Κεφάλαιο 16 – ΟΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ

Άρθρο 86
Ορισμός της δικονομικής ακυρότητας και εξουσίες του δικαστηρίου

1. Η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο της διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα.
2. Την ακυρότητα απαγγέλλει το δικαστήριο:
(α) αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας, αν αυτό προβλέπεται ρητώς από τον νόμο, ή αν η διαδικαστική πράξη προέρχεται από αναρμόδιο όργανο, ή αν αυτή έγινε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας,
(β) ύστερα από αίτηση του διαδίκου σε κάθε άλλη περίπτωση και εφόσον κριθεί ότι η παράβαση προκάλεσε σε αυτόν βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας.

Άρθρο 87
Πρόταση και συνέπειες δικονομικών ακυροτήτων

1. Η αίτηση του διαδίκου στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του προηγούμενου άρθρου είναι απαράδεκτη:
(α) εάν δεν υποβληθεί κατά την πρώτη, μετά τη συντέλεση της παράβασης, συζήτηση της υπόθεσης,
(β) αν υποβληθεί από διάδικο που έχει προκαλέσει την παράβαση ή που έχει συντελέσει σε αυτή, ή που έχει παραιτηθεί ρητώς ή σιωπηρώς, μετά τη διενέργεια της διαδικαστικής πράξης, από την υποβολή αίτησης.
2. Το δικαστήριο, όταν απαγγέλλει την ακυρότητα, διατάσσει την επανάληψη της πράξης, εκτός αν επήλθε απώλεια του δικαιώματος ή αποκλείεται η επανάληψη για άλλο λόγο.