Άρθρο 21
Λόγοι αποκλεισμού και απαλλαγής
1. Ο δικαστικός λειτουργός αποκλείεται από την άσκηση του λειτουργήματός του σε δίκη,
(α) όταν από την έκβαση της δίκης έχει άμεσο ή έμμεσο προσωπικό συμφέρον ή όταν σ’ αυτήν διάδικος είναι σύζυγος ή εξομοιούμενος κατά τον νόμο με σύζυγο, μνηστήρας ή πρόσωπο με το οποίο συνδέεται με συγγένεια αίματος ή αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό ή πρόσωπο με το οποίο συνδέεται με υιοθεσία ή αναδοχή,
(β) όταν η δίκη αφορά υπόθεση στην οποία έχει αναμειχθεί με την ιδιότητα του πληρεξουσίου, αντιπροσώπου, εκπροσώπου, διαιτητή, μάρτυρα, πραγματογνώμονα, πειθαρχικού δικαστή ή μέλους πειθαρχικού συμβουλίου ή όταν έχει γνωμοδοτήσει γι’ αυτήν.
(γ) όταν η δίκη αφορά διοικητική πράξη ή δικαστική απόφαση στην έκδοση των οποίων είχε συμπράξει.
2. Ο λόγος αποκλεισμού δικαστικού λειτουργού που αναφέρεται στην περίπτωση γ΄ της προηγούμενης παραγράφου δεν ισχύει για την εκδίκαση από τον δικαστικό λειτουργό αίτησης διόρθωσης ή ερμηνείας, ανακοπής ερημοδικίας και αίτησης αναθεώρησης, εκτός αν προβάλλεται ο λόγος της παραγράφου 2 του άρθρου 183, ή δίκαιης ικανοποίησης.
3. Η γραμματεία του δικαστηρίου οφείλει να ερευνά και να ενημερώνει τον πρόεδρο του δικαστηρίου και το δικαστικό λειτουργό για το λόγο αποκλεισμού του που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περίπτωση γ΄ του άρθρου αυτού.
4. Ο δικαστικός λειτουργός που πιστεύει ότι συντρέχουν σοβαροί λόγοι ευπρέπειας που επιβάλλουν την αποχή του από συγκεκριμένη δίκη, έχει δικαίωμα να ζητήσει απαλλαγή από τη συμμετοχή του στη δίκη αυτή.
Άρθρο 22
Διαδικασία αποκλεισμού και απαλλαγής
1. Ο δικαστικός λειτουργός, μόλις αντιληφθεί το λόγο αποκλεισμού του, οφείλει να το δηλώσει στον πρόεδρο του δικαστηρίου. Αν ο λόγος αποκλεισμού συντρέχει στον πρόεδρο, επιλαμβάνεται ο αμέσως μετά αυτόν αρχαιότερος δικαστικός λειτουργός.
2. Το δικαστήριο, συνεδριάζοντας σε συμβούλιο, αποτελούμενο από τους τρεις αρχαιότερους δικαστές του και αφού ακούσει τη γνώμη του Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας, αποφασίζει αν συντρέχει λόγος αποκλεισμού ή αν εκείνος που υπέβαλε την αίτηση απαλλαγής δικαιούται να απαλλαγεί από την άσκηση των καθηκόντων του. Η απόφαση καταχωρίζεται σε ειδικό πρωτόκολλο.
Άρθρο 23
Αίτηση εξαίρεσης
Αίτηση εξαίρεσης δικαστικού λειτουργού μπορεί να υποβληθεί από διάδικο για δικαστικό λειτουργό ως προς τον οποίο συντρέχει λόγος αποκλεισμού ή στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι που δικαιολογούν τη δημιουργία αμφιβολίας ως προς την αντικειμενικά ή υποκειμενικά αμερόληπτη άσκηση των καθηκόντων του.
Άρθρο 24
Εξέταση της αίτησης εξαίρεσης
1. Η αίτηση εξαίρεσης υποβάλλεται εγγράφως στη γραμματεία του δικαστηρίου ή προφορικώς στο ακροατήριο, ως το τέλος της συζήτησης της υπόθεσης.
2. Αν ζητείται η εξαίρεση ολόκληρου του δικαστηρίου, η αίτηση κατατίθεται οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση. Δεν δύναται να ζητηθεί η εξαίρεση τόσων μελών του δικαστηρίου ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας, ώστε με τον αριθμό που απομένει να μην είναι δυνατή η συγκρότησή τους.
3. Αν ο λόγος εξαίρεσης προταθεί πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, αποφαίνονται γι’ αυτήν οι τρεις αρχαιότεροι δικαστές του δικαστηρίου, χωρίς τη συμμετοχή του μέλους του οποίου ζητείται η εξαίρεση.
4. Αν ο λόγος προταθεί κατά τη συζήτηση, το δικαστήριο αποφαίνεται για το βάσιμο αυτής αμέσως, αποτελούμενο από τους τρεις αρχαιότερους δικαστές του δικαστηρίου που είναι παρόντες στο κατάστημα του δικαστηρίου κατά την ημέρα της συζήτησης, χωρίς τη συμμετοχή του μέλους του οποίου ζητείται η εξαίρεση.
5. Η προαπόδειξη είναι υποχρεωτική για τον αιτούντα.
Άρθρο 25
Απόφαση για την εξαίρεση
1. Αν ο λόγος αποκλεισμού ή εξαίρεσης κριθεί βάσιμος, απαγγέλλεται η ακυρότητα των πράξεων στις οποίες συμμετείχε ο δικαστής του οποίου η εξαίρεση αποφασίσθηκε.
2. Αν ο λόγος αποκλεισμού ή εξαίρεσης κριθεί αβάσιμος, η αίτηση απορρίπτεται. Αν ο λόγος εξαίρεσης κριθεί προφανώς αβάσιμος, μπορεί να επιβληθούν σ’ αυτόν που υπέβαλε την αίτηση εξαίρεσης οι κυρώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 20.
Άρθρο 26
Αποκλεισμός δικαστικών υπαλλήλων
Οι ρυθμίσεις για τον αποκλεισμό και την εξαίρεση δικαστικού λειτουργού εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους της γραμματείας. Τις σχετικές αποφάσεις λαμβάνει ο πρόεδρος του δικαστηρίου.