
(β) συμπληρωματική της αρχικής παροχή, αν, μετά την άσκηση της αγωγής, διευρύνθηκε κατά οποιονδήποτε τρόπο η αρχική αξίωση του ενάγοντος.
2. Ως προς την άσκηση της παρεμπίπτουσας αγωγής εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την άσκηση παρέμβασης.
Άρθρο 139
Αυτοτέλεια αγωγής
Με την εξαίρεση των υποθέσεων της παραγράφου 7 του άρθρου 116, αγωγή για αξίωση που θεμελιώνεται στο παράνομο εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης δεν είναι απαράδεκτη αν, κατά της πράξης ή της παράλειψης αυτής, δεν ασκήθηκε έφεση.
Άρθρο 140
Εξουσία του δικαστηρίου
1. Το δικαστήριο, κατά την επίλυση της διαφοράς, είτε δέχεται την αγωγή εν όλω ή εν μέρει και, ανάλογα με το αίτημά της, επιδικάζει την παροχή ή απλώς αναγνωρίζει τη σχετική αξίωση, είτε απορρίπτει την αγωγή.
2. Με την επιφύλαξη των οριζομένων σε ειδικές διατάξεις, αν αντικείμενο αμφισβήτησης μεταξύ των μερών είναι το παράνομο εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, το δικαστήριο, εφόσον δεν υπάρχει δεδικασμένο, κρίνει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης αυτής.
Άρθρο 141
Απαγόρευση άσκησης δεύτερης αγωγής
1. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης αγωγής, με το αυτό αντικείμενο από τον ίδιο ενάγοντα.
2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης αγωγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς. Η αγωγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στον χρόνο άσκησης της πρώτης. Δεύτερη αγωγή δεν δύναται να ασκηθεί αν έχουν παρέλθει τρία (3) έτη από τη δημοσίευση της απορριπτικής απόφασης.
3. Αγωγή από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε ο ενάγων, θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε.