ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΠΟΙΝΗΣ
Ι. Γενικοί κανόνες
Άρθρο 79
Δικαστική επιμέτρηση της ποινής
1. Με την επιμέτρηση της ποινής καθορίζεται η ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του εγκλήματος με βάση τη βαρύτητα της πράξης και το βαθμό ενοχής του υπαιτίου γι’ αυτή. Το δικαστήριο σταθμίζει τα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου και συνεκτιμά τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του.
2. Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του: α) τη βλάβη που προξένησε το έγκλημα ή τον κίνδυνο που προκάλεσε, β) τη φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή του.
3. Για την εκτίμηση του βαθμού ενοχής του υπαιτίου, το δικαστήριο εξετάζει: α) την ένταση του δόλου ή το βαθμό της αμέλειάς του, β) τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και τον σκοπό που επιδίωξε, γ) τον χαρακτήρα του και τον βαθμό της ανάπτυξής του που επηρέασαν την πράξη, δ) τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του στο μέτρο που σχετίζονται με την πράξη, ε) τον βαθμό της δυνατότητας και της ικανότητάς του να πράξει διαφορετικά, στ) τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του.
4. Στοιχεία που λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) το ότι αυτός διαδραμάτισε έναν σαφώς υποδεέστερο ρόλο σε πράξη που τελέστηκε από πολλούς, β) το ότι τέλεσε την πράξη σε δικαιολογημένη συναισθηματική φόρτιση, γ) το ότι έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των αρχών χωρίς σημαντική καθυστέρηση, ενώ μπορούσε να διαφύγει, δ) το ότι διευκόλυνε ουσιωδώς την εξιχνίαση του εγκλήματος.
5. Στοιχεία που λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) η κατ’ επάγγελμα τέλεση της πράξης, β) η ιδιαίτερη σκληρότητα, γ) η εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του θύματος, δ) το γεγονός ότι το θύμα δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του, ε) το ότι ο υπαίτιος διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο σε πράξη που τελέστηκε με συμμετοχή πολλών, στ) το ότι τέλεσε έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου.
6. Στοιχεία που έχουν αξιολογηθεί από τον νομοθέτη για τον προσδιορισμό της απειλούμενης ποινής δεν λαμβάνονται από το δικαστήριο επιπροσθέτως υπόψη κατά την επιμέτρησή της.
7. Η επιμέτρηση της ποινής πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Η απλή μνεία ότι έχουν εκτιμηθεί τα κριτήρια των προηγούμενων παραγράφων δεν συνιστά αιτιολογία.
Άρθρο 80
Επιμέτρηση και απότιση χρηματικής ποινής
1. Κατά την επιμέτρηση της χρηματικής ποινής, το δικαστήριο ορίζει στην απόφαση τόσο τον αριθμό των ημερήσιων μονάδων όσο και το ύψος τους.
2. Κατά τον προσδιορισμό του αριθμού των ημερήσιων μονάδων, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του μόνο τη βαρύτητα της πράξης και την ενοχή του υπαιτίου γι’ αυτή.
3. Το δικαστήριο καθορίζει το ύψος κάθε ημερήσιας μονάδας με βάση την προσωπική και οικονομική κατάσταση του υπαιτίου, λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα τα καθαρά έσοδα που αποκτά από την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε ημέρα, άλλα τυχόν εισοδήματα και εν γένει την περιουσία του, καθώς και τις οικογενειακές του υποχρεώσεις. Άλλες υποχρεώσεις του μπορούν επίσης να συνυπολογισθούν από το δικαστήριο.
4. Αν ο καταδικασθείς αδυνατεί να καταβάλει αμέσως το σύνολο της χρηματικής ποινής ή η καταβολή της θα συνεπαγόταν την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, το δικαστήριο καθορίζει προθεσμία, όχι μεγαλύτερη από τρία έτη, ώστε μέσα σε αυτήν να καταβάλει σε δόσεις την ποινή του.
5. Αν η αδυναμία καταβολής των δόσεων της χρηματικής ποινής οφείλεται σε ουσιώδη αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του καταδικασθέντος μετά την επιμέτρηση της ποινής, ο καταδικασθείς μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση: α) διεύρυνση της προθεσμίας καταβολής της χρηματικής ποινής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τα πέντε έτη, β) μείωση του ύψους της ημερήσιας μονάδας ή γ) αντικατάσταση της χρηματικής ποινής από την προσφορά κοινωφελούς εργασίας, στο μέτρο που ορίζει το δικαστήριο. Η αίτηση αυτή μπορεί να υποβληθεί μία μόνο φορά. Η μη εκπλήρωση των πιο πάνω υποχρεώσεων συνεπάγεται τη βεβαίωση του ποσού της χρηματικής ποινής υπέρ του Δημοσίου.
6. Μαζί με τη χρηματική ποινή το δικαστήριο ορίζει τη στερητική της ελευθερίας ποινή που θα πρέπει να εκτίσει ο καταδικασθείς σε περίπτωση μη καταβολής της χρηματικής ποινής, η διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των ημερήσιων μονάδων της χρηματικής ποινής. Στην περίπτωση αυτή δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 99.
Άρθρο 81
Επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας
1.Κατά την επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας λαμβάνονται υπόψη και η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του υπαιτίου, καθώς και οι επαγγελματικές και οικογενειακές του υποχρεώσεις.
2. Στην απόφαση ορίζεται η μέγιστη διάρκεια παροχής της κοινωφελούς εργασίας, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις μήνες.
3. Η κοινωφελής εργασία πραγματοποιείται σε δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή μη κερδοσκοπικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, προς όφελος του κοινού.
4. Στην απόφαση καθορίζεται και η φυλάκιση ή η χρηματική ποινή που θα πρέπει να εκτίσει ο καταδικασθείς, αν δεν εκτελέσει με συνέπεια την κοινωφελή εργασία. Τέσσερεις ώρες κοινωφελούς εργασίας αντιστοιχούν προς μία ημέρα φυλάκισης ή μία ημερήσια μονάδα χρηματικής ποινής.
5. Αν η εργασία παρέχεται από εκείνον που καταδικάστηκε ελλιπώς ή πλημμελώς με δική του υπαιτιότητα, ο εισαγγελέας εκτέλεσης της ποινής, αφού λάβει υπόψη τη συχνότητα και σοβαρότητα της παραβίασης των υποχρεώσεων από τον καταδικασθέντα, τον βαθμό της υπαιτιότητάς του και το τμήμα της ποινής που εκτίθηκε, μπορεί να: α) προβεί σε προειδοποίηση εκείνου που καταδικάστηκε, β) παρατείνει την προθεσμία για την εκτέλεση της εργασίας μέχρι ένα επιπλέον έτος, γ) επιτρέψει την εκτέλεση της χρηματικής ποινής που είχε καθοριστεί σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, αφού αφαιρέσει το ποσό που αναλογεί στην ήδη εκτελεσθείσα ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, καθορίζοντας για κάθε τέσσερις ώρες εργασίας μία ημερήσια μονάδα χρηματικής ποινής, δ) διατάσσει την έκτιση μέρους της φυλάκισης που επιβλήθηκε σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, διάρκειας δέκα ημερών έως ενός μηνός, ε) διατάσσει την έκτιση της φυλάκισης που επιβλήθηκε σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, αφού αφαιρέσει τον χρόνο παροχής κοινωφελούς εργασίας, καθορίζοντας για κάθε τέσσερεις ώρες εργασίας μία ημέρα φυλάκισης.
Άρθρο 82
Υπολογισμός του χρόνου της προσωρινής κράτησης
1. Όταν επιβάλλεται στερητική της ελευθερίας ποινή, αφαιρείται ο χρόνος της προσωρινής κράτησης, ο χρόνος κράτησης από τη σύλληψη ως την προσωρινή κράτηση, καθώς και ο χρόνος παραμονής σε θεραπευτικές μονάδες για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
2. Στην περίπτωση συρροής εγκλημάτων που συνεκδικάζονται, αφαιρείται από την επιβληθείσα συνολική ποινή ο χρόνος της κράτησης που διατάχθηκε για οποιοδήποτε από αυτά, ακόμη και όταν η απόφαση κήρυξε τον καταδικασθέντα αθώο για το έγκλημα για το οποίο είχε κρατηθεί. Αν ο κρατηθείς αθωωθεί για το έγκλημα για το οποίο είχε κρατηθεί και γι αυτά που συνεκδικάσθηκαν, ο χρόνος κράτησης αφαιρείται από άλλες ποινές, εφόσον επιβάλλονται για εγκλήματα που διαπράχθηκαν πριν από την κράτηση.
3. Η αρμόδια αρχή για την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων αφαιρεί από την ποινή τον χρόνο κράτησης που μεσολάβησε από την έκδοση της απόφασης έως τότε που αυτή έγινε αμετάκλητη.
4. Όταν επιβάλλεται μόνο χρηματική ποινή για το έγκλημα για το οποίο ο καταδικασθείς είχε κρατηθεί, αφαιρούνται από την ποινή που του επιβλήθηκε οι ημερήσιες μονάδες που αντιστοιχούν στον χρόνο της κράτησης.
ΙΙ. Μείωση της απειλούμενης ποινής
Άρθρο 83
Μειωμένη ποινή
Όπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιό της καθορίζεται ως εξής: α) αντί για την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, επιβάλλεται κάθειρξη, β) αντί για την ποινή της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών ή κάθειρξη έως οκτώ έτη, γ) αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα έτη επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή κάθειρξη έως έξι έτη, δ) σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριό της. Αν ο νόμος προβλέπει σωρευτικά ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή, μπορεί να επιβληθεί και μόνο η τελευταία.
Άρθρο 84
Ελαφρυντικές περιστάσεις
1. Η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο και στις περιπτώσεις που συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις.
2. Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα, β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, δ) το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, ε) το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του.
3. Ως ελαφρυντική περίπτωση λογίζεται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου.
Άρθρο 85
Συρροή λόγων μείωσης της ποινής
1. Όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής ως εξής: α) τα πέντε έτη μειώνονται σε τρία, β) τα δύο έτη σε ένα, γ) το ένα έτος, σε έξι μήνες και δ) η μειωμένη ποινή της φυλάκισης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή.
2. Οι ποινές της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλονται και όταν πέραν της συνδρομής ενός λόγου μείωσης της ποινής ή ελαφρυντικής περίπτωσης, ο κατηγορούμενος έχει ομολογήσει την ενοχή του κατά την προδικασία, συμβάλλοντας έτσι στην έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης.
Άρθρα 86 – 93
(Καταργούνται)
ΙΙΙ. Συρροή εγκλημάτων
Άρθρο 94
Συνολική ποινή σε περίπτωση στερητικών της ελευθερίας ποινών
1.Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ένα δεύτερο κάθε συντρέχουσας ποινής, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι έτη, όταν η ποινή βάση είναι κάθειρξη και τα οκτώ έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση.
2. Αν τα εγκλήματα που συρρέουν τελέστηκαν με μία πράξη, το δικαστήριο επαυξάνει ελεύθερα τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές, αλλά όχι πέρα από το ανώτατο όριο του είδους της ποινής.
3. Αν χορηγήθηκε αμνηστία, χάρη, αναστολή δίωξης, απόλυση υπό όρο ή επήλθε παραγραφή ή αφέθηκε οπωσδήποτε η ποινή για ένα ή περισσότερα από τα εγκλήματα που συρρέουν και των οποίων οι ποινές προσμετρήθηκαν κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, εξακολουθεί η εκτέλεση των υπόλοιπων ποινών και, αν συντρέχει περίπτωση, ο εισαγγελέας προκαλεί νέα προσμέτρηση γι’ αυτές, αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του καταδικασθέντος.
Άρθρο 95
Συντρέχουσες παρεπόμενες ποινές και μέτρα ασφαλείας
Οι παρεπόμενες ποινές και τα μέτρα ασφαλείας επιβάλλονται ή μπορούν επιβληθούν μαζί με τη συνολική ποινή, αν το ορίζει ο νόμος για ένα από τα εγκλήματα που συρρέουν.
Άρθρο 96
Συνολική ποινή σε περίπτωση συρροής χρηματικών ποινών
1. Αν συντρέχουν περισσότερες από μία χρηματικές ποινές, η συνολική ποινή που επιβάλλεται αποτελείται από τη βαρύτερή τους, επαυξημένη ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος. Η επαύξηση αυτή όμως δεν μπορεί να ξεπεράσει το ένα δεύτερο του αθροίσματος των υπόλοιπων ποινών που συντρέχουν. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι ισόποσες, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές.
2. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 94 εφαρμόζεται και σ’ αυτό το άρθρο.
Άρθρο 96Α
Συνολική ποινή σε περίπτωση συρροής ποινών παροχής κοινωφελούς εργασίας
1.Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται με ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρηση, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ένα δεύτερο κάθε συντρέχουσας ποινής, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τις οκτακόσιες ώρες κοινωφελούς εργασίας.
2. Αν τα εγκλήματα που συρρέουν τελέστηκαν με μία πράξη, το δικαστήριο επαυξάνει ελεύθερα τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές, αλλά όχι πέρα από το ανώτατο όριο του είδους της ποινής.
3. Η ποινή της παροχής κοινωφελούς εργασίας δεν εκτελείται όταν συντρέχει με στερητική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη των τριών ετών.
Άρθρο 97
Άλλες περιπτώσεις συνολικής ποινής
Οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 96Α παρ. 1 εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή.
Άρθρο 98
Έγκλημα κατ’ εξακολούθηση
1. Αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 96Α παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων.
2. Η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.
ΙV. Αναστολή εκτέλεσης της ποινής
Άρθρο 99
Αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρο
1. Αν κάποιος καταδικαστεί αμετάκλητα σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις, που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για διάστημα από ένα έως τρία έτη, εκτός αν κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Ο χρόνος αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που χορηγεί την αναστολή.
2. Στην ίδια απόφαση το δικαστήριο μπορεί να προσδιορίσει τους όρους υπό τους οποίους παρέχεται η αναστολή εκτέλεσης της ποινής, οι οποίοι, διαζευκτικά ή σωρευτικά, είναι ιδίως: α) η αποκατάσταση του συνόλου ή μέρους της ζημίας που προκλήθηκε στο θύμα της αξιόποινης πράξης κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του καταδικασθέντος, β) η αφαίρεση της άδειας οδήγησης για χρονικό διάστημα έως ένα έτος, αν η πράξη συνδέεται με σοβαρή παραβίαση των κανόνων οδήγησης, γ) η καταβολή ποσού ύψους έως δέκα χιλιάδες ευρώ για κοινωφελείς σκοπούς, δ) η εκπλήρωση υποχρεώσεων του καταδικασθέντος για διατροφή ή επιμέλεια άλλων προσώπων, ε) η συμμετοχή του καταδικασθέντος, εφόσον συναινεί, σε πρόγραμμα απεξάρτησης ή άλλο θεραπευτικό πρόγραμμα, στ) η συμμετοχή του καταδικασθέντος σε συνεδρίες με επιμελητή κοινωνικής αρωγής.
3. Μετά από αίτηση του εισαγγελέα εκτέλεσης της ποινής ή του καταδικασθέντος, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την άρση ή την τροποποίηση των όρων που έχει επιβάλλει. Νέα αίτηση του καταδικασθέντος μπορεί να υποβληθεί μετά πάροδο τριμήνου από την απόρριψη της προηγούμενης.
4. Αν ο καταδικασθείς παραβιάζει τους όρους που του έχουν επιβληθεί, εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του άρθρου 81 παρ. 5.
Άρθρο 100
Αναστολή εκτέλεσης μέρους της ποινής
1. Αν κάποιος καταδικαστεί αμετάκλητα σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, μπορεί να διατάξει την εκτέλεση του μέρους αυτού – η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη των δέκα ημερών ούτε ανώτερη των τριών μηνών – και την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου.
2. Οι παράγραφοι 2 έως 4 του προηγούμενου άρθρου έχουν και εδώ ανάλογη εφαρμογή.
Άρθρο 101
Ανάκληση της αναστολής
Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής, καταστεί αμετάκλητη καταδίκη για πράξη που τελέστηκε πριν από τη δημοσίευση της απόφασης για την αναστολή, και η συνολική ποινή που επιβάλλεται κατά το άρθρο 94 παρ. 1 υπερβαίνει τα τρία έτη, η αναστολή θεωρείται ότι δε χορηγήθηκε ποτέ, εκτός αν το δικαστήριο, απαγγέλλοντας τη νέα καταδίκη, ρητά διατάξει με την ίδια απόφαση να διατηρηθεί η αναστολή, λόγω της ελαφράς φύσης του πλημμελήματος για το οποίο απαγγέλθηκε η νέα καταδίκη.
Άρθρο 102
Άρση της αναστολής
1. Αν κατά τον χρόνο της αναστολής ο καταδικασθείς καταδικαστεί και πάλι για έγκλημα που τελέστηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής, το δικαστήριο διατάσσει την άρση της αναστολής μόλις καταστεί αμετάκλητη η νέα καταδίκη. Η ποινή που επιβλήθηκε με τη νέα καταδίκη εκτελείται στη συνέχεια μετά την ποινή που είχε ανασταλεί, εκτός αν λόγω της ελαφράς φύσης του πλημμελήματος που αφορά η νέα καταδίκη, το δικαστήριο με την ίδια απόφαση ρητά διατάξει να μην αρθεί η αναστολή.
2. Αν η αναστολή δεν ανακληθεί και δεν αρθεί, η ποινή που είχε ανασταλεί θεωρείται σαν να μην είχε επιβληθεί.
Άρθρο 103
Ενέργεια αλλοδαπής απόφασης
Αν η καταδίκη που ορίζει το προηγούμενο άρθρο επήλθε με απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, η ενέργειά της όσον αφορά την άρση της αναστολής κρίνεται ελεύθερα από το δικαστήριο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε διατάξεις διεθνών ή ευρωπαϊκών κειμένων που δεσμεύουν τη χώρα.
Άρθρο 104
Δικαστικές δαπάνες, αποζημιώσεις και παρεπόμενες ποινές
1. Η αναστολή της ποινής δεν απαλλάσσει τον καταδικασθέντα από την πληρωμή των δικαστικών εξόδων, την αστική αποζημίωση ή τη χρηματική ικανοποίηση.
2. Οι παρεπόμενες ποινές αναστέλλονται και εξαλείφονται μαζί με την κύρια ποινή. Αν όμως πρόκειται για αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων κατά το άρθρο 60, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη μη αναστολή.
V. Μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής
Άρθρο 104Α
Μετατροπή της φυλάκισης σε κοινωφελή εργασία
1.Όταν για ένα πλημμέλημα επιβάλλεται φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 99 και 100, η ποινή μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας (άρθρο 81), εκτός αν το δικαστήριο κρίνει, με ειδική αιτιολογία, ότι αυτή δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων.
2. Η μετατροπή δεν είναι εφικτή αν ο καταδικασθείς δεν συναινεί ή δεν είναι παρών.
VI. Δικαστική άφεση της ποινής
Άρθρο 104Β
Λόγοι δικαστικής άφεσης της ποινής
1. Το δικαστήριο μπορεί να μην επιβάλλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος αν: α) αυτός έχει πληγεί τόσο σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του, ώστε η επιβολή της ποινής να εμφανίζεται πλέον δυσανάλογα επαχθής, β) έχει αποκαταστήσει στο μέτρο του δυνατού την προσβολή που έχει προκαλέσει στον παθόντα, δείχνοντας ειλικρινή μετάνοια, ώστε η ποινή να μην κρίνεται πλέον αναγκαία, γ) η βλάβη ή ο κίνδυνος που προκλήθηκαν από την πράξη του ήταν ιδιαιτέρως μικρής βαρύτητας ή δ) έχει περάσει ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση του εγκλήματος, ώστε η επιβολή της ποινής να μην εμφανίζεται πλέον αναγκαία, σε συνδυασμό και με τη μικρή βαρύτητα της πράξης.
2. Το δικαστήριο δεν επιβάλλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος, αν έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης μεταξύ αυτού και του παθόντος.
η ρύθμιση περί διπλής μείωσης της ποινής (νέο άρθρο 85) κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, εκτιμώ ότι δε θα πρέπει να προστεθεί στους λόγους μείωσης η παραβίαση της εύλογης διάρκειας της δίκης διότι δε συνδέεται με την προσωπικότητα του δράστη ή τις συνθήκες τέλεσης.
Επίσης τα όρια σε περίπτωση μείωσης ενδέχεται να καταλήξουν σε ιδιαίτερα
χαμηλή τιμώρηση για πράξεις σοβαρές.
Πρέπει να αποσυρθεί η προτεινόμενη διάταξη.
Το άρ. 94 του Π.Κ., όπως ισχύει μέχρι σήμερα έχει ως εξής:
1. Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που πραγματώθηκαν με δύο ή περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας απ’ αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μια από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι κατώτερη από: α) τέσσερις μήνες, αν η συντρέχουσα ποινή είναι ανώτερη από δύο έτη· β) ένα έτος αν η ποινή αυτή είναι κάθειρξη έως δέκα έτη· και γ) δύο έτη, αν η ποινή είναι κάθειρξη ανώτερη από δέκα έτη. Οπωσδήποτε όμως η επαύξηση δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 3/4 του αθροίσματος των άλλων συντρεχουσών ποινών, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι πέντε έτη όταν πρόκειται για κάθειρξη, τα δέκα έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση, και τους έξι μήνες όταν πρόκειται για κράτηση.
2. Αν τα εγκλήματα που συρρέουν πραγματώθηκαν με μία πράξη, το δικαστήριο επαυξάνει ελεύθερα τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές, αλλά όχι πέρα από το ανώτατο όριο του είδους της ποινής. Στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, το δικαστήριο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δύναται να επιβάλει συνολική ποινή, σύμφωνα με την παράγραφο 1.
3. Αν χορηγήθηκε αμνηστία, χάρη, αναστολή δίωξης, απόλυση υπό όρο, ή επήλθε παραγραφή ή αφέθηκε οπωσδήποτε η ποινή, για ένα ή περισσότερα από τα εγκλήματα που συρρέουν και των οποίων οι ποινές προσμετρήθηκαν κατά τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, εξακολουθεί η εκτέλεση των υπόλοιπων ποινών και, αν συντρέχει περίπτωση, ο εισαγγελέας προκαλεί νέα προσμέτρηση γι’ αυτές, αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του καταδικασμένου.
4. Ποινές, οι οποίες επιβάλλονται για κακουργήματα ή με δόλο τελούμενα πλημμελήματα και εμπεριέχουν άσκηση σωματικής βίας και έχουν διαπραχθεί από κρατούμενους κατά άλλων κρατουμένων ή υπαλλήλων των καταστημάτων κράτησης ή κατά τη διάρκεια άδειας, εκτίονται ολόκληρες μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε ή που θα επιβληθεί για την πράξη για την οποία ήταν κρατούμενος ο υπαίτιος.
ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΣΟΦΟΣ, Πρόεδρος Επιτροπής Δ.Σ.Α. για την επεξεργασία του Νέου Π.Κ. και Κ.Π.Δ., Αντιπρόεδρος Δ.Σ.Α., Δ.Ν. – Δικηγόρος
Το άρ. 88, του οποίου αδικαιολόγητα προτείνεται η κατάργηση έχει ως εξής:
1. Όποιος είχε καταδικαστεί για κακούργημα ή για πλημμέλημα από δόλο σε ποινή στερητική της ελευθερίας που ξεπερνά τους έξι μήνες και μέσα σε πέντε χρόνια από τη δημοσίευση της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, αν είχε καταδικαστεί για πλημμέλημα, και σε 10 χρόνια, αν είχε καταδικαστεί για κακούργημα, τελεί νέο κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο για το οποίο ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, βρίσκεται σε υποτροπή.
2. Για τον υπολογισμό της πενταετίας ή δεκαετίας δεν λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος πραγματικής έκτισης ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφάλειας σε φυλακή ή άλλο σωφρονιστικό ή θεραπευτικό κατάστημα ή ίδρυμα, καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο ο καταδικασμένος είναι φυγόποινος.
Ο αμετανόητος δράστης δεν αποτελεί πλέον αντικείμενο προβληματισμού της έννομης τάξης ; Τελείται και πάλι το έγκλημα και η ποινή δεν διαβαθμίζεται ανάλογα με την υπότροπη συμπεριφορά του δράστη. Πρέπει να παραμείνει η διάταξη ως έχει.
ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΣΟΦΟΣ, Πρόεδρος Επιτροπής Δ.Σ.Α. για την επεξεργασία του Νέου Π.Κ. και Κ.Π.Δ., Αντιπρόεδρος Δ.Σ.Α., Δ.Ν. – Δικηγόρος
Άρθρο 79 παρ. 7: Σκόπιμο είναι να απαλειφθεί η παράγραφος αυτή στο σύνολό της. Δεν απαιτείται ειδική πρόβλεψη για την αναγκαιότητα ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς ένα τμήμα της δικαστικής απόφασης, όπως είναι αυτό περί επιμέτρησης της ποινής, δεδομένου ότι η ύπαρξη της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα τέτοιας αιτιολογίας πρέπει να κρίνεται από το σύνολο της απόφασης, ο δε δικαστής προβαίνει στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνοντας υπόψη όσα προέκυψαν από το σύνολο της διαδικασίας στο ακροατήριο και τα ερευνηθέντα αποδεικτικά μέσα.
Άρθρο 83
Σκόπιμο είναι να αναγνωρισθεί νομοθετικά η νομολογιακή πρακτική της μη επιβολής της επαπειλούμενης χρηματικής ποινής, η οποία προβλέπεται αθροιστικά με ποινή στερητική της ελευθερίας, σε περίπτωση καταδίκης με αναγνώριση από το Δικαστήριο ελαφρυντικής περίστασης και επιβολής από αυτό ποινής στερητικής της ελευθερίας. Τούτο θα μπορούσε, για παράδειγμα, να γίνει με τη διατύπωση του τελευταίου εδαφίου του άρθρου ως εξής: «Αν ο νόμος προβλέπει σωρευτικά ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή, μπορεί να επιβληθεί μόνο μία εξ αυτών».
Άρθρα 82, 99 και 100:
Είναι ασαφείς οι προϋποθέσεις χορήγησης της αναστολής κατ’ άρθρο 99 παρ. 1 του Σχεδίου λόγω της κακότεχνης διατύπωσης της διάταξης (βλ. ιδίως την προϋπόθεση του αμετάκλητου της απόφασης που επιβάλλει την ποινή). Σκόπιμο είναι να διασαφηνισθεί το περιεχόμενο της διάταξης.
Περαιτέρω, η κατάργηση του θεσμού της μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική και η κατάργηση της δυνατότητας αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης για ποινές μεγαλύτερες των τριών ετών κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, συνάδουν με τους σκοπούς της γενικής και ειδικής πρόληψης αλλά και με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, και πρέπει να διατηρηθούν.
Ωστόσο, η διατήρηση του κανόνα της χορήγησης αναστολής εκτέλεσης (εκτός αν το Δικαστήριο κρίνει άλλως με ειδική αιτιολογία) για τις ποινές μέχρι 3 έτη συνεπάγεται τη συνέχιση της υφιστάμενης αντίφασης του νομοθέτη, ο οποίος προβλέπει μεν ποινές στερητικές της ελευθερίας ως κύρωση για την τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης (για το λόγο αυτόν η αρχική μορφή της διάταξης του άρθρου 99 ΠΚ, όπως ίσχυε μέχρι την αντικατάσταση της παρ. 1 με την παρ.2 του άρθρου 1 του Ν.2207/1994, προέβλεπε ότι η χορήγηση της αναστολής απόκειται στην ευχέρεια του Δικαστηρίου, ήτοι ο κανόνας ήταν η εκτέλεση της ποινής φυλάκισης), πλην όμως δέχεται ότι, εάν επιβληθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση ποινή φυλάκισης μέχρι και 3 ετών, η κύρωση αυτή δεν πρέπει, κατά κανόνα, να εφαρμοσθεί, εκτός αν το Δικαστήριο με ειδική αιτιολογία κρίνει ότι πρέπει να εκτελεσθεί η ποινή για να αποτραπεί ο κατηγορούμενος από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων. Το κριτήριο αυτό (της αποτροπής του κατηγορουμένου από την τέλεση νέων πράξεων) εστιάζει αποκλειστικά στην ειδική πρόληψη, αγνοώντας τη γενική πρόληψη και την προσδοκία του τυχόν παθόντος για την επιβολή δίκαιης τιμωρίας στο δράστη, ακόμη και για ιδιαίτερης σοβαρότητας εγκλήματα, όπως σε πλημμεληματικές πράξεις κλοπης, σωματικής βλάβης από πρόθεση, απάτης, υπεξαίρεσης, πλαστογραφίας, ψευδορκίας, ψευδούς καταμήνυσης κ.α.
Με το νέο προτεινόμενο Άρθρο 79, παράγραφος 5, επιχειρείται η κατάργηση του Άρθρου 81Α (Έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά), και παράλληλα εισάγεται μία ασθενέστερη εκδοχή του παλαιού Άρθρου 79, παράγραφος 3 που υποβαθμίζει τα εγκλήματα με αυτά τα χαρακτηριστικά
Πράγματι, συναθροιστικά με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 4 του Άρθρου 79 που αναφέρει τα στοιχεία που εκτιμώνται για το βαθμό ενοχής του υπαιτίου, όπως αναφέρεται: «α) την ένταση του δόλου ή το βαθμό της αμέλειάς του, β) τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και τον σκοπό που επιδίωξε, γ) τον χαρακτήρα του και τον βαθμό της ανάπτυξής του που επηρέασαν την πράξη, δ) τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του στο μέτρο που σχετίζονται με την πράξη, ε) τον βαθμό της δυνατότητας και της ικανότητάς του να πράξει διαφορετικά, στ) τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του».
Με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή όχι μόνον καταργείται το Άρθρο 81Α, άρθρο του Ποινικού Κώδικα που αναφέρεται με συγκεκριμένο και αναλυτικό τρόπο στο ρατσιστικό έγκλημα και διατυπώνει ρητές ποινές, όχι μόνο επαναφέρεται η αναποτελεσματική λογική του παλαιού Άρθρο 79, παράγραφος 3, αλλά γίνεται ακόμη πιο ασθενές από το παλαιό, καθώς εάν ενδεχομένως κατά τη τέλεση ενός εγκλήματος συναθροιστούν λόγοι που αναφέρονται στα στοιχεία α’ και β’ και γ’ (αμέλεια, αφορμή κλπ), όχι μόνο δεν θα υπάρξει αποτελεσματική τιμωρία του ρατσιστικού εγκλήματος, αλλά ενδεχομένως μειωμένες ποινές. Όχι μόνο δηλαδή καταργείται η έννοια του ρατσιστικού εγκλήματος, αλλά αδυνατίζει και συνιστά οπισθοδρόμηση και υποβάθμιση των εγκλημάτων αυτών που θα έπρεπε να είναι απεχθή για τη δημοκρατία μας.
Το ΣΥΔ προτείνει την διατήρηση του Άρθρου 81Α του Ποινικού Κώδικα, με την επιπλέον προσθήκη των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και των προσώπων λόγω νομιζομένων χαρακτηριστικών, ώστε το Άρθρο 81Α Π.Κ. να βρίσκεται σε συμφωνία με το Άρθρο 2, παρ. 2, στοιχείο στ’ του ν. 4443/2016 .
Αξίζει, δε να σημειώσουμε ότι σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2019 μεταξύ εκπροσώπων των ΛΟΑΤΚΙ οργανώσεων και της Γενικής Γραμματέως του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κυρίας Μαρίας Γιαννακάκη, το αίτημα για την προσθήκη των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των προσώπων λόγω νομιζομένων χαρακτηριστικών στο Άρθρο 81Α Π.Κ. είχε γίνει αποδεκτό.
Συνεπώς προτείνουμε αφενός μεν την διατήρηση του Άρθρου 81Α Π.Κ., αφετέρου την ενίσχυσή του, και απορρίπτουμε με ισχυρό τρόπο κάθε σκέψη υποβάθμισης ή και κατάργησης της έννοιας του ρατσιστικού εγκλήματος.
Για το ΣΥΔ,
Μαρίνα Γαλανού.
Σχόλιο από το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι:
Στην παρούσα συγκυρία πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη και η αδήριτη ανάγκη περαιτέρω τροποποίησης του Αρ. 81Α ΠΚ προκειμένου αυτό να καταστεί αποτελεσματικότερο στην καταπολέμηση του ρατσιστικού εγκλήματος, καθώς και να εναρμονιστεί με τις σχετικές πρόνοιες του διεθνούς δικαίου και ιδιαίτερα την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).
Πιο συγκεκριμένα, κρίνεται σκόπιμο να προβλεφθεί ότι η επιλογή του παθόντος μπορεί να έχει γίνει εν μέρει λόγω των προστατευόμενων χαρακτηριστικών, προκειμένου το άρθρο να μπορεί να τύχει εφαρμογής και σε περιπτώσεις πολλαπλών κινήτρων / μεικτού κινήτρου (βλ ΕΔΔΑ, Balasz κατά Ουγγαρίας, αρ. προσφυγής 15529/12, 20 Οκτωβρίου 2015). Η τροποποίηση αυτή είναι σημαντική και προκειμένου να εναρμονιστεί η εισαγγελική και δικαστική πρακτική στην αντιμετώπιση του ρατσιστικού εγκλήματος με την πρακτική της ΕΛ.ΑΣ η οποία ήδη με την 7100/4/3 από Μάιο 2006 εγκύκλιό της παρατηρούσε ότι το ρατσιστικό κίνητρο μπορούσε να είναι είτε αυτοτελές είτε «επιμέρους κίνητρο σε περίπτωση ύπαρξης πολλαπλών κινήτρων». Αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. έχουν αναφέρει ότι αν και σε δικογραφίες που υποβάλλουν στον εισαγγελέα τονίζουν την πιθανή συνδρομή ρατσιστικού κινήτρου ως επιμέρους κινήτρου, αυτό συνήθως παραβλέπεται εκτός αν προκύπτει από τη δικογραφία ότι η παράνομη πράξη είχε αποκλειστικά ρατσιστικό κίνητρο. Πράγματι, σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία, το δικαστήριο πρέπει να πειστεί ότι το ρατσιστικό ήταν και το αποκλειστικό κίνητρο που εξώθησε τον δράστη (βλ. Απόφαση 3054/2015, Γ’ Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών: « […] οι κατηγορούμενοι και λοιποί συναυτουργοί τους επέδειξαν σε βάρος των δύο μεσηλίκων γυναικών, τις οποίες δε γνώριζαν καν, ιδιαίτερη σκληρότητα, βιαιότητα και αναλγησία, παντελή έλλειψη συναισθημάτων, ηθικού ή ψυχικού φραγμού, υποκινούμενοι αποκλειστικά και μόνο από ρατσιστικό κίνητρο», πρόσθετη έμφαση).
Επίσης, κρίνεται σημαντικό να τροποποιηθεί το Αρ. 81Α ΠΚ προκειμένου να τυγχάνει εφαρμογής και σε περιπτώσεις όπου κατά τη διερεύνηση ενός φερόμενου ως ρατσιστικού εγκλήματος προκύπτει ότι το θύμα είτε δεν έχει ένα από τα προστατευόμενα χαρακτηριστικά είτε απλά σχετίζεται με ένα άτομο που τα έχει (βλ. σχετικά ΕΔΔΑ, Škorjanec κατά Κροατίας, αρ. προσφυγής 25536/14, 28 Μαρτίου 2017). Πρόκειται ουσιαστικά για εφαρμογή των περιπτώσεων διάκρισης λόγω νομιζόμενων χαρακτηριστικών και λόγω σχέσης, έννοιες που εισήγαγε στην ελληνική έννομη τάξη ο Ν. 4443/2016 οι οποίες μπορούν να μεταφερθούν αυτούσιες στο αρ. 81Α ΠΚ.
Αρθρ. 94 παρ 1 και 2 του Σχεδίου: Είναι προβληματική η κατάργηση της δυνατότητας βαρύτερης τιμώρησης σε περίπτωση πολλαπλής εξ αμελείας ανθρωποκτονίας π.χ. πρόκληση πολύνεκρου ναυαγίου, τροχαίου δυστυχήματος κλπ. Κατά τον ισχύοντα κώδικα (άρθρ. 94 παρ.2) στην περίπτωση αυτή μπορεί να επιβληθεί φυλάκιση μέχρι δέκα ετών. Η ρύθμιση αυτή, παρά τα προβλήματά της, επέτρεπε τουλάχιστον στο ποινικό σύστημα την προσήκουσα τιμωρία ενόχων χωρίς τις επικίνδυνες κατασκευές του ενδεχόμενου δόλου κλπ. Στο δημοσιευθέν Σχέδιο, ωστόσο, ελλείπει η σχετική διάταξη, με αποτέλεσμα η εξ αμελείας πρόκληση πολλαπλών θανάτων να τιμωρείται το πολύ με φυλάκιση μέχρι πέντε ετών, πράγμα που σημαίνει στην πράξη ότι αν ο δράστης εκτίσει το ένα δέκατο της ποινής, ήτοι έξι μήνες, μπορεί να ζητήσει μετατροπή σε κοινωφελή εργασία για το χρόνο που υπολείπεται μέχρι την υφ’ όρο απόλυση ήτοι για ενάμισυ ακόμη χρόνο και στη συνέχεια να απολυθεί υπό όρο. (άρθρ. 105 Α και 105Β του Σχεδίου).
Δεν συναινώ.
Άρθρο 94 νΠ.Κ. (Συνολική ποινή σε περίπτωση στερητικών της ελευθερίας ποινών). -Η ποινή για τις πολλαπλές ανθρωποκτονίες εξ αμελείας μειώνεται από τα 10 χρόνια στα 5 χρόνια χωρίς να αιτιολογείται η εν λόγω επιλογή.
Σε σχέση με την προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 94 του Ποινικού Κώδικα η Συντονιστική Επιτροπή Κατοίκων Μάτι Αττικής (ΣΕΚΜΑ) επισημαίνει τα εξής:
Η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 94 του Ποινικού Κώδικα δημιουργεί συνειρμικά την εντύπωση ότι μέσω αυτής η δικαστική κρίση των υπευθύνων για την τραγωδία της 23ης Ιουλίου 2018 στο Μάτι θα είναι ευνοϊκότερη σε σχέση με την ισχύουσα αντίστοιχη διάταξη, καθώς οδηγεί στον περιορισμό της συνολικής ποινής σε περίπτωση ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, από 10 σε 5 χρόνια.
Συγκεκριμένα, με το σχέδιο που τέθηκε σε διαβούλευση καταργείται το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 94 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο «στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, το δικαστήριο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δύναται να επιβάλει συνολική ποινή, σύμφωνα με την παράγραφο 1». Η συγκεκριμένη διάταξη δίνει τη δυνατότητα στο δικαστήριο να επιβάλει «σε εξαιρετικές περιπτώσεις» ποινή φυλάκισης 10 ετών, αντί 5 ετών. Αντικατοπτρίζει έτσι την αυξημένη απαξία που προσδίδει ο νομοθέτης σε περιπτώσεις ανθρωποκτονιών από αμέλεια, η οποία επέφερε το θάνατο περισσότερων ανθρώπων.
«Εξαιρετικές περιπτώσεις» είναι κατ’ εξοχήν οι περιπτώσεις αμελών πράξεων και παραλείψεων που είχαν πολύνεκρες συνέπειες με ευρύ κοινωνικό αντίκτυπο (όπως η πυρκαγιά στο Μάτι, η πλημμύρα της Μάνδρας, αλλά και πολύνεκρα δυστυχήματα, ναυάγια κλπ). Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 94 παρ. 2 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα δίνει τη δυνατότητα στον δικαστή να ανταποκριθεί στο κοινό περί δικαίου αίσθημα, που ευλόγως αποδίδει μεγαλύτερη απαξία σε τέτοιες «εξαιρετικές περιπτώσεις» αμελών πράξεων και παραλείψεων που είχαν πολύνεκρες συνέπειες.
Η προτεινόμενη τροποποίηση εντείνει τα αρνητικά αισθήματα καθόσον συμπίπτει χρονικά τόσο με τα συμβάντα Ματιού και Μάνδρας όσο και με την έκδοση του εισαγγελικού πορίσματος για την τραγωδία του Ματιού. Επισημαίνουμε ότι, όταν έγινε γνωστό το εισαγγελικό πόρισμα για το Μάτι, υπήρξε δυσαρέσκεια στην κοινωνία για την άσκηση των διώξεων σε βαθμό πλημμελήματος και όχι κακουργήματος. Ασχέτως αν αυτό επέβαλε ο νόμος ή αν υπήρχαν και άλλες νομικές δυνατότητες, η γενική δυσαρέσκεια για τον πλημμεληματικό χαρακτήρα της δίωξης αντανακλά τη διάχυτη στην κοινωνία άποψη ότι οι υπεύθυνοι για το θάνατο 100 ανθρώπων δεν πρέπει να «πέσουν στα μαλακά». Συνεπώς η επιγενόμενη πρόταση τροποποίησης του Ποινικού Κώδικα και ο περιορισμός της δυνητικής ποινής φυλάκισης στα 5 έτη αντιβαίνουν στο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Το ύψος της ποινής δεν μπορεί παρά να είναι ανάλογο με το μέγεθος της αξιόποινης πράξης. Διαφορετικά, δεν αποφεύγεται η εμπέδωση κλίματος ασυδοσίας, ενώ αμβλύνεται η προσπάθεια αποκαταστάσεως της τάξης και αποτρέπονται ενέργειες που αποσκοπούν στην εύρυθμη λειτουργία των Υπηρεσιών.
Ένα κρίσιμο στοιχείο που θα επιθυμούσαμε να πληροφορηθούμε είναι ο χρόνος που προτάθηκε η συγκεκριμένη τροποποίηση. Είναι αυτονόητο ότι είναι διαφορετική η θεώρηση του πολίτη και η ερμηνεία που δίνει στην πρόταση του υπουργείου εάν αυτή έγινε σε ανύποπτο χρόνο, πριν τα συμβάντα, και διαφορετική μετά. Με βάση την προτεινόμενη τροποποίηση προβάλλει ως ζήτημα ουσίας.
Θεωρούμε ότι οι υπεύθυνοι πρέπει να κριθούν στη βάση του νομοθετικού πλαισίου κατά το χρόνο τέλεσης των αδικημάτων για τα οποία τυχόν καταδικαστούν. Υπό το φως των πρόσφατων γεγονότων, θεωρούμε αδικαιολόγητη τη συγκεκριμένη σπουδή του νομοθέτη και πιστεύουμε ότι η πρόταση πρέπει να αποσυρθεί προκειμένου να επανεξεταστεί σε χρόνο που θα απέχει από τα γεγονότα. Στις παρούσες συνθήκες ιδίως, η χρονική απόσταση που πρέπει να τηρηθεί από τα γεγονότα προκειμένου ο νομοθέτης να αποφασίσει αλλαγές για χειροτέρευση ή βελτίωση της θέσης του κατηγορούμενου για ίδια αδικήματα είναι επιβεβλημένη. Η απόσταση είναι αυτή που προσφέρει το απαραίτητο στοιχείο της ψύχραιμης και νηφάλιας θεώρησης κάτω από την οποία πρέπει να παράγει το έργο της η νομοθετική εξουσία. Στην αντίθετη περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος οι όποιες αποφάσεις να ληφθούν μέσα στο φάσμα στο οποίο συμπλέκονται η κοινωνική κατακραυγή με την αγωνία των υπευθύνων για την ενδεχόμενη τιμωρία τους.
Συντονιστική Επιτροπή Κατοίκων Μάτι Αττικής
H παρούσα πρόταση για νομοθετική αποσαφήνιση με ερμηνευτική διάταξη νόμου, ενός θέματος που απασχολεί την βιβλιογραφία και την νομολογία επί χρόνο μεγαλύτερο των 100 ετών, αφορά:
Την περίπτωση όπου αμετάκλητες πλημμεληματικές καταδίκες, με αναστολή, για το αν εξαλείφονται μαζί με την κύρια ποινή, οι παρεπόμενες της ποινής στερήσεις δικαιωμάτων και ανικανότητες, κατ’ άρθρον 104 του ΠΚ.
Πιο αναλυτικά :
Αν κάποιο από τα πρόσωπα αυτά καταδικαστεί αμετάκλητα σε πλημμεληματικό βαθμό, με αναστολή, τριετή έως και πενταετή, μετά την επιτυχή παρέλευση του χρόνου της αναστολής, θα δικαιούται σε αποκατάσταση στη θέση του, με επαναδιορισμό ή επαναπρόσληψη ή με οποιαδήποτε άλλη μορφή επανόδου, ακόμα και αν η καταδίκη παραμένει, για τεχνικούς λόγους, εγγεγραμμένη στο ποινικό μητρώο.
Στο σημείο αυτό χρειάζεται μια σχετική προσοχή, αφού, πολλές φορές η βιβλιογραφία και η νομολογία, έχουν «μπερδέψει» το ζήτημα της μη ισχύος των παρεπόμενων ποινών και των στερήσεων δικαιωμάτων, αμέσως μετά την καταδίκη με αναστολή, που η αρνητική απάντηση έχει κάποια βάση, ΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΩΝ ΠΟΙΝΩΝ ΚΑΙ ΣΤΕΡΗΣΕΩΝ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΥΧΗ ΠΑΡΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ !!!
Στην περίπτωση αυτή, όλη η βιβλιογραφία και η νομολογία, έχουν δεχθεί ότι η καταδικαστική απόφαση τότε, δηλαδή μετά την παρέλευση του χρόνου δοκιμασίας, «παύει να υπάρχει και εξαφανίζεται από τον νομικό κόσμο», που σημαίνει ότι αυτονοήτως παύουν να υπάρχουν και να ισχύουν και οι παρεπόμενες κλπ.
Επίσης, έχει επηρεαστεί μερικές φορές η νομολογία, από την διάταξη του ΚΠΔ, που αξιώνει στα πλημμελήματα, ακόμα και οι καταδίκες με αναστολή να παραμένουν στο Ποινικό Μητρώο επί οκταετία, πράγμα όμως που είναι καθαρά τεχνικό θέμα, και σχετικά δικαιολογημένο, αφού τα Δικαστήρια πρέπει να βλέπουν τις προηγούμενες καταδίκες, κυρίως στην περίπτωση που κάποιος μπορεί να ξαναζητήσει αναστολή, χωρίς να έχει τις προϋποθέσεις, κλπ.
Συνεπώς άλλο το θέμα της αναγραφής στο Δελτίο Ποινικού Μητρώου, και άλλο το θέμα της μη αναστολής των παρεπόμενων και των στερήσεων, μετά τον χρόνο δοκιμασίας, που μπορεί να οδηγήσει στην ¨αιχμαλωσία¨ επί τρομαχτικά μεγάλο χρόνο, σημαντικό αριθμό των ενδιαφερομένων κατηγοριών, αφού υπολογίζεται ότι σήμερα, υπάρχουν τουλάχιστον τρεις χιλιάδες διακόσες οικογένειες, που αφορούν Δημόσιου Λειτουργούς, Δημοσίου Υπαλλήλους, Δικηγόρους, Συμβολαιογράφους, Δικαστικούς Επιμελητές και άλλες παρόμοιες κατηγορίες, των καταδικασθέντων σε πλημμέλημα με αναστολή που περιμένουν τις εκβάσεις τέτοιων εκκρεμών δικών για να επανέλθουν στην απολεσθείσα θέση, ή περιμένουν την απόφαση του εκάστοτε αρμόδιου Υπουργού, που συνηθέστατα πάει αντίθετα με τις Γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ), που μπορεί ενίοτε να επηρεάζονται από πολιτικούς λόγους !
Τέλος πρέπει να σημειωθεί, ότι συνηθέστατα, από την πράξη μέχρι το αμετάκλητο και την τριετία της δοκιμασίας, φτάνει περίπου τα 11 με 12 χρόνια από την πράξη, ουσιαστικά δηλαδή ο χρόνος της δοκιμασίας είναι 12ετία, αφού οποιαδήποτε ενδιάμεση καταδίκη αίρει την αναστολή, άρα είναι σαν να λέει το Δικαστήριο « Ένοχος με 11ετή ή 12ετή αναστολή», πραγματικά υπερβολικά επαχθές, ιδιαίτερα αν, κάποια Δικαστήρια συνεχίσουν τις απαγορεύσεις για άλλα πέντε χρόνια ή και ισοβίως, για τον άπαξ πλημμεληματικό παραβάτη.
Είναι λοιπόν επιβεβλημένο και σύμφωνο με το περί δικαίου αίσθημα να δοθεί μία νομοθετική λύση στο επίμαχο θέμα, μετά από 100 με 120 χρόνια αμφιταλαντεύσεων ( να σημειωθεί ότι οι παλαιότερες αποφάσεις που βρίσκουμε να ασχολούνται με το θέμα είναι η ΑΠ 803/1925, Θεμ ΛΖ΄260, ΑΠ 16/1924, Θεμ ΛΕ΄195, τα στοιχεία αυτά από τον Ποινικό Κώδικα Α. Κονταξή , τομ Α΄, έκδοση γ΄ του έτους 2000, υπ’ άρθρο 104 !!!) στο οποίο κανένας νομικός δεν θα είχε αντίθετη άποψη, ιδιαίτερα την σημερινή δύσκολη και επίπονη χρονική περίοδο !
Εντελώς περιληπτικά παρατίθενται στοιχεία βιβλιογραφίας και νομολογίας των τελευταίων 50 ετών.
Α. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Να παρατηρήσουμε ότι το σύνολο σχεδόν των συγγραφέων και καθηγητών του Ποινικού Δικαίου, τάσσονται σαφώς υπέρ της προτεινομένης ρύθμισης !
Έτσι ενδεικτικά να επισημάνουμε:
1. Από το «Συστηματική ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα Άρθρα 1-133, με ευθύνη και εποπτεία των Ν. ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗ, Γ.Α. ΜΑΓΚΑΚΗ, Ι. ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗ, Δ. ΣΠΙΝΕΛΛΗ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΗ, Α. ΨΑΡΟΥΔΑ – ΜΠΕΝΑΚΗ» , με επιμέλεια Δ. Σπινέλλη, έκδοση 2005, υπ’ άρθρο 104, με την συνεργασία των : Ανδρουλάκη Νικόλαου – Ομότιμου Καθηγητή Παν/μίου Αθηνών, Βασιλάκη Ειρήνης – Δ.Ν. – Δικηγόρου, Γιαννίδη Ιωάννη – Αναπληρωτή Καθηγητή Παν/μίου Αθηνών, Δημάκη Αλέξανδρου – Λέκτορα Παν/μίου Αθηνών, Δημητράτου Νικολάου – Δ.Ν. – Δικηγόρου, Κοτσαλή Λεωνίδα – Καθηγητή Παν/μίου Αθηνών, Λιούρδη Αγλαΐας – Λέκτορα Παν/μίου Αθηνών, Κωστάρα Αλέξανδρου – Αναπληρωτή Καθηγητή Πανεπιστημίου Θράκης, Μαγκάκη Γεωργίου – Αλέξανδρου – Ομότιμου Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, Μπέκα Ιωάννη – Αναπληρωτή καθηγητή Παν/μίου Θράκης, Μυλωνόπουλου Χρήστου – Καθηγητή Παν/μίου Αθηνών, Παπαχαραλάμπους Χαράλαμπου – Δ.Ν. Δικηγόρου, Σοφού Θεμιστοκλή – Δ.Ν. Δικηγόρου, Σπινέλλη Διονυσίου – Ομότιμου Καθηγητή Παν/μίου Αθηνών, Σπινέλλη Καλλιόπης – Ομότιμης Καθηγήτριας Παν/μίου Αθηνών , Σπυράκου Δημητρίου – Δ.Ν. Δικηγόρου,Σταμάτη Κωνσταντίνου – Καθηγητή Παν/μίου Αθηνών – Εισαγγελέως Αρείου Πάγου, Τζαννετή Αριστομένη – Λέκτορα Παν/μίου Αθηνών, Τρωιανού Αγλαΐας – Δ.Ν. Παν/μίου Αθηνών, Ψαρούδα – Μπενάκη Άννας – Ομότιμης Καθηγήτριας Παν/μίου Αθηνών.
Στο παραπάνω έργο, έχουμε ευθεία συμφωνία όλων των διακεκριμένων Νομικών που αναφέρονται πιο πάνω, ότι η πάροδος του χρόνου δοκιμασίας εξαφανίζει τις παρεπόμενες ποινές και τις στερήσεις δικαιωμάτων, μαζί φυσικά με την όποια ποινή φυλακίσεως.
2. Από τον « Ποινικός Κώδικας , Α.Κ. Κονταξή », τόμος Α΄, έκδοση γ΄ ,του έτους 2005 υπ’ άρθρον 104,
Εδώ προκύπτει επίσης η ευθεία συμφωνία με την υποστηριζομένη άποψη και την πρόταση Νομοθετικής Ρύθμισης.
3. Από τον « Ποινικός Κώδικας Ερμηνεία κατ’ άρθρο , Α. Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη Καθηγητή ΔΠΘ», τόμος 1ος , έκδοση 2011, υπ’ άρθρον 104, με την συνεργασία των: Κ. Βαθιώτη, Λέκτορα ΔΠΘ , Μ. Γεωργιάδου, Δικηγόρο LLM, A. Διονυσόπουλου, Δικηγόρο Ειδ. Επιστ. ΕΚΠΑ,Β. Ζλάκτου , Δικηγόρο ΜΔ, Υπ. ΔΝ, Γ, Κάβουρα, Δικηγόρο, ΔΝ, Π. Καίσαρη, Αντεισαγγελέα ΑΠ, έ.τ, Ε. Καμπέρου – Ντάλτα, Δικηγόρο, ΔΝ, Κ. Κοσμάτο, Λέκτορα ΔΠΘ, Δικηγόρος, Ν. Κουλούρης, Επικ. Καθηγητής ΔΠΘ, Εγκληματολόγος, Ν. Λαγού, Δικηγόρος, Υπ. ΜΔ Ποιν. & Εγκλ. Επιστημών ΔΠΘ, Ι. Μπέκας, Αναπληρωτής καθηγητής ΔΠΘ, Γ. Μπουρμάς, Δικηγόρος, ΔΝ, Σ. Παπαγεωργίου – Γονατάς, Επίκ. Καθηγητής ΔΠΘ, Κ. Παπαθανασίου, Δικηγόρος, Υπ. ΔΝ, Π. Παπανδρέου, Αντιεισαγγελέας πρωτοδικών, Υπ. ΔΝ, Σ. Παππάς, Αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών, Α. Συκιώτη, Δικηγόρος, ΔΝ, Ε. Τρύφωνα, Δικηγόρος, Δ. Χιόνης, Δικηγόρος Εγκληματολόγος, Π. Χριστόπουλος , Δικηγόρος,
Όπου και εδώ υπάρχει, εκτός των συντελεστών του ανωτέρω έργου, και συμφωνία των Ανδρουλάκη και Κατσαντώνη με την υποστηριζόμενη άποψη και την πρόταση Νομοθετικής Ρύθμισης, στα σχόλια υπ’ άρθρον 104.
4. Τέλος να πούμε για την απόλυτα όμοια θέση των Τούση – Γεωργίου: Ποιν. Κώδιξ σελ 315, Γαρδίκας: Σοφρωνιστική 1955 σελ 437, Χωραφά: Γεν Αρχαί του ΠΔ 1956 σελ. 313, Ζαγκαρόλα: Νομικά Ζητήματα Ποιν Χρ. Ι, σελ 281 επ., (τα στοιχεία από υπ αριθμό 54/2008 σχετική απόφαση της ολομέλειας του ΝΣΚ).
Γενικά, σπάνια θα βρεθεί συγγραφέας με αντίθετη άποψη στο θέμα αυτό, πλείωνα όμως στοιχεία θα αναφερθούν παρακάτω στην ανάλυση στην εξέλιξη της σχετικής νομολογίας.
Β. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ
Πάλι, εντελώς ενδεικτικά πρέπει να αναφερθούν οι κυριότερες νομολογιακές εξελίξεις στο θέμα της επιτυχούς παρόδου του χρόνου της αναστολής, και της μη ισχύος των παρεπόμενων ποινών, στερήσεων απαγορεύσεων κλπ.
Καταρχήν να αναφερθούνε οι αποφάσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) που είναι, επί χρόνο μείζονα της 50ετίας, ομοιόμορφα σύμφωνες με την προτεινόμενη Νομοθετική Ρύθμιση:
1. Γνωμοδότηση 54/2008, της Ολομέλειας του ΝΣΚ, (AD HOC) που αφορά Δικηγόρο καταδικασθέντα πλημμεληματικά σε ποινή 10 μηνών με τριετή αναστολή, όπου η πλειοψηφία ( 21 μέλη) τάσσεται υπέρ της προτεινόμενης Ρύθμισης, με την μειοψηφία (19 μέλη) να στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην παρ. 2 του άρθρου 80 του αναθεωρηθέντος Κώδικα περί Δικηγόρων που έλεγε « …κατ’ ουδεμίαν περίπτωση η αναστολή της ποινής επιφέρει άρσιν των δια του Κώδικος οριζομένων ανικανοτήτων…», διάταξη όμως που παρελήφθη και δεν ισχύει στον αναθεωρημένο και ισχύοντα Κώδικα περί Δικηγόρων, στο άρθρο 27, του Ν. 4194/2013, που αντικαθιστά το αντίστοιχο άρθρο 80 του προηγούμενου κώδικα !!!
Επίσης είναι χαρακτηριστικό, ότι το ένα στήριγμα της μειοψηφίας ήταν η πιο πάνω καταργηθείσα διάταξη, του Κωδ. Δικηγόρων, ενώ το άλλο στήριγμα ήταν, η υπ αριθμόν 1/2003 της Ολομέλειας του Α.Π., η οποία όμως αν αναγνωσθεί σωστά είναι σύμφωνη με την παραπάνω άποψη !!!
Δηλαδή οι 19 του Ν.Σ.Κ. τότε στηρίχθηκαν σε στοιχεία που τώρα ή είναι κατηργημένα ή που τότε εσφαλμένα και από παραδρομή επικαλέσθηκαν !!!
Αποτέλεσμα αυτής της ισχυρής αλλά εσφαλμένης μειοψηφικής άποψης, ήταν ότι ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Σωτήρης Χατζηγάκης, αρνήθηκε να εφαρμόσει όλη την βιβλιογραφία και την γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ., την οποία ό ίδιος είχε ζητήσει, με τελικό αποτέλεσμα ο εκεί ενδιαφερόμενος δικηγόρος να μπει σε αλλεπάλληλες δικαστικές περιπέτειες, για τις οποίες μέχρι να δικαιωθεί, συμπλήρωσε χρόνο πέραν της 15ετίας εκτός επαγγέλματος, μαζί με τον χρόνο μέχρι το αμετάκλητο, πράγμα αφύσικα εξοντωτικό για μία ποινή με αναστολή κάτω του ενός έτους !!!
2. Γνωμοδότηση 124/1970, της Ολομέλειας του ΝΣΚ (AD HOC) που αφορά δημόσιο υπάλληλο, με πλημμεληματική καταδίκη και ποινή με τριετή αναστολή, όπου η συντριπτική πλειοψηφία (11 μελών υπέρ 2 μελών) τάσσεται υπέρ της ίδιας άποψης.
3. Απόφαση 79/1973, της Ολομέλειας του ΣτΕ (AD HOC) που αφορά δικηγόρο με πλημμεληματική καταδίκη και ποινή με τριετή αναστολή, όπου η πλειοψηφία τάσσεται και εδώ υπέρ του ότι δεν υφίσταται κώλυμα επιστροφής του αιτούντος στην επαγγελματική του δραστηριότητα, αφού έχει εξαλειφθεί η καταδίκη, έπειτα από την πάροδο της επιτυχούς δοκιμασίας.
4. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινούνται και άλλες αποφάσεις του ΣτΕ, Απόφαση 5534/1995 του Γ΄ τμήματος του ΣτΕ (AD HOC) , Απόφαση 1889/2001 του Γ΄ τμήματος του ΣτΕ (AD HOC), Απόφαση 1055/2003 του Γ΄ τμήματος του ΣτΕ (AD HOC), Απόφαση 1972/2003 του Διοικ. Εφετείου Αθηνών.
Κατά συνέπεια, και επειδή υπάρχουν και αποφάσεις οι οποίες αντιμετωπίζουν διαφορετικά το θέμα, έτσι ώστε να δημιουργούνται ανισότητες στην απονομή του δικαίου και διαφοροποιήσεις στις δικαστικές αποφάσεις, είναι επιβεβλημένο να λυθεί νομοθετικά το θέμα, μετά από 120 και πλέον χρόνια παλινδρομήσεων, αμφιταλαντεύσεων και διαφορετικών ρυθμίσεων, και αυτό θα επιτευχθεί με την προτεινομένη νομοθετική ρύθμιση.
Για τους λόγους αυτούς προτείνουμε την ακόλουθη διάταξη Νόμου
ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ
Διάταξη νόμου
Στο άρθρο 104 του ΠΚ προστίθεται παράγραφο 3, μετά την 2η
παράγραφο, ως εξής:
« Όσοι υπάγονται σε ειδικές κατηγορίες, όπου ορισμένα πλημμελήματα δημιουργούν ασυμβίβαστο και λόγους ανικανότητος ή στέρησης δικαιωμάτων, εφόσον έχουν καταδικαστεί σε πλημμέλημα με αναστολή, μετά την επιτυχή πάροδο του χρόνου της αναστολής, αποκαθίστανται πλήρως και οι τυχόν στερήσεις, ανικανότητες κλπ, παύουν να υπάρχουν και εξαφανίζονται μαζί με την κύρια ποινή. Εκτός εάν το δικαστήριο έχει διατάξει με την απόφαση να μην συναναστέλονται μετά της κύρια ποινής».
Άρθρο 105Β παράγραφος 6 ανεβαίνει το όριο πραγματικής έκτισης ποινής από το 1/3 σε 2/5 κάνοντάς έτσι τον μόνο σωφρονιστικό θεσμό πουν έχουμεστις φυλακές, ΤΑ ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΑ, ουσιαστικά άχρηστα. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει μίνιμουμ πραγματικού χρόνου των κρατουμένων αλλά μονο μικτού έτσι ώστε να παρέχονται κίνητρα Στους κρατούμενους να μπουν σε σχολεία δεύτερης ευκαιρίας αλλά και να ασχοληθούν με εργασία μέσασ στην φυλακή, με πιθανότητα σωφρονισμού του. Εαν πάλι θεωρείτε πολύ καινοτόμο το να μην υπάρχει μίνιμουμ πραγματικής έκτισης ποινής, τουλάχιστον αυτή να παραμείνει όπως ορίζει ο ισχύων π.κ στο 1/3 της ποινής και να Μην αυξηθεί στα 2/5 καταστρέφοντας έτσι τον μόνο πετυχημένο θεσμό τον μεροκαμάτων.
«. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα η υφ’ όρο απόλυση, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα δύο πέμπτα της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, δεκαέξι έτη. Το χρονικό διάστημα των δύο πέμπτων «
Στο άρθρο 85 στην περιπτωση δ΄ οπου αναφερεται ότι αντί της μειωμένης ποινής φυλάκισης επιβάλλεται χρηματική ποινή (ή κοινωφελής εργασία) θεωρω ότι μένει αρύθμιστη η περίπτωση όπου έχουμε έγκλημα στο οποιο δεν προβλέπεται καθόλου ως ποινική κύρωση η χρηματική ποινή (π.χ. στο αρ. 310 εδ. α΄ ΠΚ) σχετικά με το ανώτατο όριο των ημερήσιων μονάδων που θα έχει το δικαίωμα να επιβάλει το δικαστήριο, καθόσον το αρθ. 57 ΠΚ προσδιορίζει τα ανώτατα όρια των ημερήσιων μονάδων της χρηματικής ποινής μόνο στις περιπτώσεις όπου αυτή προβέπεται ως κύρωση (είτε ως μόνη κύρια ποινή είτε διαζευτικά με ποινή φυλάκισης είτε αθροιστικά με ποινή φυλάκισης) χωρίς να υπάρχει πρόβλεψη στο νόμο για την περίπτωση αυτή του αρ. 85δ΄ ΠΚ.
οι διατάξεις των άρθρων 99 κ 100 είναι ακατανόητες. Στο άρθρο 99 η αναστολή εμφανίζεται δυνατή ακόμη και για επιβληθείσα ποινή φυλάκισης 5 ετών και δη υποχρεωτικά (εκτός αν το δικαστήριο κρίνει άλλως) με μόνη προυπόθεση οι προηγούμενες αμετάκλητες να είναι έως 3 έτη. Αυτή η ερμηνεία έρχεται βεβαια σε αντίθεση με το άρθρο 100 που δίνει δυνατότητα μερικής αναστολής (δυσμενέστερου δηλ μέτρου) σε ποινές μέχρι 3 έτη.
Άλλη ερμηνεία ότι αναστολή δεν είναι δυνατή σε συνολικό άθροισμα άνω των 3 ετών των προηγούμενων και της νυν ποινής, που θα ήταν ισως ορθή πρόβλεψη, προσκρούει στην απαίοτηση για «αμετάκλητες» ποινές.
Ομοίως στο άρθρο 100, με την προσθήκη του όρου «αμετάκλητα» φαίνεται ότι δίνεται η δυνατότητα μερικής αναστολής μόνο μετά την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Απορίας άξιο βεβαια, αν όντως αυτό ήταν το ζητούμενο και τι θα γίνεται στο μεσοδιάστημα μέχρι δηλ η απόφαση πυο επιβάλλει τη σχετική ποινή καταστεί αμετάκλητη
άρθρο 84 παρ. 2 γ «Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως (…) γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος (…)». Η λέξη «ανάρμοστη» πρέπει κατά τη γνώμη μου να αντικατασταθεί με τη λέξη «παράνομη» ή έστω με τις λέξεις «μη σύννομη συμπεριφορά του παθόντος». Ποιός και με ποιά ασφαλή κριτήρια μπορεί να ορίσει σήμερα ποιά συμπεριφορά είναι «ανάρμοστη» και ποιά «αρμόζουσα». Το δίκαιο πρέπει να μπορεί να διασφαλίζει τη σύννομη συμπεριφορά μας έναντι των λοιπών κοινωνών. Το «αρμόζον» και το ανάρμοστο» είναι πολύ αόριστες έννοιες.
Η διατύπωση των άρθρων 99 και 100 είναι ατυχής στο σημείο που γίνεται λόγος για αμετάκλητη καταδίκη σε ποινή φυλάκισης μέχρι 3 έτη. Και τούτο διότι με τη σύνταξη αυτή δίνεται η εντύπωση ότι κατηγορούμενος που δεν έχει στο ποινικό του μητρώο αμετάκλητες καταδίκες άνω των 3 ετών δικαιούται αναστολής ανεξαρτήτως του ύψους της ποινής που του επιβάλλεται από το δικαστήριο.
Η διατύπωση θα πρέπει να επανέλθει στη σημερινή της μορφή: «Αν κάποιος ΔΕΝ έχει καταδικαστεί αμετάκλητα… καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα Χ έτη».
Το αρ 81 Α εξαφανίστηκε;
Λάθος η υπό όρους και προυποθέσεις χορήγηση της αναστολής κατ΄άρθρο 99 ΠΚ. Το αίσθημα αδικίας σε περίπτωση χορήγηση αναστολής υπό όρο ή μη σε ίδια αδικήματα δικασθέντα από διαφορετικούς δικαστές θα είναι διάχυτο. Η κατάργηση της δυνατότητας μετατροπης της ποινής σε εξαγοράσιμη είναι τεράστιο λάθος ειδικά σε συνδυασμό με το γεγονός ότι για ποινες από 3 καιέως 5 έτη δεν προβλέπεται δυνατότητα μετατροπης τους σε κοινωφελή εργασία παρά μόνο μετά την έκτιση του 1/10 αυτής. Σε ένα δικαικό σύστημα όπου κάθε διοικητική παράβαση έχει και ποινική προέκταση – κατά βάση πλημμεληματική και ενίοτε και κακουργηματική είναι εντελώς παράλογο θα οδηγήσεκαλούς πολίτες στις φυλακές με ότι αυτό συνεπάγεται. Εάν θεωρείται μη σύγχρονος τρόπος έκτισης της ποινής η εξαγορά της – που κατά την άποψή μου και καινοτόμος ήταν και ιφελιμη για το Δημόσιο αποτρεπτικά λειτουργούσε – θα έπρεπε να αντικατασταθεί με την κοινωφελη εργασία, χωρίς όμως όρους και προυποθέσεις. Αυθαίρετα κτισματα,σωματικές βλάβες από τροχαία ατυχήματα, συκοφαντικές δυσφημήσεις, κτλ θα οδηγούν κάποιον να γνωρίσει την χαρά των σωφρονιστικών καταστημάτων. Με συγχωρείται κατά την ταπεινή μου άποψη αυτό δεν αποτελέι εκσυγχρονισμό. Το να επιστρέφεις σε πρακτικές εγκλεισμού για ήσσονος σημασίας ποινικές παραβάσεις ή για παραβάσεις που δεν ενέχουν ποινική χροιά καν αλλά βαπτίζονται ως τέτοιες μόνο πρόοδο σεν συνιστά.
Εχει γινει αποτιμηση ποσα εκατομμυρια ευρω εσοδα κατ ετος θα σταματησουν να εισρεουν στα Δημοσια Ταμεια απο την καταργηση του μετρου της δυνατοτητας μετατροπης και εξαγορας των ποινων φυλακισης.Ξαφνικα το Ελληνικο Δημοσιο εγινε πλουσιο και δεν εχει αναγκη εσοδων.Προτεινεται να μην καταργηθει το μετρο για ποινες πλημμεληματικου χαρακτηρα και τα εσοδα να διατιθενται μεσω ειδικου λογαριασμου που θα διαχειριζεται το Υπ. Δικαιοσυνης υπερ της βελτιωσης των συνθηκων διαβιωσης των εγκλιστων στις φυλακες ως και της εφαρμογης νεων συγχρονων επιστημονικων προγραμματων μεσα απο το εφαρμοζομενο και το ισχυον καθε φορα Σωφρονιστικο Συστημα.
Το άρθρο 83 συνδυάζεται με μειωμένη ποινή. Δηλαδή η απόπειρα δικάζεται με αυτόν τον τρόπο.
Οι ποινές είναι εξοντωτικές και δε θα έπρεπε να ξεπερνούν το 1/4 απο το ύψος της ποινής σε συνδυασμό με κοινωνική εργασία ίδιας χρονικΉς περιόδου ώστε να έχει νόημα ουσιαστικό η μεταμέλεια.
Κάποιες παρατηρήσεις: α) Σχετικά με το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 79: Γιατί εμείς οι δικαστές θα πρέπει εν τοις πράγμασιν να απολογούμαστε ακόμα και για το ύψος της ποινής που βάζουμε; Η ποινική δίκη είναι μία διαδικασία ζωντανή που δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε όλες της τις εκφάνσεις στο χαρτί. Διαφαίνεται (και συγχωρέστε με αν κάνω λάθος) ότι δεν μας έχετε καμία εμπιστοσύνη όσον αφορά στην εκφορά του δικαιοδοτικού μας λόγου ούτε στη διατύπωση της δικανικής μας κρίσεως. Συμβαίνει αυτό και σε άλλες σύγχρονες δημοκρατίες του κόσμου, από τις οποίες εμφαίνεται ότι εμπνεύστηκε το υπό διαβούλευση νομοθέτημα;; Και αν η αιτιολογία στο συγκεκριμένο σκέλος της αποφάσεως κριθεί ελλιπής θα μας έρχονται πίσω υποθέσεις, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να δικαιολογήσουμε το ύψος της ποινής που βάλαμε;;; Ηρεμήστε, δεν ανεβαίνουμε στην έδρα για να εκδικηθούμε τον κόσμο, αλλά για να απονείμουμε δικαιοσύνη. Και λάβετε επιτέλους υπόψη εκτός από τα δικαιώματα των κατηγορουμένων και τη «δίψα» των παθόντων για δικαίωση!Στο τέλος, θα φοβόμαστε να δικάσουμε…
β) Σχετικά με το άρθρο 84 παρ. 2α του Π.Κ.: Τι ακριβώς εννοείτε όταν λέτε «ελαφρό» πλημμέλημα;; Μήπως πρέπει να το εξειδικεύσετε έτι περαιτέρω;; Με άλλα λόγια: Η διατύπωση του συγκεκριμένου εδαφίου ενέχει αοριστία, πράγμα ανεπίτρεπτο έως αντισυνταγματικό για ποινικό νομοθέτημα.
γ) Σχετικά με το άρθρο 84 παρ. 3 του Π.Κ.: Η εν λόγω ελαφρυντική περίσταση δεν έχει καμία σχέση με τις συνθήκες τελέσεως της πράξεως! Ουσιαστικά είναι σαν να απολογούμαστε στον κατηγορούμενο επειδή καθυστερήσαμε! Και μία ερώτηση: Μια παρατεταμένη αποχή των δικηγόρων όπως συνέβη το 2016 θα συνηγορεί άνευ άλλου τινός υπέρ της χορήγησης ενός τέτοιου ελαφρυντικού στον κατηγορούμενο;;; Ή μία απαγόρευση απόπλου λόγω κακοκαιρίας (ή για οποιονδήποτε άλλον λόγο) που θα καθιστά τη μετάβαση των παραγόντων της δίκης στην έδρα του Δικαστηρίου αδύνατη; Και επί τη ευκαιρία: Τόσες φορές έχουν αλλάξει τα νομοθετήματα αυτά (Π.Κ., ΚΠΔ, κλπ). Σε καμία τροποποίηση δεν έχει ληφθεί υπόψη η νησιωτικότητα παρά τη ρητή περί του αντιθέτου επιταγή του Συντάγματος. Μήπως είναι ευκαιρία τώρα;;;
Στο άρθρο 83 ΠΚ και πάλι δεν προβλέπεται η ρύθμιση της περίπτωσης της πρόσκαιρης κάθειρξης(5-15 χρόνια), όπως είναι και σήμερα η σχετική διάταξη, που αφήνει αρρυθμιστη την περίπτωση της πρόσκαιρης κάθειρξης 5-20 ετών. Δεν υπάρχει αιτιολογία για τέτοιο κενό, το οποίο πρέπει να ρυθμιστεί, ανάλογα με τα έως τώρα πορίσματα της νομολογίας.
Στο νέο άρθρο 80 παρ. 5 ρυθμίζεται η περίπτωση του ισχύοντος 82 παρ. 8, επαναλαμβάνεται η λέξη καταδικασθείς που παραπέμπει σε καταδικαστική απόφαση και ομοίως γίνεται αναφορά στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση. Τι θα ισχύει σε περίπτωση αιτήματος παράτασης της προθεσμίας ή αιτήσεως μετατροπής σε κοινωφελή συνολικής δοσοποιημένης ποινής η οποία είναι πλέον η ποινή εκτελέσεως π.χ. του Μονομελούς Εφετείου όταν η ποινή βάσης είναι του 3μελούς Εφετείου; Μπορεί να υποβληθεί τέτοιο αίτημα για τη συνολική ποινή; Σε ποιο δικαστήριο θα εισαχθεί; Στις συνολικής ή της ποινής βάσης;
Σχόλιο από το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι:
«Με το σχέδιο αυτό ουσιαστικά καταργούνται τα εγκλήματα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά. Καταργούνται συγκεκριμένα τα σχετικά άρθρα 81Α και 361Β.
Επαναφέρεται βέβαια το παλαιό άρθρο 79.3 με την παραπλήσια μορφή του άρθρου 79.5 «5. Στοιχεία που λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: (…) στ) το ότι τέλεσε έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου.»
Κατ’ αρχή στο παλαιό άρθρο 79.3 προβλεπόταν «Η τέλεση της πράξης από μίσος προκαλούμενο λόγω της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής ή του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου του παθόντος συνιστά επιβαρυντική περίσταση και η ποινή δεν αναστέλλεται.» Σε σχέση με την εδώ πρόταση, το παλαιό 79.3 ήταν πιο επιβαρυντικό αφού προέβλεπε μη αναστολή της ποινής, κάτι που δεν προβλέπεται στο σχέδιο νόμου.
Κατά δεύτερο και κυριότερο, τα φερόμενα ρατσιστικά εγκλήματα σήμερα εισάγονται στο ακροατήριο με το άρθρο 81Α που ορίζει ρητά το ρατσιστικό έγκλημα. Αυτό επιτρέπει να διερευνηθεί το φερόμενο ρατσιστικό έγκλημα κατά την προανάκριση/προκαταρκτική εξέταση. Επίσης επιτρέπει στα θύματα που επιλέγουν να παρασταθούν ως πολιτικώς ενάγοντες να εξετάζουν το ρατσιστικό κίνητρο κατά την εξέταση των μαρτύρων και να αγορεύουν οι δικηγόροι τους επ’ αυτού.
Τέλος, οι προβλεπόμενες ποινές σε σχετικές καταδίκες είναι ρητά αυξημένες με το 81Α και πάνω από το ανώτερο όριο που προβλέπουν τα αντίστοιχα με τα εγκλήματα άρθρα.
Αντίθετα, το άρθρο 79.5 αφορά την επιμέτρηση της ποινής. Άρα δεν διερευνάται το ρατσιστικό κίνητρο κατά την προανάκριση/προκαταρκτική εξέταση, αν υπάρξει ποινική δίωξη το έγκλημα δεν εισάγεται στο ακροατήριο ως ρατσιστικό, και άρα τα θύματα που επιλέγουν να παρασταθούν ως πολιτικώς ενάγοντες δεν μπορούν να εξετάζουν το ρατσιστικό κίνητρο κατά την εξέταση των μαρτύρων ούτε να αγορεύουν οι δικηγόροι τους επ’ αυτού. Εναπόκειται στο τέλος της δίκης, αν υπάρξει καταδίκη, εισαγγελέας και δικαστές να λάβουν υπόψη το 79.5 κατά την επιμέτρηση της ποινής η οποία όμως δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από την ανώτατη προβλεπόμενη.
Τέλος, με την κατάργηση του 361Β παύει να είναι έγκλημα η προμήθεια αγαθών ή η προσφορά υπηρεσιών ή η αναγγελία με δημόσια πρόσκληση παροχής ή προμήθειας αυτών αποκλείοντας από καταφρόνηση πρόσωπα λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου. Η Χρυσή Αυγή θα μπορεί πια ανενόχλητα να ξαναρχίσει τη σχετική μισαλλόδοξη δράση της…
Τα άρθρα 81Α και 361Β νομοθετήθηκαν το 2015 από την ίδια κυβέρνηση που σήμερα προτείνει να τα καταργήσει χωρίς καμιάν εξήγηση. Επίσης, δεν υπάρχει πρόβλεψη να συνεχίσουν να ισχύουν τα άρθρα αυτά για αδικήματα που θα έχουν τελεστεί πριν την ισχύ του νέου ποινικού δικαίου και εμπίπτουν στα άρθρα αυτά με αποτέλεσμα να παύσει η ποινική δίωξή τους.
Η πρόταση είναι απλή: διατηρείστε τα άρθρα 81Α και 361Β ΠΚ ως έχουν.
Με το προτεινόμενο σχέδιο εάν αντιλαμβάνομαι σωστά καταργείται πλήρως ο θεσμός της μετατροπής των στερητικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές ποινές. Συνεπώς σε επιβαλλόμενες ποινές φυλάκισης για πλημμέλημα π.χ. 4 ετών η απόφαση εκτελείται αμέσως και ο καταδικασθείς οδηγείται στην φυλακή;