ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ
Ι. Η πράξη
Άρθρο 14
Έννοια της αξιόποινης πράξης
1. Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή σε εκείνον που την τέλεσε, η οποία τιμωρείται από το νόμο.
2. Στις διατάξεις των ποινικών νόμων ο όρος «πράξη» περιλαμβάνει και τις παραλείψεις.
Άρθρο 15
Έγκλημα που τελείται με παράλειψη
1. Όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί σε ενέργεια για την αποτροπή του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει από νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου.
2. Στις περιπτώσεις των εγκλημάτων με παράλειψη ο δικαστής μπορεί να επιβάλλει μειωμένη ποινή (άρθρο 83).
Άρθρο 16
Τόπος τέλεσης της πράξης
Τόπος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη, καθώς και ο τόπος όπου επήλθε ή, σε περίπτωση απόπειρας, έπρεπε να επέλθει σύμφωνα με την πρόθεσή του το αποτέλεσμα.
Άρθρο 17
Χρόνος τέλεσης της πράξης
Χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενέργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα είναι αδιάφορος.
Άρθρο 18
Κατηγορίες αξιοποίνων πράξεων
Οι αξιόποινες πράξεις διακρίνονται σε κακουργήματα και πλημμελήματα. Κάθε πράξη που τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη είναι κακούργημα. Κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση ή περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων ή μόνο με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας είναι πλημμέλημα.
Άρθρο 19
Ποινικός χαρακτήρας πράξεων που έχουν εκδικαστεί
Αν μια πράξη που εκδικάστηκε είναι κακούργημα ή πλημμέλημα, κρίνεται με βάση τη βαρύτερη ποινή που καθορίζεται από το νόμο γι’ αυτή και όχι με βάση την τυχόν ελαφρότερη ποινή που επέβαλε ο δικαστής λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων (άρθρο 84) ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο μείωσης της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 83.
ΙΙ. Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης
Άρθρο 20
Λόγοι άρσης του αδίκου
Εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 21, 22, 25, 304 παρ. 4, 308 παρ. 2, 367 και 371 παρ. 4, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αίρεται και όταν αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που προβλέπεται στο νόμο.
Άρθρο 21
Προσταγή
1. Δεν είναι άδικη η πράξη την οποία κάποιος επιχειρεί για να εκτελέσει προσταγή που του έδωσε, σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, η αρμόδια αρχή, αν ο νόμος δεν επιτρέπει στον αποδέκτη της προσταγής να εξετάσει αν είναι νόμιμη ή όχι. Στην περίπτωση αυτή ως αυτουργός τιμωρείται εκείνος που έδωσε την προσταγή.
2. Η διάταξη δεν εφαρμόζεται αν η προσταγή είναι προδήλως αντισυνταγματική ή παράνομη.
Άρθρο 22
Άμυνα
1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε κατάσταση άμυνας.
2. Άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθεμένου στην οποία προβαίνει το άτομο προς υπεράσπιση του εαυτού του ή άλλου από παρούσα και άδικη επίθεση που στρέφεται εναντίον τους.
3. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της προσβολής που απειλείται, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις υπόλοιπες περιστάσεις.
Άρθρο 23
Υπέρβαση άμυνας
Όποιος υπερβαίνει τα όρια της άμυνας τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή ελαττωμένη, και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις σχετικές με αυτήν διατάξεις. Μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενέργησε με αυτόν τον τρόπο εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση.
Άρθρο 24
Υπαίτια κατάσταση άμυνας
Δεν απαλλάσσεται από την ποινή που ορίζει ο νόμος όποιος με πρόθεση προκάλεσε την επίθεση άλλου για να διαπράξει εναντίον του αξιόποινη πράξη με το πρόσχημα της άμυνας.
Άρθρο 25
Κατάσταση ανάγκης που αίρει το άδικο
1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος προς αποτροπή παρόντος και αναπότρεπτου με άλλα μέσα κινδύνου, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η προσβολή που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από την προσβολή που απειλήθηκε.
2. Η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται σε όποιον έχει καθήκον να εκτεθεί στον απειλούμενο κίνδυνο.
3. Η διάταξη του άρθρου 23 έχει αντίστοιχη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτού του άρθρου.
Άρθρο 25Α
Αγνοούμενοι και νομιζόμενοι λόγοι άρσης του αδίκου
1. Εφόσον συντρέχουν οι λόγοι των προηγούμενων άρθρων, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αίρεται ακόμα και αν ο υπαίτιος αγνοεί τη συνδρομή τους.
2. Αν ο υπαίτιος κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης υπολαμβάνει εσφαλμένα ότι συντρέχουν περιστατικά που θα οδηγούσαν σε άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης του, εφαρμόζεται η διάταξη για τη νομική πλάνη.
ΙΙΙ. Η υπαιτιότητα
Άρθρο 26
Υπαιτιότητα στα κακουργήματα και πλημμελήματα
Τα κακουργήματα και πλημμελήματα τιμωρούνται μόνο όταν τελούνται με δόλο. Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος, τα πλημμελήματα τιμωρούνται και όταν τελούνται από αμέλεια.
Άρθρο 27
Δόλος
1. Με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, καθώς και όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται.
2. Όπου ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού, δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος. Και όπου ο νόμος απαιτεί η πράξη να έχει τελεστεί με σκοπό την πρόκληση ορισμένου αποτελέσματος απαιτείται ο δράστης να έχει επιδιώξει να προκαλέσει αυτό το αποτέλεσμα.
Άρθρο 28
Αμέλεια
Από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν.
Άρθρο 29
Ευθύνη από το αποτέλεσμα
Στις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει ότι κάποια πράξη τιμωρείται με βαρύτερη ποινή όταν έχει ορισμένο αποτέλεσμα, η πρόκληση του οποίου τυποποιείται ως αυτοτελές έγκλημα αμέλειας, η ποινή αυτή επιβάλλεται στον αυτουργό ή στο συμμέτοχο μόνο αν το αποτέλεσμα μπορεί να αποδοθεί τουλάχιστον σε αμέλειά τους, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατ’ άλλη διάταξη.
Άρθρο 30
Πραγματική πλάνη
1. Δεν πράττει με δόλο όποιος κατά το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης αγνοεί τα περιστατικά που τη συνιστούν. Αν όμως η άγνοια αυτών των περιστατικών μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του υπαιτίου, η πράξη του καταλογίζεται ως έγκλημα αμέλειας.
2. Δεν καταλογίζονται στο δράστη περιστατικά που κατά το νόμο επαυξάνουν το αξιόποινο της πράξης του, αν τα αγνοούσε.
ΙV. Λόγοι άρσης του καταλογισμού
Άρθρο 31
Νομική πλάνη
1. Μόνη η άγνοια του αξιοποίνου δεν αρκεί για να αποκλείσει τον καταλογισμό.
2. Η πράξη όμως δεν καταλογίζεται σε εκείνον που την τελεί αν αυτός δεν είχε συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της λόγω πλάνης που δεν μπορούσε να αποφύγει, μολονότι κατέβαλε κάθε δυνατή γι’ αυτόν και οφειλόμενη από τις περιστάσεις επιμέλεια (συγγνωστή νομική πλάνη). Αν ο υπαίτιος μπορούσε να αποφύγει την πλάνη, η πράξη καταλογίζεται σε αυτόν, αλλά το δικαστήριο μπορεί να του επιβάλει μειωμένη ποινή (άρθρο 83).
Άρθρο 32
Κατάσταση ανάγκης που αίρει τον καταλογισμό
1. Η πράξη δεν καταλογίζεται σε εκείνον που την τελεί για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί χωρίς δική του υπαιτιότητα το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή οικείου του, αν η προσβολή που προκλήθηκε στον άλλο από την πράξη είναι κατά το είδος και τη σπουδαιότητα ανάλογη με την προσβολή που απειλήθηκε.
2.Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 25 εφαρμόζονται και εδώ.
Άρθρο 33
Αδυναμία αποφυγής του αδίκου
Η πράξη δεν καταλογίζεται σε εκείνον που την τέλεσε, αν κατά την τέλεσή της αδυνατούσε να συμμορφωθεί προς το δίκαιο λόγω ανυπέρβλητου για τον ίδιο διλήμματος εξαιτίας σύγκρουσης καθηκόντων και η προσβολή που προκλήθηκε από την πράξη είναι κατά το είδος και τη σπουδαιότητα ανάλογη με την προσβολή που απειλήθηκε.
Άρθρο 34
Ανικανότητα προς καταλογισμό
Η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή διατάραξης της συνείδησης κατά τον χρόνο τέλεσής της, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό.
Άρθρο 35
Υπαίτια πρόκληση ανικανότητας
1. Πράξη που κάποιος αποφάσισε σε κανονική ψυχική κατάσταση, αλλά που για την τέλεσή της έφερε τον εαυτό του σε κατάσταση διαταραγμένης συνείδησης ή σε κατάσταση πλήρους αδυναμίας να ενεργήσει ή να παραλείψει, του καταλογίζεται ως πράξη που τελέστηκε με δόλο.
2. Αν η πράξη που τέλεσε σε τέτοια κατάσταση είναι άλλη από εκείνη που είχε αποφασίσει, ο υπαίτιος τιμωρείται με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83).
3. Πράξη που κάποιος πρόβλεψε ή μπορούσε να προβλέψει ότι ενδέχεται να τελέσει αν οδηγηθεί σε κατάσταση διαταραγμένης συνείδησης ή σε κατάσταση πλήρους αδυναμίας να ενεργήσει ή να παραλείψει, του καταλογίζεται ως πράξη που τελέστηκε από αμέλεια.
V. Μειωμένος καταλογισμός
Άρθρο 36
Μειωμένη ικανότητα καταλογισμού
1. Αν εξαιτίας κάποιας από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό, επιβάλλεται μειωμένη ποινή (άρθρο 83).
2. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση υπαίτιας κατά την έννοια του άρθρου 35 πρόκλησης της μειωμένης ικανότητας.
Άρθρο 37 – 41
(Καταργούνται)
ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ 18 ΚΑΙ 19 ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΠΚ
1.-Σύμφωνα δε με την ΝΥΝ διάταξη του άρ. 18 ΠΚ, κάθε πράξη που τιμωρείται με ποινή καθείρξεως είναι κακούργημα, ενώ κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση είναι πλημμέλημα.
2.-Όμως ιδίως για αδικήματα που απαιτείται άδεια της αρχής η απουσία κωλυμμάτων και εν συνδυασμώ με την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 Συντ. δικαίωμα επαγγελματικής ελευθερίας, θα πρέπει να ερμηνευθεί στενά.
3.- Επίσης κατά τη διάταξη του άρθρου 19 ΠΚ, κατά την οποία : « Αν μία πράξη που εκδικάστηκε είναι κακούργημα ή πλημμέλημα, κρίνεται με βάση τη βαρύτερη ποινή που καθορίζεται από το νόμο γι΄ αυτή την πράξη και όχι με βάση την τυχόν ελαφρότερη ποινή που επέβαλε ο δικαστής λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων (άρθρο 84) ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο μείωσης της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 83. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση καταδίκης σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα σύμφωνα με το άρθρο 38».
4.-Η αληθής έννοια αυτων των διατάξεων de lege ferenda, εν συμφωνία και προς το άρ. 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, πρέπει να αναζητείται πάντοτε in concreto, δοθέντος ότι δεν έχει σημασία ο αφηρημένος χαρακτηρισμός του εγκλήματος αλλά η «συγκεκριμένα διαγνωσθείσα μειωμένη βαρύτητα» της πράξεως την οποία ενδεικνύει η τελικώς επιβληθείσα ποινή φυλακίσεως (in dubio pro mitiore, αναλογική εφαρμογή in bonam partem του άρθρου 497 παρ. 2 ΚΠΔ).
5.-Συνεπώς, κρίσιμη για τον χαρακτηρισμό των τελεσθέντων αδικημάτων ως πλημμελημάτων ή κακουργημάτων αναδεικνύεται η επιβληθείσα ποινή.
Εφόσον τούτη είναι φυλάκιση και μάλιστα άνευ παρεπόμενων ποινών, ήτοι άνευ στερήσεως πολιτικών δικαιωμάτων ή της δυνατότητας ασκήσεως ορισμένου επαγγέλματoς κατ΄ άρθρο 67 ΠΚ, όπως εν προκειμένω, καθίσταται σαφές ότι η προσβαλλομένη εξεδόθη κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων νομοθετικών διατάξεων.
6.- Από την ιστορική-συστηματική ερμηνεία και την συγκριτική επισκόπηση της παλαιάς και νέας ρυθμίσεως διαφόρων Κωδίκων, ΠΧ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΟ προκύπτει ότι ο νομοθέτης ανέκαθεν επιθυμούσε αυστηρότερες κυρώσεις, του καταδικασθέντος σε ποινή καθείρξεως, εξαιτίας του γεγονότος ότι η εν λόγω ποινή εκφράζει ιδιάζουσα ηθικοκοινωνική απαξία, καθώς και καταδικασθείς σε ποινή φυλακίσεως μόνον για συγκεκριμένα αδικήματα.
7.-Αντίθετα, όταν η επιβληθείσα ποινή είναι πλημμεληματικού χαρακτήρα (ποινή φυλακίσεως ανεξαρτήτως χαρακτήρα και χωρίς στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων), τούτο καταδεικνύει ότι το δικάσαν δικαστήριο διέγνωσε σαφώς μικρότερη ηθικοκοινωνική απαξία στην συγκεκριμένη πράξη, από αυτή που αντικειμενικά εκδηλώθηκε με βάση την κατηγορία.
8.-Τούτου έπεται, ότι η μειωμένη αυτή ηθικοκοινωνική απαξία που οδήγησε σε επιβολή ποινής φυλακίσεως και όχι καθείρξεως και αν δεν επιβληθεί μάλιστα αποστέρηση πολιτικών δικαιωμάτων δεν επαρκεί, προκειμένου να οδηγήσει στην ιδιάζουσας βαρύτητας – για τον προσωπικό και επαγγελματικό βίο – απώλεια επαγγελματικής η άλλης ιδιότητας η κυρώσεων .
9.-Ο λόγος θεσπίσεως της ως άνω διατάξεως είναι ότι, αφού ο νομοθέτης μετέβαλε – διαχρονικά – τις αξιολογήσεις του, θα ήταν περιττή και αδικαιολόγητα σκληρή η μεταχείριση του «κατηγορουμένου – διωκομένου» με το αυστηρότερο δίκαιο. Συνταγματικό θεμέλιο της παρούσης διατάξεως είναι το άρθρο 7 παρ. 1 Συντ.
10.-Η διάταξη αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και δεν φέρει δικονομικό χαρακτήρα. Τούτου έπεται ότι η επιλογή της νομοθετικής διατάξεως που – τελικώς – θα εφαρμοσθεί, κατά περίπτωση, προσδιορίζεται με αφετηριακό σημείο το χρόνο τελέσεως της πράξεως («Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκαση της…»).
Πλαίσιο κειμένου: Αν, όμως, από το χρόνο τελέσεως έως και το χρόνο εκδικάσεως μεσολάβησαν περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται ο εξ αυτών ηπιότερος ενδιάμεσος, έστω και αν, εν τω μεταξύ, καταργηθεί αυτός με νεότερο δυσμενέστερο.
11.-Γενικώς, επιεικέστερος θεωρείται ο κανόνας που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Κατά πάγια νομολογία, το αν ο νεότερος νόμος είναι επιεικέστερος ή όχι κρίνεται in concreto, δηλαδή, στην περίπτωση του συγκεκριμένου κατηγορουμένου, στο σύνολο του και δεν επιτρέπεται επιλογή διατάξεων από τους διαδοχικούς νόμους. (ΟλΑΠ 5/2008, ΠοινΧρ 2008, 508, 785/1978, ΠοινΧρ 1979, 888, ΑΠ 56/1989, ΠοινΧρ 1989, 695, 940/1988, ΠοινΧρ 1988, 962)
12.-Επιεικέστερος είναι, επίσης, ο νόμος, που εισάγει νέο λόγο, αποκλείοντα το άδικο, τον καταλογισμό ή εξαλείψει το αξιόποινο, όπως λ.χ. έμπρακτη μετάνοια ή απαιτεί τη συνδρομή εξωτερικού όρου του αξιοποίνου ή προσθέτει νέο στοιχείο στη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως, εφόσον δΓ αυτών (των νέων στοιχείων) ωφελείται ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος (βλ. Μαγκάκη, Συστ. Ερμ. ΠΚ, άρ. 2, αριθμ. 6, Μυλωνόπουλος, Ποιν. Δίκ., Γεν. Μέρος, 2007, σελ. 73). (γ.4).
13.- Συνεπώς, ενόψει της αποτυπούμενης στο άρθρο 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα γενικής αρχής περί εφαρμογής του ευμενέστερου για τον κατηγορούμενο ουσιαστικού νόμου, αρχής που αναντίρρητα ισχύει και στο πειθαρχικό δίκαιο (βλ. και το άρθρο 108 του ισχύοντος κατά τον χρόνο της τελέσεως του επιδίκου πειθαρχικού παραπτώματος Υπαλληλικού Κώδικα – ν.3528/2007, Α’ 26- και το αντίστοιχο άρθρο 108 μετά το ν. 4057/2012 – περί ανάλογης εφαρμογής και στο πειθαρχικό δίκαιο κανόνων και αρχών του ποινικού δικαίου – πρβλ. ΣτΕ 3244/2015 και 1687/2013).
14.-Για τους λόγους αυτούς, η υπό κρίση διάταξη των άρθρων 18 και 19 ΠΚ πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να είναι η τελικώς επιβληθησόμενη ποινή που θα καθορίσει και τον χαρακτηρισμό της πράξεως .
ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ 18 ΚΑΙ 19 ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΠΚ
1.-Σύμφωνα δε με την ΝΥΝ διάταξη του άρ. 18 ΠΚ, κάθε πράξη που τιμωρείται με ποινή καθείρξεως είναι κακούργημα, ενώ κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση είναι πλημμέλημα.
2.-Όμως ιδίως για αδικήματα που απαιτείται άδεια της αρχής η απουσία κωλυμμάτων και εν συνδυασμώ με την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 Συντ. δικαίωμα επαγγελματικής ελευθερίας, θα πρέπει να ερμηνευθεί στενά.
3.- Επίσης κατά τη διάταξη του άρθρου 19 ΠΚ, κατά την οποία : « Αν μία πράξη που εκδικάστηκε είναι κακούργημα ή πλημμέλημα, κρίνεται με βάση τη βαρύτερη ποινή που καθορίζεται από το νόμο γι΄ αυτή την πράξη και όχι με βάση την τυχόν ελαφρότερη ποινή που επέβαλε ο δικαστής λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων (άρθρο 84) ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο μείωσης της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 83. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση καταδίκης σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα σύμφωνα με το άρθρο 38».
4.-Η αληθής έννοια αυτων των διατάξεων de lege ferenda, εν συμφωνία και προς το άρ. 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, πρέπει να αναζητείται πάντοτε in concreto, δοθέντος ότι δεν έχει σημασία ο αφηρημένος χαρακτηρισμός του εγκλήματος αλλά η «συγκεκριμένα διαγνωσθείσα μειωμένη βαρύτητα» της πράξεως την οποία ενδεικνύει η τελικώς επιβληθείσα ποινή φυλακίσεως (in dubio pro mitiore, αναλογική εφαρμογή in bonam partem του άρθρου 497 παρ. 2 ΚΠΔ).
5.-Συνεπώς, κρίσιμη για τον χαρακτηρισμό των τελεσθέντων αδικημάτων ως πλημμελημάτων ή κακουργημάτων αναδεικνύεται η επιβληθείσα ποινή.
Εφόσον τούτη είναι φυλάκιση και μάλιστα άνευ παρεπόμενων ποινών, ήτοι άνευ στερήσεως πολιτικών δικαιωμάτων ή της δυνατότητας ασκήσεως ορισμένου επαγγέλματoς κατ΄ άρθρο 67 ΠΚ, όπως εν προκειμένω, καθίσταται σαφές ότι η προσβαλλομένη εξεδόθη κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων νομοθετικών διατάξεων.
6.- Από την ιστορική-συστηματική ερμηνεία και την συγκριτική επισκόπηση της παλαιάς και νέας ρυθμίσεως διαφόρων Κωδίκων, ΠΧ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΟ προκύπτει ότι ο νομοθέτης ανέκαθεν επιθυμούσε αυστηρότερες κυρώσεις, του καταδικασθέντος σε ποινή καθείρξεως, εξαιτίας του γεγονότος ότι η εν λόγω ποινή εκφράζει ιδιάζουσα ηθικοκοινωνική απαξία, καθώς και καταδικασθείς σε ποινή φυλακίσεως μόνον για συγκεκριμένα αδικήματα.
7.-Αντίθετα, όταν η επιβληθείσα ποινή είναι πλημμεληματικού χαρακτήρα (ποινή φυλακίσεως ανεξαρτήτως χαρακτήρα και χωρίς στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων), τούτο καταδεικνύει ότι το δικάσαν δικαστήριο διέγνωσε σαφώς μικρότερη ηθικοκοινωνική απαξία στην συγκεκριμένη πράξη, από αυτή που αντικειμενικά εκδηλώθηκε με βάση την κατηγορία.
8.-Τούτου έπεται, ότι η μειωμένη αυτή ηθικοκοινωνική απαξία που οδήγησε σε επιβολή ποινής φυλακίσεως και όχι καθείρξεως και αν δεν επιβληθεί μάλιστα αποστέρηση πολιτικών δικαιωμάτων δεν επαρκεί, προκειμένου να οδηγήσει στην ιδιάζουσας βαρύτητας – για τον προσωπικό και επαγγελματικό βίο – απώλεια επαγγελματικής η άλλης ιδιότητας η κυρώσεων .
9.-Ο λόγος θεσπίσεως της ως άνω διατάξεως είναι ότι, αφού ο νομοθέτης μετέβαλε – διαχρονικά – τις αξιολογήσεις του, θα ήταν περιττή και αδικαιολόγητα σκληρή η μεταχείριση του «κατηγορουμένου – διωκομένου» με το αυστηρότερο δίκαιο. Συνταγματικό θεμέλιο της παρούσης διατάξεως είναι το άρθρο 7 παρ. 1 Συντ.
10.-Η διάταξη αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και δεν φέρει δικονομικό χαρακτήρα. Τούτου έπεται ότι η επιλογή της νομοθετικής διατάξεως που – τελικώς – θα εφαρμοσθεί, κατά περίπτωση, προσδιορίζεται με αφετηριακό σημείο το χρόνο τελέσεως της πράξεως («Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκαση της…»).
Πλαίσιο κειμένου: Αν, όμως, από το χρόνο τελέσεως έως και το χρόνο εκδικάσεως μεσολάβησαν περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται ο εξ αυτών ηπιότερος ενδιάμεσος, έστω και αν, εν τω μεταξύ, καταργηθεί αυτός με νεότερο δυσμενέστερο.
11.-Γενικώς, επιεικέστερος θεωρείται ο κανόνας που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Κατά πάγια νομολογία, το αν ο νεότερος νόμος είναι επιεικέστερος ή όχι κρίνεται in concreto, δηλαδή, στην περίπτωση του συγκεκριμένου κατηγορουμένου, στο σύνολο του και δεν επιτρέπεται επιλογή διατάξεων από τους διαδοχικούς νόμους. (ΟλΑΠ 5/2008, ΠοινΧρ 2008, 508, 785/1978, ΠοινΧρ 1979, 888, ΑΠ 56/1989, ΠοινΧρ 1989, 695, 940/1988, ΠοινΧρ 1988, 962)
12.-Επιεικέστερος είναι, επίσης, ο νόμος, που εισάγει νέο λόγο, αποκλείοντα το άδικο, τον καταλογισμό ή εξαλείψει το αξιόποινο, όπως λ.χ. έμπρακτη μετάνοια ή απαιτεί τη συνδρομή εξωτερικού όρου του αξιοποίνου ή προσθέτει νέο στοιχείο στη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως, εφόσον δΓ αυτών (των νέων στοιχείων) ωφελείται ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος (βλ. Μαγκάκη, Συστ. Ερμ. ΠΚ, άρ. 2, αριθμ. 6, Μυλωνόπουλος, Ποιν. Δίκ., Γεν. Μέρος, 2007, σελ. 73). (γ.4).
13.- Συνεπώς, ενόψει της αποτυπούμενης στο άρθρο 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα γενικής αρχής περί εφαρμογής του ευμενέστερου για τον κατηγορούμενο ουσιαστικού νόμου, αρχής που αναντίρρητα ισχύει και στο πειθαρχικό δίκαιο (βλ. και το άρθρο 108 του ισχύοντος κατά τον χρόνο της τελέσεως του επιδίκου πειθαρχικού παραπτώματος Υπαλληλικού Κώδικα – ν.3528/2007, Α’ 26- και το αντίστοιχο άρθρο 108 μετά το ν. 4057/2012 – περί ανάλογης εφαρμογής και στο πειθαρχικό δίκαιο κανόνων και αρχών του ποινικού δικαίου – πρβλ. ΣτΕ 3244/2015 και 1687/2013).
14.-Για τους λόγους αυτούς, η υπό κρίση διάταξη των άρθρων 18 και 19 ΠΚ πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να είναι η τελικώς επιβληθησόμενη ποινή που θα καθορίσει και τον χαρακτηρισμό της πράξεως .
Με το άρ. 25Α ν.Π.Κ. εισάγεται νέα ρύθμιση για τους αγνοούμενους και νομιζόμενους λόγους άρσης του αδίκου χαρακτήρα της πράξης. Η διάταξη αυτή πρέπει να αποσυρθεί, ως ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΑΤΟΥΣΑ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ 60 ΕΤΗ, ενώ κρίνεται κάθε φορά από το Δικαστήριο, πώς θα μεταχειρισθεί, στην υποκειμενική υπόσταση, το δράστη μιας άδικης πράξης,
– που αγνοεί ότι συντρέχει λόγος άρσης του αδίκου («αγνοούμενος λόγος άρσης του αδίκου»), και αντιμετωπίζεται (από το νΠ.Κ.) αναγκαίως ως λόγος άρσης του αδίκου,
– καθώς και εκείνον που υπολαμβάνει εσφαλμένα ότι συντρέχουν περιστατικά που θα οδηγούσαν σε άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης του («νομιζόμενος λόγος άρσης του αδίκου»), που αντιμετωπίζεται από το νΠ.Κ. αναγκαίως ως νομική πλάνη.
Τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη περίπτωση θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ανάστροφα ως άδικη πράξη η πρώτη και πραγματική πλάνη η δεύτερη λόγω άγνοιας των περιστατικών που συνθέτουν λόγο άρσης του αδίκου χαρακτήρα της πράξης.
ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΣΟΦΟΣ, Πρόεδρος Επιτροπής Δ.Σ.Α. για την επεξεργασία του Νέου Π.Κ. και Κ.Π.Δ., Αντιπρόεδρος Δ.Σ.Α., Δ.Ν. – Δικηγόρος
ΕΝΩΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ (Σχολιασμός-Πρόταση Αντώνη Μπαλτά, Δικηγόρου, μέλους Δ.Σ. Ενωσης)
Άρθρο 33: νομοθετική καθιέρωση του «ανθρωπίνως φευκτού της υπαιτιότητας» ως λόγος άρσης του καταλογισμού, πιθανότατα χρήσιμη για την πράξη.
ΕΝΩΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ (Σχολιασμός-Πρόταση Αντώνη Μπαλτά, Δικηγόρου, μέλους Δ.Σ. Ενωσης)
Άρθρο 32: Από τη στιγμή που δεν υπάρχει αναφορά στο άρθρο 25 Α, αποκλείεται η ποινική αξιολόγηση της νομιζόμενης κατάστασης ανάγκης που αίρει τον καταλογισμό (ορθότερα: τον αποκλείει). Επιπλέον επιχείρημα κατά της θέσπισης της διάταξης του άρ. 25Α ΣχΠΚ.
ΕΝΩΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ (Σχολιασμός-Πρόταση Αντώνη Μπαλτά, Δικηγόρου, μέλους Δ.Σ. Ενωσης)
Άρθρο 31: Η αναφορά στο υποκεφάλαιο IV σε λόγους άρσης του καταλογισμού ενώ στην παρ. 1 του άρ. 31 αναφέρεται ότι η άγνοια του αξιοποίνου δεν αρκεί για να αποκλείσει τον καταλογισμό δείχνει ότι ο υπερτίτλος δεν ακριβολογεί. Επίσης το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 αποτυπώνει παγιωμένες παραδοχές σε διατύπωση που δεν προκαλεί ερμηνευτικά προβλήματα. Ενδιαφέρουσα η προσθήκη δυνητικού λόγου μείωσης της ποινής.
ΕΝΩΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ (Σχολιασμός-Πρόταση Αντώνη Μπαλτά, Δικηγόρου, μέλους Δ.Σ. Ενωσης)
άρθρο 29 ΠΚ: Θα πρέπει να εξεταστεί αν υπάρχει διάταξη που καθιερώνει έγκλημα εκ του αποτελέσματος, η οποία δεν τυποποιείται ως αυτοτελές έγκλημα από αμέλεια. Αν δεν υπάρχει, η φράση «, η πρόκληση του οποίου τυποποιείται ως αυτοτελές έγκλημα αμέλειας» της προτεινόμενης διάταξης είναι περιττή. Αντίθετα είναι χρήσιμη (και συμβατή με το άρ. 49 ΠΚ) η αναφορά στην ευθύνη συμμετόχων, ενώ το επίρρημα «τουλάχιστον» επιλύει ένα θέμα που ταλάνισε την επιστήμη, ήτοι την περίπτωση βαρειάς σωματικής για την οποία ο δράστης είχε ενδεχόμενο δόλο ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα.
ΕΝΩΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ (Σχολιασμός-Πρόταση Αντώνη Μπαλτά, Δικηγόρου, μέλους Ενωσης) άρθρο 25Α ΠΚ: Η παρ. 1 αποτυπώνει την μάλλον κρατούσα γνώμη, αποτελεί δε θέμα που χωρίς προβλήματα έχει αφεθεί στην επιστήμη. Η παρ. 2 είναι προβληματική, διότι χωρίς αποχρώντα λόγο ρυθμίζει το θέμα της πλάνης ως προς τις πραγματικές προϋποθέσεις των λόγων άρσης του αδίκου διαφορετικά απ’ ότι η κρατούσα στην επιστήμη και την νομολογία γνώμη (από την πρόσφατη νομολογία βλ. ΑΠ 205/2007 ΠοινΧρ 2008, 35, ΑΠ 347/2009), παραβλέποντας α) τον αισθητηριακό και πρόσκαιρο χαρακτήρα της πλάνης, και β) τη συμπληρωματική σχέση που υπάρχει μεταξύ των νομοτυπικών μορφών των εγκλημάτων και των λόγων άρσης του αδίκου. Επίσης, ενώ αντιμετωπίζει ένα θέμα που άπτεται της θεματικής του καταλογισμού, τοποθετείται στο υποκεφάλαιο ΙΙ του δευτέρου κεφαλαίου του γενικού μέρους που αφορά στον άδικο χαρακτήρα της πράξης, ενώ το ορθό θα ήταν να ενταχθεί συστηματικά στο υποκεφάλαιο ΙΙΙ του ίδιου κεφαλαίου που αφορά στον καταλογισμό. Προτείνεται η διαγραφή της διάταξης.
Σημ.: το πόσο δύσκολο είναι αυτό το θέμα προκύπτει και από το ότι ο κ. Χαραλαμπάκης αρχικά υποστήριζε (στην «Έμμεση αυτουργία»)την εκδοχή της νομικής πλάνης, σήμερα μάλλον κλίνει προς την εκδοχη της εξομοιούμενης προς την πραγματική πλάνης. Δεν είναι από τα θέματα που πρέπει να λυθούν με νόμο (ο οποίος τεκμηριώνει, e contrario, ότι η κρατούσα γνώμη είναι ορθή).
ΕΝΩΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ (Σχολιασμός-Πρόταση Χρ.Δερδεμέζη, Δικηγόρου, μέλους Δ.Σ. Ενωσης)
Τροποποιείται το άρθρο 15 και προστίθεται η παράγραφος 2 όπου προβλέπεται «Στις περιπτώσεις των εγκλημάτων με παράλειψη ο δικαστής μπορεί να επιβάλλει μειωμένη ποινή (άρθρο 83)». Η συγκεκριμένη προσθήκη δεν εξυπηρετεί σε κάτι, αντιθέτως πληθώρα άδικων πράξεων τελούμενες δια παραλείψεως από έχοντες ιδιαίτερη νομική υποχρέωση αντιμετωπίζονται ελαφρύτερα ενώ η ποινική συμπεριφορά τους είναι αρκετά απαξιωτική (πχ ιατρική αμέλεια, πχ αυτοδιοικητικοί σε περιπτώσεις καταστροφών όπως το Μάτι)
Αρθρο 25α παρ 2 : η διάταξη καθ’ ό μέρος δέχεται νομική πλάνη όταν ο δράστης υπολαμβάνει συντρέχουσες τις πραγματικές προϋποθέσεις ενός υπαρκτού λόγου άρσης του αδίκου βρίσκεται σε αντίθεση με την ορθή και κρατούσα άποψη, διότι θέτει στην αυτή μοίρα τον δράστη του οποίου οι αξιολογήσεις του ταυτίζονται με εκείνες της έννομης τάξης με εκείνον του οποίου οι αξιολογήσεις αντιτίθενται σ’ αυτές. Ήδη και ο Άρειος Πάγος δέχεται ορθά εφαρμογή των διατάξεων για την πραγματική πλάνη Βλ. ΑΠ 347/2009 (Ισοκράτης).
Αρθρ. 25Α Αντίφαση: Ενώ κατά το άρθρ. 22 του Σχεδίου (άμυνα) ο πράττων πρέπει να ενεργεί «προς υπεράσπιση του εαυτού του ή άλλου» και στο άρθρ. 25 του Σχ. (κατάσταση ανάγκης) «προς αποτροπή παρόντος και αναπότρεπτου με άλλα μέσα κινδύνου», στο άρθρ. 25 Α ορίζεται ότι η άμυνα και η κατάσταση ανάγκης αίρουν το άδικο αντικειμενικά, ακόμη και όταν ο πράττων αγνοεί ότι αμύνεται ή βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης.
Δεν συναινώ.
Το έγκλημα που διαπράττει κάποιος ευρισκόμενος σε άμυνα μέσα στο σπίτι σε έναν εισβολέα πρέπει να παραμένει ατιμώρητο χωρίς άλλες διατυπώσεις. Δεν μπορείς να γνωρίζεις αν ο εισβολέας μπήκε στο σπίτι μόνο για να κλέψει φαγητό ή αντίθετα να ληστέψει, να βιάσει και να σκοτώσει. Με την υπάρχουσα νομοθεσία πρέπει να αποδείξεις ότι βρισκόσουν σε τρόμο (για υπέρβαση μέσου για άμυνας) γεγονός πολύ δύσκολο να αποδειχθεί, με αποτέλεσμα πρέπει να έχεις πολύ δυνατό και ακριβό δικηγόρο για να αθωωθείς.
Στο άρθρο 31 νΠΚ για την νομική πλάνη, προστίθεται για τη στοιχειοθέτησή της η αξίωση «καταβολής κάθε δυνατής για αυτόν και οφειλόμενης από τις περιστάσεις επιμέλειας (συγγνωστή νομική πλάνη)», προκειμένου να καταγνωστεί συγγνωστή ηθική πλάνη στο πρόσωπο του δράστη ως λόγος άρσης του καταλογισμού. Για ποιο λόγο η πλάνη ως προς λόγο άρσης του αδίκου θεωρείται νομική παρά τις αντίθετες απόψεις της επιστήμης και της νομολογίας. Να παραμείνει ως είχε μέχρι σήμερα.
Με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 15 ν.ΠΚ διευκρινίζονται οι πηγές της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης, αλλά κατά τρόπο ασαφή όσον αφορά τον νόμο, αν δεν προστεθεί η διατύπωση «από ειδικό και επιτακτικό νόμο». Διαφορετικά η διεύρυνση των δια παραλείψεως τελουμένων αδικημάτων θα εξακολουθήσει να γίνεται με επίκληση διαφόρων γενικών ερμηνευτικών ή ενδοτικού δικαίου γενικής φύσης διατάξεων του Αστικού Κώδικα και ουσιαστικά κάθε γενικά αντισυμβατική συμπεριφορά θα χαρακτηρίζεται αξιόποινη εκ του αποτελέσματος.
Στα άρθρα 34 και 36 στην ανικανότητα προς καταλογισμό ή στη μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό θα πρέπει να προβλέπεται ρητά και η τοξικοεξάρτηση, και όχι να αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, όταν στην ειδική νομοθεσία περί ναρκωτικών (ν. 3459/2006) βαρύτατα εγκλήματα εμπορίας και διακίνησης που έχουν τελεστεί από τοξικομανή υποβιβάζονται από κακουργήματα σε πλημμελήματα
θεωρώ ότι ένας διαφορετικός ορισμός της αμέλειας (άρθρο 28 ΠΚ) θα ήταν χρήσιμος. Ο ορισμός αυτός θα μπορούσε να έχει περίπου την εξής διατύπωση:
Από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη προσοχής προκαλεί αξιόποινο αποτέλεσμα το οποίο όφειλε και μπορούσε να προβλέψει και να αποφύγει, καθώς και όποιος ενώ προέβλεψε όπως όφειλε ως δυνατό το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, δεν το απέφυγε παρότι όφειλε και μπορούσε να το αποφύγει, επειδή πίστεψε ότι δεν θα επερχόταν.
Αρθρο 23, χρειάζεται τροποποίηση για την υπέρβαση άμυνας εντός της οικίας, δεν είναι δυνατόν η οικία να θεωρείται άσυλο αλλά η χρήση υπέρμετρης βιας για την αποτροπή επιτηδείων που εισέρχονται εντός οικίας παρανομος, δίχως επίγνωση των προθέσεων τους, να μην εξαλείφει το αξιόποινο η έστω να το μειώνει.
Δε μπορεί να κάνει οτι κοιμάται ο κόσμος, η τροποποίηση ως προς τέτοια κατεύθυνση θα επιτύχει μείωση της εγκληματικότητας.
Κατά τα ίδια πρότυπα πρέπει να γίνει αναθεώρηση και στα αρ.24-25-25α
Επαναδιατυπώνω την προηγούμενη πρόταση μου για το άρθρο 28 ΠΚ :
<>
θεωρώ ότι ένας διαφορετικός ορισμός της αμέλειας (άρθρο 28 ΠΚ) θα ήταν χρήσιμος. Ο ορισμός αυτός θα μπορούσε να έχει περίπου την εξής διατύπωση:
<>
Αρχικά όπως ανέφερα και στα σχόλια μου για τον ΚΠΔ νομίζω ότι σε τέτοιου είδους νομοθετήματα θα έπρεπε ο χρόνος της διαβούλευσης να είναι πολύ μεγαλύτερος διότι πρέπει να μελετηθούν σε βάθος. Είναι νομοσχέδια που από την φύση τους είναι ιδιαιτέρως πολύπλοκα, μεγάλα σε μέγεθος και ενδιαφέρουν και το σύνολο των πολιτών. Δεν είναι όπως τα απλά νομοσχέδια.
Οι λύσεις που δόθηκαν στο άρθρο 25 Α είναι δογματικά λανθασμένες. Ειδικότερα:
Ως προς την παρ 1: Πολύ πιο ορθή θα ήταν η λύση της απρόσφορης απόπειρας. Αίρεται το άδικο του αποτελέσματος όχι της συμπεριφοράς. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και το ένα και το άλλο.
Ως προς την παρ 2: και εδώ η αντίθετη λύση αυτή της πραγματικής πλάνης είναι ορθότερη. Στην πραγματική πλάνη υπάρχει εσφαλμένη αντίληψη της πραγματικότητας, είναι ζήτημα των αισθήσεων. Στην νομική πλάνη υπάρχει εσφαλμένη αξιολόγηση της πραγματικότητας και όχι ζήτημα των αισθήσεων, είναι μια κρίση. Κάθε πραγματική πλάνη καταλήγει και σε νομική πλάνη αλλά δεν συμβαίνει το αντίθετο. Ως νομική πλάνη νοείται η καθαρή ήτοι μόνο αυτή που δεν εμπεριέχει και πραγματική πλάνη. Στην νομική πλάνη ο δράστης γνωρίζει πολύ καλά τι πράττει, δεν τίθεται ζήτημα πραγματικών περιστατικών. Η αξιολόγηση (η κρίση) αυτών των πραγματικών περιστατικών είναι που είναι λανθασμένη. Νομίζει ότι το δίκαιο του λέει ναι μπορείς να πράξεις ενώ το δίκαιο του λέει ότι αν πράξεις είσαι εγκληματίας!
Οι μέχρι σήμερα κρατούσες απόψεις ήταν σωστές: οι νομιζόμενοι λόγοι άρσεως του αδίκου να τιμωρούνται ως πραγματική πλάνη και οι αγνοούμενο λόγοι άρσεως του αδίκου να τιμωρούνται ως απρόσφορη απόπειρα. Διότι τελικά χάος χωρίζει αυτόν που θέλει να διαπράξει έγκλημα αλλά δεν μπορεί να πετύχει τον στόχο του από αυτόν που δεν θέλει να παρανομήσει αλλά εκ λάθους εγκληματεί.
Δεν φτάνουν τα δογματικά προβλήματα που έχουμε. Πρέπει να προσθέσουμε και άλλα?
Για ποιό λόγο θα πρέπει να προβλέπεται δυνητικά μειωμένη ποινή στα δια παραλείψεως τελούμενα αδικήματα; Ίσα ίσα που ο έχων ιδιαίτερη νομική υποχρέωση θα πρέπει να αντιμετωπίζεται αυστηρά, αν παραλείπει να παρεμποδίσει την επέλευση του αρνητικού αποτελέσματος.
Το άρ. 24 είναι εντελώς περιττό. Δεν έχει εφαρμοστή ποτέ και ούτε πρόκειται. Δεν ελήφθη καν μέριμνα να εναρμονιστή ο τίτλος του με την επιδίωξη που απαιτεί το γράμμα του.
Το άρ. 25Α επιλύει ένα σπάνιο δογματικό πρόβλημα, με ελάχιστη πρακτική σημασία, κατά τρόπον που αφήνει τους μισούς ποινικολόγους δυσαρεστημένους :-) Αβλαβώς θα μπορούσε να μην προστεθή.