Κεφάλαιο 17 – ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΛΟΓΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ

Άρθρο 88
Παρακολούθηση της ροής των υποθέσεων

Ο πρόεδρος του δικαστηρίου παρακολουθεί τη ροή των υποθέσεων που εισέρχονται και εκκρεμούν σε αυτό προκειμένου να διασφαλίσει την εκδίκασή τους σε εύλογο χρόνο.

Άρθρο 89
Ορισμός και καθήκοντα εισηγητή δικαστή

1. Αν ο πρόεδρος του δικαστηρίου προσδιορίσει σύντομη δικάσιμο της υπόθεσης, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 109, δύναται συγχρόνως να ορίσει τον εισηγητή δικαστή της υπόθεσης.
2. Ο εισηγητής δικαστής σε υποθέσεις που υπάγονται στη δικαιοδοσία Τμήματος φροντίζει ώστε πριν από τη δικάσιμο να είναι πλήρης ο διοικητικός φάκελος της υπόθεσης, συντάσσει δε συνοπτική έκθεση, η οποία διαλαμβάνει το ιστορικό της διαφοράς, τα στοιχεία που βεβαιώνονται από τα έγγραφα και τα ζητήματα που ανακύπτουν.
3. Σε υποθέσεις που υπάγονται στη δικαιοδοσία Τμήματος, οι αρχές προς τις οποίες απευθύνεται ο εισηγητής για τη συγκέντρωση στοιχείων και πληροφοριών χρήσιμων για τη διερεύνηση της υπόθεσης, έχουν την υποχρέωση να αποστέλλουν τα στοιχεία και πληροφορίες που τους ζητεί, εντός τριάντα (30) ημερών από την αποστολή του σχετικού εγγράφου.
4. Αν κρίνει ότι η υπόθεση υπάγεται στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 91, ο εισηγητής δικαστής ενημερώνει σχετικώς τον πρόεδρο. Δύναται επίσης να ζητήσει από τους διαδίκους να διευκρινίσουν τους νομικούς ή πραγματικούς ισχυρισμούς τους.
5. Ο εισηγητής, πέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο που έχει ορισθεί με την οικεία πράξη του προέδρου, οφείλει να δηλώσει στη γραμματεία του δικαστηρίου αν η υπόθεση είναι ώριμη για συζήτηση. Η παράλειψη της δήλωσης αυτής επάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή της υπόθεσης σε μεταγενέστερη δικάσιμο.

Άρθρο 90
Μέτρα για τη διασφάλιση της εκδίκασης εντός ευλόγου χρόνου

1. Αν ο πρόεδρος του δικαστηρίου κρίνει, εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων, ότι οι αιτήσεις που εκκρεμούν στο δικαστήριο είναι ανέφικτο να εκδικασθούν και περατωθούν εντός ευλόγου χρόνου μπορεί να λάβει ένα από τα ακόλουθα μέτρα ή συνδυασμό τους:
(α) Κατατάσσει τις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει προσδιορισθεί ακόμη δικάσιμος ανά θεματική κατηγορία, ανάλογα με την ταυτότητα ή ομοιότητα των νομικών ζητημάτων που τίθενται σ’ αυτές και για όσες από αυτές υφίσταται απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή πάγια νομολογία Τμήματος που επιλύουν το κύριο ζήτημα που τίθεται σ΄ αυτές εκδίδει πράξη συνεκδίκασης και τις εισάγει προς εκδίκαση σύμφωνα με την ειδική διαδικασία που προβλέπεται στο επόμενο άρθρο.
(β) Αν έχει εντοπίσει κατηγορία όμοιων θεματικώς υποθέσεων μεγάλου αριθμού στις οποίες τίθεται νομικό ζήτημα, που αν επιλυθεί από την Ολομέλεια, θα καταστεί δυνατή η εισαγωγή τους προς εκδίκαση στη διαδικασία που προβλέπεται στο επόμενο άρθρο, κινεί τη διαδικασία της παραπομπής στην Ολομέλεια σοβαρού ζητήματος σύμφωνα με τις παραγράφους 1 του άρθρου 162 και 1 του άρθρου 163.
(γ) Ορίζει δικαστή για να εξετάσει αν υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων που εκκρεμούν στο δικαστήριο υπάγονται στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του επόμενου άρθρου.
(δ) Επί αγωγών που υπάγονται στην περίπτωση α΄, ζητεί, πριν από την εισαγωγή τους προς εκδίκαση, την παροχή πληροφοριών και στοιχείων από την αρμόδια διοικητική αρχή ώστε να αποφευχθεί η έκδοση προδικαστικής απόφασης.
(ε) Να εισαγάγει υπόθεση απευθείας στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος όταν συντρέχει περίπτωση από αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 296.
2. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου δύναται επίσης, πριν από τον προσδιορισμό δικασίμου, να ζητήσει από τον διάδικο ή τον πληρεξούσιο αυτού να εκθέσουν με συντομότερο ή σαφέστερο τρόπο τους ισχυρισμούς τους, εφόσον έτσι εξυπηρετείται, κατά την κρίση του, η επιτάχυνση στην εκδίκαση της υπόθεσης.

Άρθρο 91
Διαδικασία σε συμβούλιο

1. Προφανώς απαράδεκτες ή προφανώς αβάσιμες καθώς και προφανώς βάσιμες αιτήσεις δικαστικής προστασίας μπορεί να απορρίπτονται ή αντίστοιχα να γίνονται δεκτές με ομόφωνη απόφαση δικαστικού σχηματισμού που λαμβάνεται σε συμβούλιο το οποίο συγκροτείται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου και απαρτίζεται από τον ίδιο ή το νόμιμο αναπληρωτή του, τον πρώτο κατά σειρά αρχαιότητας Σύμβουλο που υπηρετεί στο δικαστήριο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του και το δικαστή που ορίσθηκε από τον πρόεδρο ως εισηγητής της υπόθεσης. Επί υποθέσεων που εκκρεμούν σε Τμήμα, μέλη του σχηματισμού μπορεί να ορισθούν και Πάρεδροι που συμμετέχουν με αποφασιστική ψήφο.
2. Προφανώς απαράδεκτες ή αβάσιμες αιτήσεις δικαστικής προστασίας μπορούν να απορρίπτονται ακόμη και αν ο υπογράφων δικηγόρος δεν έχει νομιμοποιηθεί, με ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 237.
3. Η απόφαση κοινοποιείται στους διαδίκους, οι οποίοι μπορούν, με αίτησή τους, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από την κοινοποίηση, να ζητήσουν τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, συμπληρώνοντας τυχόν τυπικές ελλείψεις και καταβάλλοντας επιπλέον παράβολο, εφόσον έχουν τέτοια υποχρέωση, τριπλάσιο από το κατά περίπτωση προβλεπόμενο. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που ελήφθη σε συμβούλιο παύει να ισχύει και ο πρόεδρος εισάγει την υπόθεση για συζήτηση στο ακροατήριο. Την υπόθεση μπορεί να εισαγάγει στο ακροατήριο και ο Γενικός Επίτροπος Επικρατείας, μέσα στην ίδια προθεσμία. Σε κάθε περίπτωση η υπόθεση εισάγεται στο ακροατήριο, αν κατά την εκτέλεση της απόφασης που ελήφθη με τη διαδικασία του άρθρου αυτού διαπιστωθεί ότι η απόφαση εμπεριέχει ελλείψεις που καθιστούν αδύνατη την εκτέλεσή της.
4. Ο γραμματέας του δικαστηρίου, με πράξη του, διαπιστώνει την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών της προηγούμενης παραγράφου. Από την ημερομηνία σύνταξης της πράξης αυτής παράγεται το αποτέλεσμα της απόφασης. Αν διαπιστώσει πλημμέλεια στην κοινοποίηση, διατάσσει την ενέργεια νέας.
5. Κατά της απόφασης που εκδίδεται σε συμβούλιο δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναίρεσης και ανακοπής ερημοδικίας.

Άρθρο 92
Συνεκδίκαση ή χωρισμός δικογράφων

Για την ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων το δικαστήριο, με πράξη του προέδρου του, μπορεί να διατάσσει τη συνεκδίκαση περισσότερων ένδικων βοηθημάτων ή μέσων ή αιτήσεων καταλογισμού εφόσον τίθενται όμοια ζητήματα. Για τον ίδιο λόγο, μπορεί να διατάσσει το χωρισμό δικογράφων στα οποία έχουν σωρευθεί πλείονες αιτήσεις δικαστικής προστασίας.

Άρθρο 93
Ειδική εκδίκαση αγωγών σε συμβούλιο

1. Αν ο πρόεδρος του δικαστηρίου κρίνει, αφού συνεκτιμήσει το σύνολο των περιστάσεων, ότι αγωγή που εκκρεμεί στο δικαστήριο δεν μπορεί να δικασθεί εντός ευλόγου χρόνου ενημερώνει εγγράφως τους διαδίκους για την ενδεχόμενη καθυστέρηση και τους γνωρίζει ότι, εφόσον δεν διατυπώσουν αντίρρηση εντός μηνός από την επίδοση του εγγράφου του, η υπόθεση θα εισαχθεί για εκδίκαση στο συμβούλιο που προβλέπεται στο άρθρο 91.
2. Αν δεν διατυπωθεί η αναφερόμενη στην προηγούμενη παράγραφο αντίρρηση, ο πρόεδρος του δικαστηρίου καλεί τους διαδίκους να υποβάλουν στο δικαστήριο υπόμνημα με τους ειδικότερους ισχυρισμούς τους καθώς και κάθε στοιχείο που κατά την κρίση τους θα διευκολύνει την ταχύτερη εκδίκαση της αγωγής. Το δικαστήριο επιλαμβάνεται σε συμβούλιο της αγωγής και αποφαίνεται επί του ουσιαστικώς βάσιμου αυτής με βάση τις αρχές για την κατανομή του βάρους της απόδειξης και τα στοιχεία που υφίστανται στο φάκελο, χωρίς να διατάξει περαιτέρω αποδείξεις.
3. Η απόφαση κοινοποιείται στους διαδίκους, οι οποίοι μπορούν, με αίτησή τους, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών από την κοινοποίηση, να ζητήσουν τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που ελήφθη σε συμβούλιο παύει να ισχύει και ο πρόεδρος εισάγει την υπόθεση για συζήτηση στο ακροατήριο. Την υπόθεση μπορεί να εισαγάγει στο ακροατήριο και ο Γενικός Επίτροπος Επικρατείας, μέσα στην ίδια προθεσμία. Σε κάθε περίπτωση η υπόθεση εισάγεται στο ακροατήριο, αν κατά την εκτέλεση της απόφασης που ελήφθη με τη διαδικασία του άρθρου αυτού διαπιστωθεί ότι η απόφαση εμπεριέχει ελλείψεις που καθιστούν αδύνατη την εκτέλεση αυτής.
4. Κατά της απόφασης που εκδίδεται σε συμβούλιο δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναίρεσης και ανακοπής ερημοδικίας.