1. Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, ο/η Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος και ο/η Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς παρέχουν στον/στην Ευρωπαίο/α Εντεταλμένο/η Εισαγγελέα κάθε στοιχείο που τους ζητείται και κάθε άλλη συνδρομή. Την ίδια υποχρέωση έχει και κάθε δημόσιος λειτουργός ή υπάλληλος, καθώς και όλοι οι δημόσιοι οργανισμοί και αρχές συμπεριλαμβανόμενων και των ανεξάρτητων αρχών.
2. Τον/την Έλληνα/ίδα Ευρωπαίο/α Εντεταλμένο/η Εισαγγελέα στα πλαίσια των ερευνών και διώξεων που διενεργεί κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του συνεπικουρούν ως εμπειρογνώμονες οι επιθεωρητές που υπηρετούν στον/στην Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ή επιθεωρητές και ελεγκτές υπάλληλοι, οι οποίοι υπηρετούν στις υπηρεσίες ή στα σώματα ελέγχου, που συμμετέχουν στο Συντονιστικό Όργανο Επιθεώρησης και Ελέγχου (Σ.Ο.Ε.Ε.). Οι εμπειρογνώμονες ορίζονται από τον/την Γενικό/ή Επιθεωρητή/τρια Δημόσιας Διοίκησης και Πρόεδρο του Σ.Ο.Ε.Ε., μετά από δεσμευτική παραγγελία του/της αρμόδιου/ας Έλληνα/ίδας Ευρωπαίου/ας Εντεταλμένου/ης Εισαγγελέα. Απαραίτητα τυπικά προσόντα για την επιλογή των ανωτέρω υπαλλήλων αποτελούν ο Α΄ βαθμός ή δωδεκαετής πραγματική υπηρεσία, η κατοχή του προβλεπόμενου κατά νόμο πιστοποιητικού ελεγκτικής επάρκειας, η εξειδίκευση σε θέματα οικονομικών εγκλημάτων διαφθοράς και ευρωαπάτης, καθώς επίσης η άριστη γνώση της αγγλικής τουλάχιστον γλώσσας.
Σε συνέχεια προηγούμενου σχολίου μου είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, η επιλογή των εμπειρογνωμόνων πρέπει να γίνεται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, όπως γίνεται και σε άλλους ευρωπαϊκούς οργανισμούς (π.χ. Europol, Frontex, κ.α.) και ας αφορά μόνο συνδρομή και όχι απόσπαση, διότι ουσιαστικά θα πρόκειται για την ίδια κατάσταση, με μόνη διαφορά την χρονική διάρκεια. Η ευθύνη της επιλογής τους πρέπει να αναλαμβάνεται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η οποία θα αξιολογήσει και τελικώς το έργο τους.
Όπως επίσης και να διευρυνθεί το φάσμα των υποψηφίων εμπειρογνωμόνων από όλες τις Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και από ειδικές Οικονομικές Υπηρεσίες (π.χ. Σ.Δ.Ο.Ε., Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων του Υπουργείου Οικονομικών, κ.α.), ώστε να μην αποκλειστούν ικανοί και έμπειροι υπάλληλοι με σχετικές γνώσεις, που τυγχάνει να μην υπηρετούν σε ελεγκτικές υπηρεσίες.
Η έρευνα στον εν θέματι Κανονισμό προσομοιάζει στο ελληνικό εθνικό δίκαιο με ποινική διαδικασία και συνεπώς θα διενεργείται σαν να είναι προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση.
Στο αρ. 30 του Κανονισμού αναφέρονται τα μέτρα έρευνας, τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν ως «αστυνομικά» μέτρα, διότι κυρίως λαμβάνονται και εκτελούνται από τις αστυνομικές αρχές, π.χ. διενέργεια ερευνών, παρακολούθηση ηλεκτρονικών επικοινωνιών με την επακόλουθη απομαγνητοφώνηση συνομιλιών κ.τ.λ..
Ως εκ τούτου, προτείνεται η τροποποίηση της παρ. 2, με την διεύρυνση του προσωπικού των εμπειρογνωμόνων, το οποίο να προέρχεται από γενικούς και ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους από υπηρεσίες του δημόσιου τομέα με συναφή εμπειρία, όπως από όλες τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, από τον Σ.Δ.Ο.Ε. κ.α..
Επίσης, η επιλογή των εμπειρογνωμόνων να πραγματοποιείται από τον ίδιο τον εντεταλμένο Εισαγγελέα, βάσει προηγούμενης προκήρυξης ενδιαφέροντος, με απαραίτητες προϋποθέσεις την θετική γνώμη της Υπηρεσίας τους και την άμεση δυνατότητα αντικατάστασης τους από τον Εισαγγελέα λόγω ανεπάρκειας ή άλλων κωλυμάτων.
Επιπλέον, το ευρύ περιθώριο εκτίμησης του εντεταλμένου Εισαγγελέα στην επιλογή των εμπειρογνωμόνων και επομένως συνεργατών του, αναλόγως της φύσεως της υποθέσεως, να περιορίζεται από κάποια απαραίτητα τυπικά προσόντα, μερικά από τα οποία αναφέρονται στην παρ. 2, όπως:
1) Την δωδεκαετή πραγματική υπηρεσία,
2) Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας και υπάλληλοι Α΄ βαθμού,
3) Άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας,
4) Γνώση εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας και
5) Προηγούμενη εμπειρία σε έρευνες οργανωμένου εγκλήματος, ή οικονομικών εγκλημάτων ή διαφθοράς ή ευρωαπάτης.