Άρθρο 34
Διενέργεια διαδικαστικών πράξεων
1. Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι εκπρόσωποί τους διενεργούν τις διαδικαστικές πράξεις και παρίστανται κατά τη συζήτηση με δικαστικούς πληρεξουσίους.
2. Κατ’ εξαίρεση, οι ιδιώτες διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι εκπρόσωποί τους μπορούν να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις και να παρίστανται κατά τη συζήτηση χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο κατά την εκδίκαση στο Τμήμα αγωγών για καθυστερούμενες συντάξεις, όταν το σύνολο του ποσού που είναι αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερβαίνει τα 1.500 ευρώ.
3. Στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου, ο πρόεδρος του δικαστηρίου μπορεί, εκτιμώντας τις ιδιαίτερες περιστάσεις, να υποχρεώσει τον διάδικο να προσλάβει δικαστικό πληρεξούσιο.
Άρθρο 35
Δικαστικοί πληρεξούσιοι του Δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
Οι διατάξεις που ισχύουν για τους δικαστικούς πληρεξουσίους του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου έχουν εφαρμογή και στις δίκες που διέπονται από την Κωδικοποίηση.
Άρθρο 36
Δικαστικοί πληρεξούσιοι των λοιπών διαδίκων
1. Δικαστικοί πληρεξούσιοι των λοιπών διαδίκων, πλην του Δημοσίου και όλων των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται δικηγόροι σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων. Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 34, δικαστικοί πληρεξούσιοί τους μπορούν να οριστούν και ο σύζυγος, η σύζυγος ή οι εξομοιούμενοι κατά τον νόμο με αυτούς καθώς και το πρόσωπο που συνδέεται με τους διαδίκους αυτούς με συγγένεια αίματος ή αγχιστείας έως και του δευτέρου βαθμού ή ομόδικός τους.
2. Ο διορισμός του πληρεξουσίου γίνεται με έγγραφο ή με προφορική δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά.
3. Το έγγραφο με το οποίο παρέχεται η πληρεξουσιότητα δύναται να είναι δημόσιο ή και ιδιωτικό. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται επί του ιδιωτικού εγγράφου από συμβολαιογράφο ή από δημόσια ή δημοτική αρχή.
4. Αν ο διάδικος δεν μπορεί να υπογράψει, το ιδιωτικό έγγραφο υπογράφεται από δύο μάρτυρες, που η γνησιότητα της υπογραφής τους βεβαιώνεται σύμφωνα με την παράγραφο 3.
5. Αν η πράξη με την οποία παρέχεται η πληρεξουσιότητα έχει καταρτισθεί από αλλοδαπή αρχή, η πράξη αυτή διέπεται από το δίκαιο του τόπου κατάρτισής της.
6. Τα πληρεξούσια έγγραφα κατατίθενται στο δικαστήριο.
Άρθρο 37
Έκταση, διάρκεια και λήξη της πληρεξουσιότητας
1. Η χρονική διάρκεια και η έκταση της εξουσίας του δικαστικού πληρεξουσίου προσδιορίζεται με το πληρεξούσιο έγγραφο. Το γενικό πληρεξούσιο, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, παρέχει την εξουσία για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων, την άσκηση ένδικων βοηθημάτων και μέσων, καθώς και τον διορισμό άλλων δικαστικών πληρεξουσίων.
2. Κατ` εξαίρεση, απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα:
(α) για τον δικαστικό συμβιβασμό,
(β) για την παραίτηση από ένδικο βοήθημα ή μέσο που έχει ασκηθεί,
(γ) για την προσβολή εγγράφου ως πλαστού,
(δ) όπου αλλού προβλέπεται τούτο ρητώς από ειδικές διατάξεις.
3. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο γενικό πληρεξούσιο, η δικαστική πληρεξουσιότητα λήγει με την πάροδο πενταετίας από τη χρονολογία κατάρτισης του σχετικού εγγράφου. Αν όμως η δίκη έχει αρχίσει πριν από τη λήξη της πενταετίας ή της προθεσμίας που τυχόν έχει οριστεί, το γενικό πληρεξούσιο ισχύει έως και την επίδοση της οριστικής απόφασης.
4. Ο πληρεξούσιος είναι υποχρεωτικά και αντίκλητος του εντολέα του στις κοινοποιήσεις που αφορούν στη δίκη στην οποία παρίσταται, περιλαμβανομένης και της οριστικής απόφασης.
Άρθρο 38
Παύση δικαστικής πληρεξουσιότητας
1. Η πληρεξουσιότητα παύει
(α) με την κατάργηση της δίκης ή την περάτωση της διαδικαστικής πράξης, για την οποία αυτή είχε δοθεί,
(β) με τον θάνατο του πληρεξουσίου ή την απώλεια της ικανότητάς του να ενεργεί ως πληρεξούσιος,
(γ) με την ανάκληση της πληρεξουσιότητας ή την παραίτηση του πληρεξουσίου από αυτήν,
(δ) με την παραίτηση, την παύση ή την έκπτωση του πληρεξούσιου δικηγόρου από το δικηγορικό λειτούργημα.
2. Η ανάκληση της πληρεξουσιότητας, καθώς και η παραίτηση του δικαστικού πληρεξουσίου από αυτήν, γίνονται είτε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, που καταχωρίζεται στα πρακτικά και ισχύει έναντι όλων, είτε με έγγραφη δήλωση, η οποία κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή, στον πληρεξούσιο ή στον εντολέα, κατά περίπτωση, καθώς και σε όλους τους διαδίκους, και στη συνέχεια κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου μαζί με τα αποδεικτικά των κοινοποιήσεων, από τότε δε και ισχύει έναντι όλων.
3. Ο δικαστικός πληρεξούσιος οφείλει, και μετά την κατά την παραγράφου 2 παραίτησή του, εφόσον δεν διορίστηκε άλλος, να προβαίνει, για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών, στη διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων που είναι απαραίτητες προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου για τα συμφέροντα του εντολέα του. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται για άλλες τριάντα (30) ημέρες αν ο επικείμενος κίνδυνος που είχε εμφανισθεί εντός της προθεσμίας δεν έχει εκλείψει.
4. Η πληρεξουσιότητα δεν παύει με το θάνατο ή τη μεταβολή της προσωπικής κατάστασης εκείνου που την έδωσε ή του νόμιμου αντιπροσώπου του, αλλά εξακολουθεί και παύει μόνον όταν διακοπεί η δίκη για έναν από τους λόγους αυτούς.
Άρθρο 39
Νομιμοποίηση δικαστικών πληρεξουσίων
1. Για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και κλήσεις μέχρι την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η πληρεξουσιότητα θεωρείται υπάρχουσα.
2. Αν, ως την πρώτη συζήτηση, δεν έχουν υποβληθεί τα στοιχεία της νομιμοποίησης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 229.
3. Αν ο δικαστικός πληρεξούσιος τελικώς δεν νομιμοποιηθεί, κηρύσσονται άκυρες οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν από αυτόν, καθώς και οι κλήσεις προς αυτόν για συζήτηση, το δε σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσο απορρίπτεται.