ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία
Ι. Χρήση της υπηρεσίας για ιδιωτικό όφελος
Άρθρο 235
Δωροληψία υπαλλήλου
1. Υπάλληλος ο οποίος ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή μέσω τρίτου, για τον εαυτό του ή για άλλον, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα, ή αποδέχεται την υπόσχεση παροχής τέτοιου ωφελήματος, για ενέργεια ή παράλειψή του σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή. Αν ο υπαίτιος τελεί την πράξη του προηγούμενου εδαφίου κατ` επάγγελμα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή.
2. Αν η ως άνω ενέργεια ή παράλειψη του υπαιτίου αντίκειται στα καθήκοντα του, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. Αν ο υπαίτιος τελεί την πράξη του προηγούμενου εδαφίου κατ` επάγγελμα τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή.
3. Υπάλληλος ο οποίος ζητεί ή λαμβάνει, για τον εαυτό του ή για άλλον, αθέμιτη παροχή περιουσιακής φύσης, επωφελούμενος από την ιδιότητα του, τιμωρείται με φυλάκιση, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη.
4. Προϊστάμενοι υπηρεσιών ή επιθεωρητές ή πρόσωπα που έχουν την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε υπηρεσίες του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου τιμωρούνται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, αν με παράβαση συγκεκριμένου υπηρεσιακού καθήκοντος από αμέλεια, δεν απέτρεψαν πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές τους ή υπόκειται στον έλεγχο τους από την τέλεση πράξης των προηγούμενων παραγράφων.
5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν οι πράξεις τελούνται από: α) λειτουργούς ή άλλους υπαλλήλους με οποιαδήποτε συμβατική σχέση, κάθε δημόσιου διεθνούς ή υπερεθνικού οργανισμού ή φορέα στον οποίο η Ελλάδα είναι μέλος, καθώς και κάθε πρόσωπο, αποσπασμένο ή όχι, που εκτελεί καθήκοντα τα οποία αντιστοιχούν σε αυτά που εκτελούν οι λειτουργοί ή άλλοι υπάλληλοι ή β) οποιοδήποτε πρόσωπο που ασκεί δημόσιο λειτούργημα ή υπηρεσία για ξένη χώρα, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας. Στις περιπτώσεις αυτές οι ελληνικοί
ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται όταν: α) συντρέχουν οι όροι του άρθρου 5, β) η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από ημεδαπό, ακόμα κι αν δεν είναι αξιόποινη κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε ή γ) η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από υπάλληλο οργάνου ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει την έδρα του στην Ελλάδα.
Άρθρο 236
Δωροδοκία υπαλλήλου
1. Όποιος προσφέρει, υπόσχεται ή παρέχει σε υπάλληλο, άμεσα ή μέσω τρίτου, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα, για τον εαυτό του ή για άλλον, για ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.
2. Αν η ως άνω ενέργεια ή παράλειψη αντίκειται στα καθήκοντα του υπαλλήλου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή.
3. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν η πράξη απευθύνεται προς τα πρόσωπα της παρ. 5 του προηγούμενου άρθρου.
4. Διευθυντής επιχείρησης ή άλλο πρόσωπο που έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχείρηση τιμωρείται φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα, αν από αμέλεια δεν απέτρεψε πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές του ή υπόκειται στον έλεγχο του από την τέλεση προς όφελος της επιχείρησης πράξης των προηγούμενων παραγράφων.
5. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου επί πράξεων που τελέσθηκαν στην αλλοδαπή από ημεδαπό, δεν είναι αναγκαία η πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 6.
Άρθρο 237
Δωροληψία και δωροδοκία δικαστικών λειτουργών
1. Όποιος καλείται κατά το νόμο να εκτελέσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν ζητήσει ή λάβει, άμεσα ή μέσω τρίτου, για τον εαυτό του ή για άλλον, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα, ή αποδεχθεί την υπόσχεση παροχής τέτοιου ωφελήματος, για ενέργεια του ή παράλειψη, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στην εκτέλεση των καθηκόντων του κατά την απονομή της δικαιοσύνης ή την επίλυση διαφοράς, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή.
2. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος για τον πιο πάνω σκοπό υπόσχεται ή παρέχει τέτοια ωφελήματα, άμεσα ή μέσω τρίτου, στα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου, για τους εαυτούς τους ή για άλλον.
3. Διευθυντής επιχείρησης ή άλλο πρόσωπο που έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχείρηση τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, αν από αμέλεια δεν απέτρεψε πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές του ή υπόκειται στον έλεγχο του από την τέλεση προς όφελος της επιχείρησης της πράξης της παραγράφου.
4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και όταν οι πράξεις τελούνται από ή προς: α) μέλη του Δικαστηρίου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) όσους ασκούν δικαστικά καθήκοντα ή καθήκοντα διαιτητή σε διεθνή δικαστήρια των οποίων η δικαιοδοσία είναι αποδεκτή από την Ελλάδα ή γ) δικαστές, ενόρκους ή διαιτητές άλλων κρατών σχετικά με την άσκηση των δικαστικών τους καθηκόντων, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας. Στις περιπτώσεις αυτές οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται όταν: α) συντρέχουν οι όροι του άρθρου 5, β) η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από ή προς ημεδαπό, ακόμα κι αν δεν είναι αξιόποινη κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε ή γ) η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από υπάλληλο οργάνου ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει την έδρα του στην Ελλάδα.
Άρθρο 237Α
Εμπορία επιρροής – Μεσάζοντες
1. Όποιος ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή μέσω τρίτου, οποιασδήποτε φύσης ωφέλημα, για τον εαυτό του ή για άλλον, ή αποδέχεται την υπόσχεση παροχής τέτοιου ωφελήματος ως αντάλλαγμα για αθέμιτη επιρροή την οποία ισχυρίζεται ή επιβεβαιώνει, ψευδώς ή αληθώς, ότι μπορεί να ασκήσει σε κάποιο από τα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 159, 235 παρ. 1 και 237 παρ. 1, ώστε αυτά να προβούν σε πράξη ή παράλειψη που ανάγεται στην άσκηση των καθηκόντων τους, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή.
2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και όποιος προσφέρει, υπόσχεται ή παρέχει, άμεσα ή μέσω τρίτου, οποιασδήποτε φύσης ωφέλημα , για τον εαυτό του ή για άλλον, σε πρόσωπο που ισχυρίζεται ή επιβεβαιώνει, ψευδώς ή αληθώς, ότι μπορεί να ασκήσει αθέμιτη επιρροή σε κάποιο από τα πρόσωπα που απαριθμούνται στα άρθρα 159, 235 παρ. 1 και 237 παρ. 1, ώστε αυτά να προβούν σε πράξη ή παράλειψη που ανάγεται στην άσκηση των καθηκόντων τους.
Άρθρο 237Β
(Καταργείται)
΄Αρθρο 238
Δήμευση
Στις περιπτώσεις των άρθρων 235 έως και 237Β το δικαστήριο επιβάλλει στον καταδικασθέντα και την παρεπόμενη ποινή της δήμευσης (άρθρο 68).
ΙΙ. Κατάχρηση υπαλληλικής ιδιότητας
Άρθρο 239
Κατάχρηση εξουσίας
Υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση αξιόποινων πράξεων: α) αν μεταχειρίστηκε παρανόμως εκβιαστικά μέσα για να πετύχει οποιαδήποτε έγγραφη ή προφορική κατάθεση κατηγορουμένου, μάρτυρα ή πραγματογνώμονα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά το άρθρο 239Α, β) αν εν γνώσει του εξέθεσε σε δίωξη ή τιμωρία κάποιον αθώο ή παρέλειψε να διώξει κάποιον υπαίτιο, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή, αν πρόκειται για κακούργημα και με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, αν πρόκειται για πλημμέλημα.
Άρθρο 239Α
Βασανιστήρια
1. Υπάλληλος ή στρατιωτικός, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη, η ανάκριση ή η εξέταση αξιόποινων πράξεων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων ή η εκτέλεση ποινών ή η φύλαξη ή η επιμέλεια κρατουμένων, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη, εάν υποβάλλει σε βασανιστήρια κατά την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων πρόσωπο που βρίσκεται στην εξουσία του με σκοπό: α) να αποσπάσει από αυτό ή από τρίτο πρόσωπο ομολογία, κατάθεση, πληροφορία ή δήλωση ιδίως αποκήρυξης ή αποδοχής πολιτικής ή άλλης ιδεολογίας, β) να το τιμωρήσει ή γ) να εκφοβίσει αυτό ή τρίτα πρόσωπα. Με την ίδια ποινή τιμωρείται υπάλληλος ή στρατιωτικός, που με εντολή των προϊσταμένων του ή αυτοβούλως σφετερίζεται τέτοια καθήκοντα και τελεί τις πράξεις του προηγούμενου εδαφίου.
2. Επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν οι πράξεις της προηγούμενης παραγράφου: α) τελούνται με μέσα ή τρόπους συστηματικού βασανισμού, ιδίως κτυπήματα στα πέλματα του θύματος (φάλαγγα), ηλεκτροσόκ, εικονική εκτέλεση ή παραισθησιογόνες ουσίες ή β) έχουν ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του θύματος. Η ποινή αυτή επιβάλλεται και όταν ο υπαίτιος, ως προϊστάμενος, έδωσε την εντολή τέλεσής τους.
3. Σωματική κάκωση, βλάβη της υγείας, άσκηση παράνομης σωματικής ή ψυχολογικής βίας και κάθε άλλη σοβαρή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που τελείται από τα πρόσωπα, υπό τις περιστάσεις και για τους σκοπούς που προβλέπει η παράγραφος 1, εφόσον δεν υπάγεται στην έννοια των βασανιστηρίων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη αν συντρέχουν οι επιβαρυντικές περιστάσεις της προηγούμενης παραγράφου. Ως προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας θεωρούνται ιδίως: α) η χρησιμοποίηση ανιχνευτή αλήθειας, β) η παρατεταμένη απομόνωση, γ) η σοβαρή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας.
4. Αν οι πράξεις των προηγούμενων παραγράφων επέφεραν το θάνατο του θύματος επιβάλλεται κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών.
5. Βασανιστήρια συνιστούν, κατά το άρθρο αυτό, κάθε μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, καθώς και κάθε παράνομη χρησιμοποίηση χημικών, ναρκωτικών ή άλλων φυσικών ή τεχνικών μέσων με σκοπό να κάμψουν τη βούληση του θύματος. Δεν υπάγονται στην έννοια των βασανιστηρίων πράξεις ή συνέπειες συμφυείς προς τη νόμιμη εκτέλεση ποινής ή άλλου νόμιμου περιορισμού της ελευθερίας ή προς άλλο νόμιμο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού.
6. Η καταδίκη για τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4 συνεπάγεται αυτοδίκαιη αποστέρηση αξιωμάτων και θέσεων, που επέρχεται μόλις η καταδικαστική απόφαση γίνεται αμετάκλητη.
7. Σε περίπτωση που οι πράξεις του άρθρου αυτού τελούνται υπό καθεστώς σφετερισμού της λαϊκής κυριαρχίας, η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία.
8. Η συνδρομή των όρων των άρθρων 20 έως 25 ουδέποτε αίρει τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων αυτού του άρθρου.
9. Ο παθών των πράξεων του άρθρου αυτού δικαιούται να απαιτήσει από τον αμετακλήτως καταδικασθέντα και από το δημόσιο, που ευθύνονται σε ολόκληρο, αποζημίωση για τις ζημίες που υπέστη και χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη ή περιουσιακή βλάβη.
Άρθρο 240
Παραβάσεις στην εκτέλεση των ποινών
1. Υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η εκτέλεση των ποινών τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή αν εν γνώσει του εκτέλεσε παράνομα ποινή ή μέτρο ασφαλείας ή παρέλειψε την εκτέλεση.
2. Με τις ποινές της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται και ο αρμόδιος για την εκτέλεση εντάλματος σύλληψης υπάλληλος, που δεν το εκτελεί.
3. Αν οι παραβάσεις των προηγούμενων παραγράφων οφείλονται σε αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή.
Άρθρο 241
Παραβίαση οικιακού ασύλου
Υπάλληλος που, χρησιμοποιώντας την υπαλληλική του ιδιότητα εισέρχεται στην κατοικία άλλου χωρίς ο άλλος να το θέλει, εκτός από τις περιπτώσεις που το προβλέπει ο νόμος και χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.
Άρθρο 242
Ψευδής βεβαίωση, νόθευση κ.λπ.
1. Υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη ορισμένων δημοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή.
2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπάλληλος ο οποίος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει, βλάπτει ή υπεξάγει έγγραφο που του εμπιστεύθηκαν ή του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του.
3. Αν όμως ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 και 2 είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ.
4. Αν οι πράξεις των παραγράφων 1 και 2 στρέφονται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού Δημοσίου, των νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και το αντικείμενό τους υπερβαίνει συνολικά τις 120.000 ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Οι πράξεις αυτές παραγράφονται μετά είκοσι έτη.
5. Με την ποινή της παρ. 1 τιμωρείται όποιος εν γνώσει του χρησιμοποιεί το έγγραφο που είναι πλαστό ή νοθευμένο ή έχει υπεξαχθεί. Αν όμως είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ, επιβάλλεται η ποινή της παραγράφου 3.
Άρθρο 243
Νόθευση δικαστικού εγγράφου
1. Όποιος κατά την εκτέλεση των δικαστικών ή διαιτητικών του καθηκόντων εν γνώσει αλλοιώνει το διατακτικό απόφασης δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου ή διαιτητικής απόφασης, ή το αποτέλεσμα ψηφοφορίας για την έκδοσή της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή. Η ίδια ποινή επιβάλλεται όταν η πράξη αφορά τα πρακτικά συνεδριάσεων δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου.
2. Αν ο υπαίτιος της πράξης της προηγούμενης παραγράφου σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτο ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή εάν το συνολικό περιουσιακό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ.
3. Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τιμωρείται και όποιος άλλος, κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, γίνεται υπαίτιος του εγκλήματος της πρώτης παραγράφου, καθώς και όποιος εν γνώσει κάνει χρήση των πιο πάνω αποφάσεων. Αν συντρέχει η επιβαρυντική περίσταση της παραγράφου 2 επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή.
Άρθρο 244
Παράνομη βεβαίωση ή είσπραξη δικαιωμάτων του Δημοσίου
Υπάλληλος που εν γνώσει βεβαιώνει ή εισπράττει φόρους, δασμούς, τέλη ή άλλα φορολογήματα, δικαστικά έξοδα ή οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα του Δημοσίου που δεν οφείλονται τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.
Άρθρα 245 – 250
(Καταργούνται)
Άρθρο 251
Παραβίαση δικαστικού απορρήτου
1. Όποιος καλείται κατά νόμο να ασκήσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν με οποιονδήποτε τρόπο γνωστοποιεί σε άλλον, αφήνει να περιέλθει στην κατοχή ή γνώση άλλου, ανακοινώνει ή διαδίδει δικαστικό απόρρητο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν με την πράξη σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον οποιοδήποτε όφελος ή να βλάψει άλλον, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή.
2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και εκείνος στον οποίο το δικαστικό απόρρητο ήταν προσιτό λόγω της υπηρεσίας του ή της συμμετοχής του στη διαδικασία ως δικηγόρου ή διαδίκου.
3. Το δικαστικό απόρρητο κατά το άρθρο αυτό αφορά γεγονότα, έγγραφα ή πληροφορίες όταν αυτά σχετίζονται με: α) συνεδρίαση δικαστικού συμβουλίου, β) διάσκεψη ή μυστική ψηφοφορία, γ) πράξεις που διενεργούνται στη διάρκεια της ανάκρισης, δ) συνεδρίαση δικαστηρίου που έχει διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών, όταν από τη δημοσιοποίηση των στοιχείων της προκαλείται κίνδυνος προσβολής άλλου ή ε) στοιχεία που σχετίζονται με διαιτησία ή διαμεσολάβηση, όταν η δημοσιοποίησή τους δημιουργεί κίνδυνο προσβολής του ενός μέρους.
Άρθρο 252
Παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου
1. Υπάλληλος που κατά παράβαση των καθηκόντων του γνωστοποιεί σε άλλον απόρρητα που του εμπιστεύτηκαν ή γνωρίζει λόγω της υπηρεσίας του, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Η παράβαση αυτή τιμωρείται και αν τελέστηκε μετά την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία.
2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και εκείνος που χρησιμοποιεί το υπηρεσιακό απόρρητο εν γνώσει της προέλευσής του, με σκοπό να βλάψει το κράτος ή άλλον.
3. Το υπηρεσιακό απόρρητο κατά το άρθρο αυτό αφορά έγγραφα ή πληροφορίες που με νόμο ή απόφαση της αρμόδιας αρχής έχουν χαρακτηριστεί εμπιστευτικά.
΄Αρθρο 253
(Καταργείται)
Άρθρο 254
Αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης
Υπάλληλος για τον οποίο υπάρχει νόμιμος λόγος να εξαιρεθεί σε κάποια υπόθεση και που εν γνώσει του αποσιωπά το περιστατικό αυτό και ενεργεί σ’ αυτήν την υπόθεση, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή, αν η αποσιώπηση έγινε με σκοπό την αθέμιτη ωφέλεια του ίδιου ή άλλου ή τη βλάβη άλλου. Επιβάλλεται φυλάκιση ή χρηματική ποινή, όταν η πράξη τελείται από δικαστικό λειτουργό ή διαιτητή.
Άρθρο 255
Αθέμιτη συμμετοχή
Υπάλληλος που άμεσα ή έμμεσα και ιδίως χρησιμοποιώντας άλλο πρόσωπο ή με πράξεις συγκαλυμμένες, πήρε μέρος σε πλειστηριασμό, μίσθωση, δημοπρασία ή σε οποιαδήποτε άλλη πράξη στην οποία ασκεί τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη και χρηματική ποινή.
΄Αρθρα 256 – 258
(Καταργούνται)
΄Αρθρο 259
Παράβαση καθήκοντος
Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη.
΄Αρθρο 260
Ανυποταξία σε πολιτική αρχή
Στρατιωτικός διοικητής, αξιωματικός ή υπαξιωματικός ή αστυνομικός υπάλληλος ο οποίος παραλείπει να συγκεντρώσει και να χρησιμοποιήσει την ένοπλη ή αστυνομική δύναμη που έχει στις διαταγές του, αν και η αρμόδια πολιτική αρχή τον κάλεσε νόμιμα να το πράξει, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.
Άρθρα 261 – 262
(Καταργούνται)
Άρθρο 263
Παρεπόμενες ποινές
1. Στις περιπτώσεις των άρθρων 235, 237, 239, 242, 243, η αμετάκλητη καταδίκη του υπαιτίου συνεπάγεται αυτοδικαίως έκπτωση από τη δημόσια θέση και τα αξιώματα που κατέχει.
2. Η διάταξη του άρθρου 238 εφαρμόζεται αναλόγως σε όλα τα εγκλήματα των άρθρων 239 έως 260, εφόσον έχουν προσπορίσει στους υπαιτίους περιουσιακά οφέλη.
Άρθρο 263Α
Μέτρα επιείκειας
1. Οι πράξεις των άρθρων 236 παρ. 1, 2 και 3, 237 παρ. 2 και 3 και 237Β παρ. 1 μένουν ατιμώρητες αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν εξετασθεί ως ύποπτος ή κατηγορούμενος για την πράξη του, την αναγγείλει στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο ή άλλη αρμόδια αρχή, εγχειρίζοντας έγγραφη αναφορά ή προφορικά, οπότε συντάσσεται σχετική έκθεση.
2. Αν ο υπαίτιος των πράξεων των άρθρων 236 παρ. 1, 2 και 3 και 237 παρ. 2 και 3 ή ο συμμέτοχος στις πράξεις των άρθρων 235 παρ. 1, 2 και 3, 237 παρ. 1 και 239 έως 261, καθώς και του άρθρου 390, όταν τελείται από υπάλληλο, συμβάλλει ουσιωδώς, με αναγγελία στην αρχή, στην αποκάλυψη της συμμετοχής υπαλλήλου στις πράξεις αυτές, τιμωρείται με ποινή μειωμένη στο μέτρο του άρθρου 44 παρ. 2 εδάφιο πρώτο. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής αυτής, ανεξάρτητα αν συντρέχουν οι όροι των άρθρων 99 και 100. Το συμβούλιο Πλημμελειοδικών με βούλευμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του αρμοδίου εισαγγελέα, διατάσσει την αναστολή της ασκηθείσας ποινικής δίωξης κατά του υπαιτίου για ορισμένο χρονικό διάστημα, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η αλήθεια των εισφερόμενων στοιχείων. Την αναστολή της δίωξης μπορεί να διατάξει και το δικαστήριο, εφόσον τα στοιχεία εισφέρονται μέχρι την έκδοση απόφασης σε δεύτερο βαθμό. Με το ίδιο βούλευμα ή απόφαση μπορεί να διαταχθεί και η άρση ή η αντικατάσταση των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού που έχουν επιβληθεί. Αν μετά την αναστολή της ποινικής δίωξης προκύψει ότι τα εισφερθέντα από τον υπαίτιο στοιχεία δεν ήσαν επαρκή για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του υπαλλήλου, το σχετικό βούλευμα ή απόφαση ανακαλείται και συνεχίζεται κατά του υπαιτίου η ανασταλείσα ποινική δίωξη.
3. Υπάλληλος, υπαίτιος για την τέλεση των πράξεων των άρθρων 235 έως 261, καθώς και του άρθρου 390, ή συμμέτοχος στις πράξεις αυτές, ο οποίος συμβάλλει ουσιωδώς, με αναγγελία στην αρχή, στην αποκάλυψη της συμμετοχής στις πράξεις αυτές άλλων υπαλλήλων, τιμωρείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, εφόσον το πρόσωπο που καταγγέλλεται κατέχει θέση ανώτερη της δικής του και ο ίδιος έχει μεταβιβάσει στο Δημόσιο όλα τα περιουσιακά στοιχεία που έχει αποκτήσει, αμέσως ή εμμέσως, από την τέλεση ή τη συμμετοχή στην τέλεση των παραπάνω εγκλημάτων. Αν κατ` εξαίρεση η μεταβίβαση αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί μέχρι το στάδιο της επιμέτρησης της ποινής, το δικαστήριο μπορεί να επιφυλαχθεί ως προς την επί ποινής κρίση του, διακόπτοντας προς τούτο τη διαδικασία για ορισμένη ημερομηνία και χωρίς το χρονικό περιορισμό του άρθρου 352 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στην περίπτωση αυτή ορίζει και τις συγκεκριμένες μεταβιβάσεις ή άλλες ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί ο δράστης για να τύχει του σχετικού ευεργετήματος. Με την απόφαση περί διακοπής της δίκης το δικαστήριο μπορεί να διατάξει και την άρση ή την αντικατάσταση των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού που έχουν επιβληθεί.
4. α) Αν κάποιος από τους υπαιτίους των εγκλημάτων των άρθρων 235 έως 261 και 390 ή πράξεων νομιμοποίησης εσόδων που προέρχονται άμεσα από τις συγκεκριμένες εγκληματικές δραστηριότητες, εισφέρει αποδεικτικά στοιχεία για τη συμμετοχή στις πράξεις αυτές προσώπων που διατελούν ή διατέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί, το δικαστικό συμβούλιο, με βούλευμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, διατάσσει την αναστολή της ασκηθείσας σε βάρος του ποινικής δίωξης και την αμελλητί παραπομπή της δικογραφίας στη Βουλή. Την παραπάνω αναστολή μπορεί να διατάξει το δικαστήριο και όταν τα στοιχεία εισφέρονται μέχρι την έκδοση απόφασης σε δεύτερο βαθμό. Με το ίδιο βούλευμα ή απόφαση μπορεί να διαταχθεί και η άρση ή η αντικατάσταση των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού που έχουν ταχθεί.
β) Αν η Βουλή κρίνει, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος, ότι τα στοιχεία δεν είναι επαρκή για την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος Υπουργού ή Υφυπουργού, το βούλευμα ή η απόφαση ανακαλείται και η ανασταλείσα ποινική δίωξη συνεχίζεται. Αν η Βουλή αποφασίσει την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος Υπουργού ή Υφυπουργού κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος, σε περίπτωση καταδίκης από το Ειδικό Δικαστήριο, ο κατά το προηγούμενο εδάφιο συμμέτοχος που εισέφερε τα αποδεικτικά στοιχεία τιμωρείται με ποινή μειωμένη στο μέτρο του άρθρου 44 παρ. 2 εδάφιο πρώτο. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής αυτής κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2.
5. Αν η κίνηση της ποινικής διαδικασίας δεν είναι δυνατή λόγω εξάλειψης του αξιόποινου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 86 παρ. 3 εδ. β` του Συντάγματος, στον κατηγορούμενο επιβάλλεται ποινή μειωμένη στο μέτρο του άρθρου 44 παρ. 2 εδ. α΄. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει και την αναστολή εκτέλεσης της ποινής αυτής, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει και την αναστολή εκτέλεσης της ποινής αυτής, εφόσον: α) στην ίδια Βουλευτική Περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας επήλθε η παραγραφή και το αργότερο έως το πέρας της πρώτης τακτικής Συνόδου της επόμενης Βουλευτικής Περιόδου, συσταθεί εξεταστική επιτροπή, και β) η επιτροπή κρίνει τα προσφερόμενα στοιχεία επαρκή. Η εξεταστική επιτροπή αποφασίζει σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 6 του άρθρου 147 του Κανονισμού της Βουλής.
Όπως είναι γνωστό, ο ν. 1608/1950 εφαρμόζεται σήμερα σε (συγκεκριμένες) περιπτώσεις τέλεσης των αδικημάτων των άρ. 216, 218, 235, 236, 237, 242, 256, 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα. Για τα αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 216, 218, 242, 256, 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα έχουν προβλεφθεί στο σχέδιο ρητές διακεκριμένες (κακουργηματικές) παραλλαγές, με τις οποίες δεν καταλείπονται σημαντικά κενά ποινικοποίησης από την επίσης προτεινόμενη στο Σχέδιο (ορθή) κατάργηση του ως άνω νόμου 1608/1950 (που προβλέπεται στο άρθρο 462 του Σχεδίου).
Αντίθετα, πρόβλεψη διακεκριμένης κακουργηματικής παραλλαγής δεν προβλέπεται στο σχέδιο για τα αδικήματα των άρ. 235, 236 και 237 ΠΚ επί των οποίων σήμερα εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 1608/1950, με αποτέλεσμα να υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να προκύψουν σοβαρά κενά ποινικής μεταχείρισης σε πολλές εκκρεμείς υποθέσεις, οι οποίες θα οδηγηθούν σε παραγραφή. Το πρόβλημα επιτείνεται από την επιλογή να μην προβλέπονται διακεκριμένες κακουργηματικές παραλλαγές συμπεριφορών ενεργητικής δωροδοκίας (κοινής κατ’ άρ. 236 ΠΚ, δικαστή κατ’ άρ. 237 ΠΚ ή πολιτικού προσώπου κατά τις διακρίσεις του άρ. 159Α ΠΚ). Να σημειωθεί ότι Η τελευταία επιλογή είναι ελέγξιμη και από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου, αφού είναι αντίθετη με το γράμμα και το πνεύμα των ειδικών διεθνών Συμβάσεων στις οποίες η χώρα είναι μέλος.
Συνεπώς, η διαφοροποίηση του σχεδίου, με το οποίο προτείνεται η επιεικέστερη μεταχείριση της ενεργητικής δωροδοκίας έναντι της δωροληψίας, θα πρέπει να επαναξεταστεί.
Στο 239 και ειδικά για την υπό εισαγγελικού λειτουργού δόλια παράλειψη άσκησης ποινικής δίωξης με συνειδητή διαστρέβλωση του υπάρχοντος αποδεικτικού υλικού, και προκειμένου για την αποτροπή παραδικαστικών κυκλωμάτων, δεν θα πρέπει να ενδιαφέρει αν το αδίκημα που συγκαλύφθηκε είναι πλημμέλημα, ως η απιστία δικηγόρου, η πλημμεληματική απάτη κ.ο.κ. Aλλά η πράξη της κατάχρησης εξουσίας, ανεξαρτήτου μορφής, να θεωρείται κακούργημα. Τα πλημμελήματα παραγράφονται στην 5ετία συν την 3ετή αναστολή, πράγμα που σημαίνει πως με την τυχόν δικαιολογία του φόρτου δικογραφιών, η όποια εκκρεμότητα ευκόλως παρελκύεται και οδηγείται στην παραγραφή, ευνοώντας τελικά το, εξουσία έχουμε κι ότι θέλουμε κάνουμε!
Το αυτό δόγμα θα ευνοηθεί και με την πρόβλεψη πλημμεληματικής μορφής του άρθρου 259 Π.Κ. Τουλάχιστον, η για οποιονδήποτε δικαστικό λειτουργό παράβαση του καθήκοντος αμεροληψίας και η παράβαση του καθήκοντος του άρθρου 37 παρ. 2 Κ.Π.Δ θα πρέπει να λάβουν μορφή κακουργηματική, αλλιώς η κοινωνία μένει απροστάτευτη έναντι τυχόν παραδικαστικών κυκλωμάτων, και αναμφιβόλως οι πρόσφατες εμπειρίες δεν επιτρέπουν τον εφησυχασμό της Πολιτείας σε βάρος των πολιτών!
Απροστάτευτοι μένουν οι πολίτες και από την παραβίαση από τη ΔΕΗ του άρθρου 34 παρ 3 του Κώδικα Παροχής Ηλεκτρικής Ενέργειας σε Πελάτες, δια της οποίας παραβίασης και απαιτούν από οικονομικά ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όχι την απ’ τον εν λόγω νόμο προβλεπόμενη αποπληρωμή προηγούμενων οφειλών τους, αλλά το ανέφικτο, δηλαδή, την άμεση καταβολή του 30% της υφιστάμενης οφειλής και το υπόλοιπο σε μόνο 12 δώσεις! Στο 372 εντάχθηκε ως τιμωρητέα πράξη κλοπής και η έσχατη λύση της αποδεδειγμένα επιβεβλημένης ρευματοκλοπής, δηλαδή, και αυτής της μορφής που στη συνείδηση της κοινωνίας καθίσταται αντικειμενικά αποδεκτή ως μια αναγκαία πράξη επιβίωσης του αποδεδειγμένα αδύναμου! Τούτα συμβαίνουν βάσει του άρθρου 95 του ως άνω κώδικα, του οποίου ωστόσο η ΔΕΗ μπορεί να παραβιάζει άνευ λογοδοσίας το άρθρο 34 παρ. 3! Επομένως, μπορεί να ενταχθεί στο 259 αντισταθμιστικά και η, υπό του οιουδήποτε υπαλλήλου και σε βάρος των οικονομικά ευάλωτων πολιτών, παραβίαση του καθήκοντος εφαρμογής ευνοϊκότερου για την περίπτωσή τους νόμου! Νομίζω λοιπόν πως ο κώδικας θα πρέπει να προστατεύει το σύνολο των πολιτών και να αποπνέει αυτό που λέμε νομικός πολιτισμός!
Σχετικά με την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 239Α:
Πρόκειται για τα τρέχοντα άρθρα 137Α-137Δ του ποινικού κώδικα, τα οποία έχουν συμπτυχθεί σε ένα άρθρο. Από τον αρχικό τίτλο έχει απαλειφθεί το μέρος «… και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας» και έχει μείνει ως τίτλος μόνο η λέξη «Βασανιστήρια», σε μια προσπάθεια, προφανώς, να ενταχθούν με επιτυχία στο συγκεκριμένο κεφάλαιο. Διατηρείται όμως ο όρος προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στην παρ. 3 του άρθρου, το οποίο κατά τα άλλα έχει μεταφερθεί αυτούσιο από το 137Α.
Η ένταξη των συγκεκριμένων αδικημάτων στο κεφάλαιο με τα αδικήματα κατά της υπηρεσίας είναι λανθασμένη, για δύο λόγους: αφενός, υπογραμμίζει τον χαρακτήρα του εγκλήματος ως ιδιαίτερου, ήτοι τελούμενου μόνο από υπάλληλο, και αφετέρου, τοποθετεί το έννομο αγαθό της υπηρεσίας ως πρωτίστως προσβαλλόμενο από τις συγκεκριμένες πράξεις.
Τα βασανιστήρια είναι έγκλημα με τεράστιο συμβολικό βάρος, όπως αποτυπώνεται, ενδεικτικά, με ξεχωριστό τρόπο στο Σύνταγμα (αρ. 2, 7) στην ΕΣΔΑ (αρ. 3), επαναλαμβάνεται διαρκώς στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, αλλά και σε σωρεία άλλων διεθνών νομικών κειμένων. Η ένταξή τους στο κεφάλαιο των υπηρεσιακών εγκλημάτων μειώνει τον ιδιαζόντως ειδεχθή χαρακτήρα τους και την απαξία τους.
Έτσι, προσμετράται στα αρνητικά το γεγονός ότι, ενώ στη θεωρία αλλά και μέσω των αποφάσεων του ΕΔΔΑ γίνεται συζήτηση σχετικά με τη δυνατότητα τέλεσης τρόπων βασανισμού και από ιδιώτες, και επέκταση της αξιόποινης συμπεριφοράς και σε άλλους δράστες πλην των υπαλλήλων, η ένταξη του αδικήματος στο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της υπηρεσίας τερματίζει άδοξα τη συζήτηση αυτή η οποία επιχειρεί να καλύψει ένα υπαρκτό κενό στην προστασία των ανθρωπινών δικαιωμάτων και συγκεκριμένα αυτό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το έννομο αγαθό ανθρώπινη αξιοπρέπεια θα μπορούσε να καλύψει κενά προστασίας στον ποινικό κώδικα, όπως ενδεικτικά τα βασανιστήρια όταν τελούνται από ιδιώτη, ο σχολικός εκφοβισμός (bullying), ο εκφοβισμός στον στρατό («καψώνια»), η κακομεταχείριση ανηλίκων, ηλικιωμένων, ασθενών και εν γένει ευάλωτων ατόμων, η ρατσιστική – διακριτική μεταχείριση. Εξάλλου, έκφανση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αποτελεί και η γενετήσια αξιοπρέπεια – η οποία, αντίστοιχα, έχει, εξίσου άστοχα, μετονομαστεί σε «γενετήσια ελευθερία» στα σχετικά κεφάλαια του παρόντος σχεδίου – και η οποία αποτελεί το έννομο αγαθό που προσβάλλουν πράξεις όπως ο βιασμός και η σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων και άλλων ευάλωτων ομάδων. Ομοίως αδικαιολόγητη είναι, για τους ανωτέρω λόγους, η κατάργηση του αδικήματος του άρθρου 361Β του ισχύοντος κώδικα που τιμωρεί την προσφορά τροφής και αγαθών από κοινωνικές ομάδες με βάση ρατσιστικά κριτήρια (π.χ. αιμοδοσία μόνο για Έλληνες).
Το ΕΔΔΑ, σταθερά στη νομολογία του, τοποθετεί όλες τις προαναφερόμενες πράξεις – βασανιστήρια, απάνθρωπη μεταχείριση, βιασμό, ενδοοικογενειακή βία, αστυνομική βία, ρατσιστική συμπεριφορά, κακομεταχείριση ατόμου που βρίσκεται σε ευάλωτη θέση – υπό την διάταξη του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ που απαγορεύει τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Η συγκεκριμένη διάταξη θεωρείται θεμελιώδους σημασίας, έχοντας στο επίκεντρο την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και αξιώνοντας γι’ αυτή απόλυτη προστασία, που «δε δύναται να καμφθεί ούτε σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος , άσχετα με τη συμπεριφορά του θύματος , και χωρίς η φύση της πράξης του να επηρεάζει αυτό τον απόλυτο χαρακτήρα ». Η πάγια αυτή αρχή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου συνάδει και με την παρακάτω αναφερόμενη στην υπό κρίση διάταξη της παρ. 5 που ορίζει ότι κανένας λόγος άρσης του αδίκου δεν έχει εφαρμογή στα βασανιστήρια. Κατά τα λοιπά όμως, με την αποσύνδεση των βασανιστηρίων από το έννομο αγαθό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, χάνεται και η αντιστοίχιση με το αρ. 3 της ΕΣΔΑ και όλη τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, που είναι απαραίτητη τόσο για την ενίσχυση της ποινικής προστασίας, τόσο μέσα από την επιστημονική έρευνα και μετατροπή των νόμων, όσο και μέσα από την ευχερή και αποτελεσματική εφαρμογή των υπαρχόντων νόμων από τα δικαστήρια.
Η παράγραφος 5 ορίζει ότι, ουσιαστικά, κανένας από τους γενικούς λόγους άρσης του αδίκου δεν έχει εφαρμογή στα αδικήματα του άρθρου, αντικαθιστώντας τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 137Δ. Πρόκειται για μία θετική ρύθμιση, κατά βάση επειδή επιλύει οριστικά το εκκρεμές ζήτημα του αν ο νομοθέτης απαγορεύοντας την εφαρμογή της κατάστασης ανάγκης ήθελε να απαγορεύσει και την άμυνα ως λόγο άρσης του αδίκου.
Τέλος, η προσθήκη της παραγράφου 6 σχετικά με την αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων και θέσεων κρίνεται περιττή, δεδομένου ότι με τις υπάρχουσες ποινικές και πειθαρχικές διαδικασίες η αποστέρηση είναι εφικτή και απαραίτητη, και δεν ήταν πρόβλημα του ποινικού δικαίου η μη εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Ωστόσο, και με δεδομένες τις καταδίκες της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ σε σχέση ειδικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, η υπενθύμιση αυτής της νομικής συνέπειας μόνο θετικά αποτιμάται.
Δεν συναινώ.
Σύμφωνα με το άρθρο 263 Α νΠΚ ως Δημόσιο νοείται πλέον ο στενός δημόσιος τομέας, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης και οι Περιφέρειες. Αυτό σημαίνει ότι Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου ανεξάρτητα αν λαμβάνουν επιχορήγηση από το Κράτος δεν καλύπτονται πλέον από την διάταξη.
Σύμφωνα με το άρθρο 236 νΠΚ εκείνος που δίνει τα «δώρα» θα αντιμετωπίζει ποινές έως 3 έτη ή χρηματική ποινή, από φυλάκιση 1 έως 5 έτη και (υποχρεωτικά) χρηματική ποινή που ίσχυε έως τώρα. Στις περιπτώσεις δε που επρόκειτο για δωροδοκία κρατικού αξιωματούχου αναφέρονται ποινές τουλάχιστον 3 ετών. Οι υπερασπιστές της εν λόγω αλλαγής αντιτείνουν ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων το αδίκημα της δωροδοκίας συνοδεύεται και από αυτό του ξεπλύματος, άρα η τιμωρία είναι δεδομένη. Ωστόσο και η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα αντιμετωπίζεται πλέον επιεικέστερα. Δηλαδή, αν τελεστεί μία φορά ξέπλυμα, τότε η προβλεπόμενη ποινή είναι τουλάχιστον 3 έτη και χρηματική ποινή. Άρα μετατρέπεται από κακούργημα που τιμωρείται με φυλάκιση από 5 έως 10 χρόνια σε πλημμέλημα. Στις περιπτώσεις δε που η πράξη τελείται κατ΄ εξακολούθηση ενώ πριν η προβλεπόμενη ποινή ήταν από 10 έως 20, τώρα πέφτει στα έως 15 έτη.
Το άρθρο 242 ΠΚ για την ψευδή βεβαίωση αφήνει ατιμώρητη την διανοητική πλαστογραφία που τελείται από φορείς του ιδιωτικού τομέα που έχουν την υποχρέωση να βεβαιώνουν την αλήθεια γεγονότων που τελέστηκαν από το προσωπικό τους ή ενώπιόν του, όπως είναι π.χ. οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρίες και οι ιδιωτικές κλινικές. Π.Χ. ιατρός σε ιδιωτική κλινική συμπληρώνει ψευδώς πρακτικό χειρουργείου προκειμένου να καλύψει ευθύνη συναδέλφου του για αμέλεια. Θεωρώ ότι θα ήταν καλό να υπάρξει πρόβλεψη και για όσους βεβαιώνουν περιστατικά στον ιδιωτικό τομέα.
Η δωροδοκια ιατρου μοιαζει πολλες φορες με εκβιαση και θα επρεπε να υπαρχει διαταξη που να την τιμωρει βαρυτερα απο την απλη δωροδοκια υπαλληλου, ενω μπορει να εχει και ως αποτελεσμα τη χειροτερευση της υγειας του ασθενους ή ακομη και την απωλεια της ζωης η τη βλαβη του σώματος του.
Καλό θα ήταν αν υπήρχε και μια παράγραφος ειδικά καθορισμένη σχετικά με την δωροδοκία-δωροληψία ιατρού. Αναφέρομαι σε αυτό λόγω της ειδικής σχέσης ασθενούς με ιατρό η οποία σχέση επηρεάζει δυσανάλογα τον ασθενή, ειδικά δε όταν υπάρχει σοβαρό υποκείμενο νόσημα. Η μέχρι σήμερα εμπειρία έχει δείξει πως σε τέτοιες υποθέσεις η εξεύρεση της αλήθειας είναι δυσχερής και οι δράστες συνήθως «πέφτουν στα μαλακά «
Θεωρώ οτι θα ήταν χρήσιμο να προστεθούν διατάξεις οι οποίες θα τιμωρουν την ευνοιοκρατία (ρουσφέτι) και οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν το εξής περίπου περιεχόμενο.
ΑΡΘΡΟ 237Β
Υποψήφιος ο οποίος υπόσχεται ότι θα προβεί στην ικανοποίηση παρανόμων ή αθέμιτων αιτημάτων ή νομίμων αιτημάτων με παράνομο ή αθέμιτο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για δώδεκα χρόνια.
Όποιος ζητά από υποψήφιο ή εκλεγμένο την ικανοποίηση παράνομου ή αθέμιτου αιτήματος ή νόμιμου αιτήματος με παράνομο ή αθέμιτο τρόπο τιμωρείται με κράτηση μέχρι έξι μήνες και με αποστέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για οκτώ χρόνια. Σε περίπτωση που το αίτημά του δεν πραγματοποιήθηκε επιβάλλεται μόνο η αποστέρηση.
Εκλεγμένος ο οποίος υπόσχεται ή επιδιώκει την ικανοποίηση παρανόμων ή αθέμιτων αιτημάτων ή νόμιμων αιτημάτων με παράνομο ή αθέμιτο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, καθαίρεση από το αξίωμά του και στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για δώδεκα χρόνια. Σε περίπτωση που προέβη σε ικανοποίηση του παράνομου ή αθέμιτου αιτήματος ή του νόμιμου με παράνομο ή αθέμιτο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, με καθαίρεση από το αξίωμά του και στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για 12 χρόνια.
Δεν αποτελεί άδικη πράξη η παράβαση τύπου της διαδικασίας όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν επέδρασε στο περιεχόμενο της διοικητικής πράξης ή όταν επέδρασε μεν αλλά δεν προκάλεσε βλάβη ουσιαστικού δικαίου δικαιωμάτων διοικουμένου ή του Δημοσίου, και το αποτέλεσμα της παράβασης του τύπου δεν αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης, ιδίως της αξιοκρατίας, της ισότητας, της αναλογικότητας, της αμεροληψίας, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, της αποτελεσματικότητας της Δημόσιας Διοίκησης, και της επιδίωξης του γενικού συμφέροντος.
ΘΕΩΡΩ ΟΤΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 259 ΘΑ ΗΤΑΝ ΧΡΗΣΙΜΟ ΝΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΠΕΡΙΠΟΥ ΩΣ ΕΞΗΣ:
1) Υπάλληλος, δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του τιμωρείται: α) με φυλάκιση μέχρι ενός έτους αν η πράξη είχε σαν αποτέλεσμα την πρόκληση οποιουδήποτε είδους βλάβης στο κράτος ή σε άλλον, την πρόκληση δυσλειτουργίας στην εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας ή την παρακώλυση της αποτελεσματικής εφαρμογής του νόμου β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν η παράβαση έγινε με σκοπό, να προκαλέσει δυσλειτουργία στην εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, να παρακωλύσει την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου ή να ικανοποιήσει παράνομο ή αθέμιτο αίτημα διοικουμένου ή νόμιμο αίτημα με παράνομο ή αθέμιτο τρόπο γ) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν στην περίπτωση β) επήλθε δυσλειτουργία στην εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, παρακώλυση της αποτελεσματικής εφαρμογής του νόμου, ικανοποίηση παράνομου ή αθέμιτου αιτήματος του διοικουμένου ή νόμιμου με παράνομο ή αθέμιτο τρόπο.
2) Υπάλληλος δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός που από αμέλεια παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών αν η πράξη του είχε σαν αποτέλεσμα την πρόκληση βλάβης στο κράτος ή σε άλλον την πρόκληση δυσλειτουργίας στην εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, ή την παρακώλυση της αποτελεσματικής εφαρμογής του νόμου.
3) Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται στην περίπτωση που οι περιγραφόμενες σε αυτές πράξεις δεν τιμωρούνται βαρύτερα από άλλες ποινικές διατάξεις.
4) Ο υπαίτιος των πράξεων της παρ. 1 περ. α) και γ) και της παρ. 2 αν χωρίς παρανομία αποκαταστήσει πλήρως την βλάβη που προκάλεσε μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη ενώ στην περίπτωση της παρ. 2 το αξιόποινο εξαλείφεται.
5) Δεν αποτελεί άδικη πράξη η παράβαση τύπου της διαδικασίας όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν επέδρασε στο περιεχόμενο της διοικητικής πράξης ή όταν επέδρασε μεν αλλά δεν προκάλεσε βλάβη ουσιαστικού δικαίου δικαιωμάτων διοικουμένου ή του Δημοσίου, και το αποτέλεσμα της παράβασης του τύπου δεν αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης, ιδίως της αξιοκρατίας, της ισότητας, της αναλογικότητας, της αμεροληψίας, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, της αποτελεσματικότητας της Δημόσιας Διοίκησης, και της επιδίωξης του γενικού συμφέροντος.
5) Σε όσες νομικές διατάξεις μη ποινικού χαρακτήρα γίνεται παραπομπή στο άρθρο 259 ΠΚ αυτή νοείται πλέον ως παραπομπή στο άρθρο 259 παρ. 1 περ. β) και γ).
Θεωρώ ότι θα ήταν χρήσιμο να προστεθούν δύο νέες διατάξεις με αριθ. 239Β και 239 Γ με το εξής περίπου περιεχόμενο:
239Β
1) Όποιος προβαίνει σε έκδοση, ή συμμετέχει στη διαδικασία έκδοσης οποιασδήποτε διοικητικής ή δικαιοδοτικής πράξης η πράξης ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης, η οποία φέρει μεν καθεαυτήν όλα τα στοιχεία της νομιμότητας γίνεται όμως με σκοπό την εξυπηρέτηση κάθε είδους αθέμιτων συμφερόντων του ίδιου ή άλλου ή για να αποκομίσει οποιουδήποτε είδους αθέμιτο όφελος ο ίδιος ή άλλος, ή με σκοπό την πρόκληση οποιουδήποτε είδους αθέμιτης βλάβης στο κράτος ή σε άλλον, ή με σκοπό καταδήλως άλλον από εκείνον για τον οποίο έχει θεσπισθεί, καθώς και όποιος για τους ίδιους λόγους, ιδίως, παραλείπει την έκδοση διοικητικής πράξης, ή ανακαλεί διοικητική πράξη ή καθυστερεί την έκδοση διοικητικής πράξης, ή εκδίδει άμεσα ή σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο διοικητική πράξη, ή ενεργοποιεί νόμιμη διαδικασία όχι όμως την αρμόζουσα στη συγκεκριμένη περίπτωση, ή παραλείπει την ενεργοποίηση οποιασδήποτε διαδικασίας ή προβαίνει μεν στις απαραίτητες διοικητικές ενέργειες με τέτοιο τρόπο όμως ώστε να καθίσταται εκ των πραγμάτων αναποτελεσματική η εφαρμογή του νόμου, ή απορρίπτει αιτήσεις, διοικητικές προσφυγές, ένδικα βοηθήματα ή μέσα προσχηματικά ως απαράδεκτα για τυπικούς λόγους, ή τα απορρίπτει σιωπηρά, η εκδίδει αποφάσεις ή πράξεις δικαιοδοτικές ή διοικητικές χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία καθώς και ο όποιος για τους παραπάνω λόγους καταστρατηγεί με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τον νόμο ή παραβαίνει αυτόν εκ πλαγίου ή χρησιμοποιεί τη θέση του ή το αξίωμά του προκειμένου να ασκήσει επιρροή για να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος αθέμιτο όφελος ή για να βλάψει άλλον τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και σε περίπτωση που είναι αιρετός και με αφαίρεση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για 12 χρόνια.
2) Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος προβαίνει στις παραπάνω πράξεις χωρίς σκοπό βλάβης ή οφέλους, παρά μόνο για την ικανοποίηση του αισθήματος υπεροχής του.
3) Αν η παραπάνω πράξη προκάλεσε περιουσιακή ζημία του κράτους ή άλλου ή προσέβαλλε τα αγαθά της ελευθερίας, της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας άλλου η ο δράστης της αποκόμισε οικονομικό όφελος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
4) Αν η περιουσιακή ζημία που προκλήθηκε στο κράτος ή σε άλλον ή το οικονομικό όφελος που αποκόμισε ο δράστης υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον 7 ετών.
5) Δεν αποτελεί άδικη πράξη η παράβαση τύπου της διαδικασίας όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν επέδρασε στο περιεχόμενο της διοικητικής πράξης ή όταν επέδρασε μεν αλλά δεν προκάλεσε βλάβη ουσιαστικού δικαίου δικαιωμάτων διοικουμένου ή του Δημοσίου, και το αποτέλεσμα της παράβασης του τύπου δεν αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης, ιδίως της αξιοκρατίας, της ισότητας, της αναλογικότητας, της αμεροληψίας, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, της αποτελεσματικότητας της Δημόσιας Διοίκησης, και της επιδίωξης του γενικού συμφέροντος.
239Γ
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Όποιος συμμετέχει σε νομοθετική διαδικασία με σκοπό την ψήφιση διατάξεων με συγκεκριμένο περιεχόμενο για την εξυπηρέτηση αθέμιτων συμφερόντων του ίδιου ή άλλου ή για την πρόκληση βλάβης σε άλλον τιμωρείται, σε περίπτωση που οι διατάξεις τεθούν σε ισχύ, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και σε περίπτωση που είναι αιρετός και με αφαίρεση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για 12 χρόνια.
Στην υπό διαβούλευση τροποποίηση θα ήταν ευκαιρία να καταργηθεί η αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 259 του Ποινικού Κώδικα ενόψει του ότι α) η διάταξη αυτή, που έχει σκοπίμως αποφευχθεί σε άλλες έννομες τάξεις, προσκρούει στη συνταγματική αρχή του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, “nullum crimen nulla sine lege certa”. (ΑΠ 605/2016 Ποιν), ήτοι στη θεμελιώδη για το Ποινικό Δίκαιο αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών καθώς για τη δημοκρατική θεμελίωση του αξιοποίνου καθίσταται απαραίτητη η ύπαρξη γραπτού νόμου για την ποινικοποίηση μιας συμπεριφοράς Υπό το ισχύον καθεστώς το αν μια συμπεριφορά ενέχει ποινική απαξία κρίνεται ad hoc από το δικαστήριο με ό,τι κινδύνους αυτό συνεπάγεται, β) η κατάργηση της διάταξης αυτής θα επιτάχυνε την απονομή της δικαιοσύνης με την παύση της ποινικής δίωξης σε όλες αυτές τις υποθέσεις χωρίς κίνδυνο για την Υπηρεσία αφού αφενός αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής άλλης ποινικής διάταξης τότε αποκλείεται η εφαρμογή του 259 ΠΚ, αφετέρου η Υπηρεσία προστατεύεται από την πειθαρχική διαδικασία και την πειθαρχική δίωξη των υπαλλήλων που παραβιάζουν το καθήκον τους, για τους οποίους προβλέπεται μέχρι και η οριστική απόλυση ως πειθαρχική ποινή
Στην δωροδοκία υπαλλήλου να μπεί ρητή προυπόθεση για να απαγγελθεί κατηγορία πόσο μάλλον να επιβληθεί ποινή η ύπαρξη « δωρολήπτη» … κάποιος διαβάζει το σχόλιο μου και δεν αντιλαμβάνεται ή γελάει γιατί δεν ξέρει οτι στην Ελλάδα συμβαίνουν αυτα ΜΟΝΟ ! Κατηγορούμενη για δωροληψία δημόσιουυπαλλήλου που ο μάρτυρας λέει : την είδα να δίνει σε κάποιον – χωρίς περιγραφή , χωρίς όνομα και χωρίς ο ανακριτής να το ψάξει καν …το θεωρεί « σοβαρή ενδειξη » και καπως ετσι απλα σου απαγορευει την έξοδο απο την χωρα , εισαι εγκληματιας , δινεις παρον και αν εισαι και λιγο περισσοτερο ατυχος προφυλακίζεσαι κιόλας !!!
Αυτο πάλι με τις προφυλακίσεις ;;; Ωραια αποσυμφορηση θα πετυχαιτε με το να μην αλλαζεται ποτε αδικα αρθρα . Δηλαδη θα μπορούσαν να προφυλακιζονται αυτοι που σκότωσαν , βίασαν, που ΕΚΑΝΑΝ ΕΝΑ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ οχι όμως αυτοι που υπάρχουν ενδείξεις δηλαδη πιστευω εγω ο ανακριτης , φανταζομαι , εχω διαισθηση ….. ελεος καταστρεφεται χωες αθωων και ψυχολογιες απο τις ενδειξεις μετα αθωωνονται και ειναι αρρωστοι ανθρωποι απο αυτα που ειδαν και εζησαν μεσα .
Ας γινει εστω ρητη περιγραφη ποια ειναι σοβαρη ενδειξη , ποια αμελητεα γιατι ετσι το παμε με το πως κοιμηθηκε το βραδυωονανακτιτης και ο εισαγγελεας!!!
Δεύτερο σχόλιο του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ):
«Υπενθυμίζεται επίσης πως στη διαδικασία της εκτέλεσης των αποφάσεων του ΕΔΔΑ για υποθέσεις βασανιστηρίων και κακομεταχείρισης, η Επιτροπή Υπουργών (ΕΥ) του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει θέση από το Δεκέμβριο 2018 θέμα αναστολής ή επιμήκυνσης της παραγραφής των εγκλημάτων αυτών (μετάφραση του ΕΠΣΕ που είχε κάνει σχετική παρέμβαση στην ΕΥ):
«[Οι Αναπληρωτές Υπουργών] κάλεσαν τις αρχές να υποβάλουν έως την 1η Σεπτεμβρίου 2019 λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα ακόλουθα θέματα:
α) την αναστολή της παραγραφής για αξιόποινες πράξεις που σχετίζονται με παραβάσεις παρόμοιες με εκείνες στις υπό κρίση υποθέσεις· (…)
δ) τον αντίκτυπο της νέας ενισχυμένης νομοθετικής προστασίας κατά του ρατσιστικού εγκλήματος και τα ενδεχόμενα νέα μέτρα που προβλέπονται για τη διασφάλιση της διερεύνησης πιθανών ρατσιστικών κινήτρων όταν παρουσιάζεται κακομεταχείριση στο πλαίσιο της επιβολής του νόμου·
ε) το κατά πόσον οι αποφάσεις για την περάτωση ποινικών ανακρίσεων λόγω παραγραφής μπορούν να υποβληθούν σε δικαστική ή άλλη ανεξάρτητη επανεξέταση·
στ) τα μέτρα που ελήφθησαν ή σχεδιάστηκαν στο πλαίσιο της τρέχουσας αναθεώρησης του Ποινικού Κώδικα, προκειμένου να ευθυγραμμιστεί πλήρως η διεξαγωγή των ποινικών ανακρίσεων σε περιπτώσεις κακομεταχείρισης και οι σχετικές κυρώσεις με τις απαιτήσεις της νομολογίας του Δικαστηρίου, ιδίως όσον αφορά τον ορισμό των βασανιστηρίων και τις δυνατότητες μετατροπής ποινών φυλάκισης που επιβάλλονται για βασανιστήρια και άλλες μορφές κακομεταχείρισης σε ποινές μη στερητικές της ελευθερίας.»
Το προτεινόμενο άρθρο 239Α και η κατάργηση του άρθρου 81Α δεν ανταποκρίνονται στις συστάσεις αυτές. Πρέπει να προβλεφθεί να μην υπάρχει δυνατότητα μετατροπής της ποινής σε χρηματική μη στερητική της ελευθερίας ποινή καθώς και να μην υπάρχει δυνατότητα αναγνώρισης ελαφρυντικών που επιτρέπουν τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής κάθειρξης σε μη στερητική της ελευθερίας ποινή φυλάκισης.»
Σχόλιο του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι:
«Η Ελλάδα έχει κληθεί κατ’ επανάληψη από ΟΗΕ και Συμβούλιο της Ευρώπης να εναρμονίσει τον ορισμό των βασανιστηρίων με τον διεθνώς καθιερωμένο που περιλαμβάνεται στη Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων του ΟΗΕ:
«»Βασανιστήρια» σημαίνει κάθε πράξη με την οποία, σωματικός ή ψυχικός πόνος ή έντονη οδύνη επιβάλλονται με πρόθεση σ’ ένα πρόσωπο, με σκοπό ιδίως να αποκτηθούν απ’ αυτό ή από τρίτο πρόσωπο πληροφορίες ή ομολογίες, να τιμωρηθεί για μια πράξη που αυτό ή τρίτο πρόσωπο έχει διαπράξει ή είναι ύποπτο ότι την έχει διαπράξει, να εκφοβηθεί ή εξαναγκασθεί αυτός ή τρίτο πρόσωπο, ή για κάθε άλλο λόγο που βασίζεται σε διάκριση οποιασδήποτε μορφής, εφ’ όσον ένας τέτοιας πόνος ή οδύνη επιβάλλονται από δημόσιο λειτουργό ή κάθε πρόσωπο που ενεργεί με επίσημη ιδιότητα ή με την υποκίνηση ή τη συναίνεση ή την ανοχή του. Δεν περιλαμβάνονται ο πόνος ή η οδύνη που προέρχονται μόνον από πράξεις συμφυείς ή παρεμπίπτουσες προς νόμιμες κυρώσεις.»
Το 239Α.5 που προτείνεται δεν είναι σύμφωνο με το διεθνής ορισμό, άρα πρέπει να αντικατασταθεί με αυτόν.