Άρθρο 52
Η διακοπή της δίκης
1. Η δίκη διακόπτεται αν πριν από το πέρας της προφορικής διαδικασίας αποβιώσει ο διάδικος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος αυτού καθώς και αν επέλθει άλλη μεταβολή στο πρόσωπο αυτών που επηρεάζει την ικανότητά τους προς διενέργεια διαδικαστικών πράξεων. Σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, ο λόγος διακοπής που συντρέχει ως προς ένα από τους ομοδίκους συνεπάγεται τη διακοπή της δίκης και για τους λοιπούς. Αν η ομοδικία δεν είναι αναγκαστική, η διακοπή επέρχεται μόνο για τον διάδικο στο πρόσωπο του οποίου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του συνέβη η μεταβολή.
2. Αν οι μεταβολές που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο επέλθουν σε εκπροσώπους νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή σε δικαστικούς πληρεξουσίους, η δίκη δεν διακόπτεται.
Άρθρο 53
Επέλευση και αποτελέσματα διακοπής της δίκης
1. Η διακοπή επέρχεται από τότε που το δικαστήριο λαμβάνει γνώση του λόγου της διακοπής.
2. Οποιοσδήποτε έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος εκείνου στο πρόσωπο του οποίου συνέτρεξε ο λόγος της διακοπής γνωστοποιεί στο δικαστήριο τον λόγο της διακοπής είτε με κατάθεση σχετικού δικογράφου είτε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο είτε εκτός του ακροατηρίου κατά τη διενέργεια διαδικαστικής πράξης. Η γνωστοποίηση πρέπει να συνοδεύεται από τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη συνδρομή του λόγου της διακοπής.
3. Διαδικαστική πράξη που διενεργήθηκε μετά τη διακοπή της δίκης και πριν από την επανάληψή της είναι άκυρη αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, επήλθε σε κάποιον από τους διαδίκους βλάβη που δεν μπορεί να επανορθωθεί διαφορετικά παρά μόνο με κήρυξη της πράξης ως άκυρης.
4. Αν ο λόγος της διακοπής γνωστοποιηθεί κατά τη διενέργεια διαδικαστικής πράξης, δεν προχωρεί η διενέργεια της πράξης αυτής και η υπόθεση εισάγεται στο ακροατήριο για να διαπιστωθεί η διακοπή της δίκης.
5. Η διαπίστωση από το δικαστήριο της διακοπής της δίκης ανακοινώνεται, στους διαδίκους που τυχόν δεν παραστάθηκαν κατά τη συζήτηση αυτή, με κοινοποίηση αποσπάσματος των σχετικών πρακτικών της συζήτησης.
Άρθρο 54
Επανάληψη δίκης
1. Η επανάληψη της διακοπείσας δίκης μπορεί να γίνει με δήλωση εκείνου που δικαιούται να ζητήσει την επανάληψή της. Αν οι δικαιούμενοι είναι περισσότεροι, αρκεί η δήλωση και του ενός ακόμη από αυτούς. Η δήλωση συνοδεύεται από κατάσταση με τα ονόματα και τις διευθύνσεις των προσώπων που έχουν επίσης δικαίωμα επανάληψης και βεβαίωση προς το δικαστήριο εκείνου που προβαίνει στη δήλωση για την πληρότητα της κατάστασης σύμφωνα με τις γνώσεις που διαθέτει.
2. Αν η επανάληψη της δίκης γίνει ύστερα από δήλωση που υποβλήθηκε προφορικά στο ακροατήριο κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, το δικαστήριο μπορεί κατά την ίδια συνεδρίαση να προχωρήσει σε συζήτηση της υπόθεσης, αν παρίστανται όλοι όσοι έχουν δικαίωμα να επαναλάβουν τη δίκη. Άλλως, η συζήτηση αναβάλλεται, ώστε να κλητευθούν και τα πρόσωπα αυτά.
3. Εάν δήλωση επανάληψης της δίκης δεν γίνει εντός διμήνου από τότε που το δικαστήριο έλαβε γνώση του γεγονότος που επέφερε τη διακοπή της δίκης, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ορίζει δικάσιμο για τη συνέχισή της. Σε περίπτωση που εκκρεμεί αποδοχή κληρονομίας, η προθεσμία αυτή δεν αρχίζει πριν από την αποδοχή. Κατά τη συζήτηση καλούνται όλοι οι διάδικοι καθώς και όσοι έχουν δικαίωμα σε επανάληψη της δίκης, των οποίων η διεύθυνση είναι γνωστή στο δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, η κλήση θυροκολλείται και στην τελευταία κατοικία που είχε στη ζωή ο διάδικος στο πρόσωπο του οποίου επήλθε η διακοπή.
4. Ο κληρονόμος, ο κληροδόχος ή ο καταπιστευματοδόχος δεν επιτρέπεται να κληθούν για επανάληψη διακοπείσας δίκης πριν από την παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης ή πριν από την απώλεια του δικαιώματος αποποίησης που επήλθε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.
5. Αν μέχρι και το τέλος της νέας συζήτησης δεν υποβληθεί έγκυρη δήλωση επανάληψης της δίκης,
(α) η δίκη καταργείται αν είχε διακοπεί ως συνέπεια μεταβολής που επήλθε στο πρόσωπο εκείνου που άσκησε το ένδικο βοήθημα ή μέσο ή του νόμιμου αντιπροσώπου του.
(β) η δίκη προχωρεί κανονικά αν είχε διακοπεί ως συνέπεια μεταβολής που επήλθε στο πρόσωπο οποιουδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους ή του νομίμου αντιπροσώπου του.
6. Δίκη που καταργήθηκε σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να επαναληφθεί αν σε αποκλειστική προθεσμία τριών ετών από την κατάργησή της, εκείνος που είχε δικαίωμα σε επανάληψη της δίκης και δεν είχε κλητευθεί στη συζήτηση κατά την παράγραφο 3, δηλώσει στο δικαστήριο ότι επιθυμεί τη συνέχιση της δίκης.