Αρχική Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1152 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 2019 για διαφανείς και προβλέψιμους όρους εργασίας στην Ευρωπαϊκή ΈνωσηΆρθρο 17 – Προστασία από την απόλυση και βάρος της απόδειξης – Τροποποίηση άρθρου 339 Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου (Άρθρο 18 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1152)Σχόλιο του χρήστη ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΟΥΡΝΑΤΖΗΣ | 7 Σεπτεμβρίου 2023, 15:11
Στην περ. γιγ περί άρνησης διευθέτησης, το όριο της καλής πίστης πρέπει να τεθεί στην άρνηση τόσο συστήματος που έχει συμφωνηθεί συλλογικώς, όσο και συστήματος που έχει προταθεί από τον εργοδότη. Διαφορετικά, αν δεν μετακινηθούν οι συγκεκριμένες λέξεις και το άρθρο παραμείνει ως έχει, θα δημιουργηθεί η εσφαλμένη εντύπωση ότι εργαζόμενος μπορεί νομίμως να μη συναινεί σε πρόταση διευθέτησης π.χ. από δυστροπία και παρόλο που έχουν συναινέσει εκατοντάδες συνάδελφοί του και η συναίνεσή του επιβάλλεται από την ανάγκη λειτουργίας της επιχείρησης με ένα ενιαίο σύστημα (και όχι με ένα σύστημα για εκατοντάδες εργαζόμενους και άλλο για χάρη του). Γι’ αυτό προτείνουμε στην υποπερ. γιγ) της περ. γ) της παρ. 1 η φράση «και η άρνησή τους δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη» να μετακινηθεί στο τέλος ως εξής: «γιγ) των εργαζομένων που αρνούνται τη διευθέτηση που έχει συμφωνηθεί συλλογικά και η άρνησή τους δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη, σύμφωνα με την περ. β) της παρ. 1 και την περ. β) της παρ. 2 του άρθρου 192, καθώς και των εργαζομένων που δεν συναίνεσαν σε διευθέτηση του χρόνου εργασίας, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 192, αν και τους ζητήθηκε από τον εργοδότη, εφόσον η άρνηση των πρώτων και η μη συναίνεση των δεύτερων δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη,» Εξάλλου, την παρ. 1Α προστίθεται διάταξη που δεν υπήρχε έως τώρα, σύμφωνα με την οποία αν ο εργαζόμενος που απολύθηκε θεωρεί ότι η καταγγελία της συμβάσεώς του γίνεται επειδή άσκησε ένα από τα νόμιμα δικαιώματά του εκ του συγκεκριμένου νόμου, τότε μπορεί να αιτηθεί την γνωστοποίηση των λόγων της απολύσεως από τον εργοδότη και στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος υποχρεούται να γνωστοποιήσει εγγράφως και δεόντως τεκμηριωμένους τους λόγους της απόλυσης. Η διάταξη αυτή υπονομεύει την αρχή του αναιτιώδους της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, καθώς υποχρεώνει τον εργοδότη, μετά από αίτηση του εργαζομένου, να γνωστοποιήσει εγγράφως και «τεκμηριωμένους» τους λόγους της καταγγελίας. Η χρήση της λέξης «τεκμηριωμένους» (αντί «τεκμηριωμένως») αφήνει σαφώς να νοηθεί ότι ο νομοθέτης θέλει εξιδιασμένη περιγραφή του/των λόγου/λόγων της καταγγελίας, δηλαδή λ.χ. όχι «σε απέλυσα διότι δεν ήσουν συνεπής στις υποχρεώσεις του» (οπότε δεν τεκμηριώνεται εις τι συνίστατο η ασυνέπεια), αλλά «σε απέλυσα επειδή ήσουν ασυνεπής στις υποχρεώσεις σου και συγκεκριμένα διότι δεν προσερχόσουν για εργασία την ώρα που έπρεπε αλλά συστηματικά με καθυστέρηση που μπορεί να έφθανε και την μία ώρα». Δεδομένου, δε, ότι η ουσία της εν λόγω διάταξης καλύπτεται ήδη από την περ. β της παρ. 1 (απόλυση ως αντίδραση στην ενάσκηση νόμιμου δικαιώματος) και την παρ. 2 (αντιστροφή βάρους απόδειξης), θα είναι περίεργο (και ενδέχεται να οδηγήσει σε απρόβλεπτες ερμηνείες) η προσθήκη διάταξης που αναδεικνύει ειδικώς και μόνο την ενάσκηση δικαιώματος εκ του συγκεκριμένου Σ/Ν και όχι άλλου. Θα ήταν π.χ. σαν να προβλεπόταν ότι «απαγορεύεται κάθε έγκλημα και ιδίως η ληστεία». Γι’ αυτό προτείνουμε τη διαγραφή της παρ. 1Α (ή τουλάχιστον το επίθετο «τεκμηριωμένους» να αντικατασταθεί από το επίρρημα «τεκμηριωμένως»).