• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ' | 7 Σεπτεμβρίου 2023, 16:13

    Άρθρο 6 Στο άρθρο 6 (άρθρο 70 ΚΑΕΔ) παρ. 1 περ. γ αξιώνεται να δηλώνεται και «η θέση ή ειδικότητα του εργαζομένου, ο βαθμός του, η κατηγορία ή ο κλάδος της απασχόλησής του, καθώς και συνοπτική περιγραφή του αντικειμένου της εργασίας του». Η πρόβλεψη αυτή εισάγει για πρώτη φορά στο δίκαιό μας την έννοια της περιγραφής της θέσης εργασίας, η οποία, κατά τα ανωτέρω, θα αποκτά και συμβατική ισχύ. Έτσι, αν π.χ. εργοδότης έχει προσδιορίσει στη σύμβαση τη θέση εργασίας ως «τηλεφωνητής», δεν θα μπορεί να αναθέσει μονομερώς στον εργαζόμενο παρεμφερή καθήκοντα «γραμματέα» ή να του ζητήσει να ανοίγει την πόρτα ή οτιδήποτε παρόμοιο. Αυτό ενδέχεται να τύχει σε κάποιες περιπτώσεις κακόπιστης εκμετάλλευσης, ενώ ενδέχεται να οδηγήσει και σε απολύσεις, ελλείψει δυνατότητας ανάθεσης διαφορετικών καθηκόντων, έστω και ελαφρώς. Εξάλλου, είναι σαφής η αύξηση του γραφειοκρατικού βάρους επί των επιχειρήσεων, ιδίως των μεγάλων, από τις ανωτέρω ρυθμίσεις, καθώς θα πρέπει να δηλώσουνε εκατοντάδες ή και χιλιάδες περιγραφές θέσεων εργασίας. Δεδομένου ότι η Οδηγία δεν επιβάλλει τέτοια ενημέρωση, αλλά αρκείται στη θέση ή ειδικότητα του εργαζομένου, στον βαθμό του, την κατηγορία ή τον κλάδο της απασχόλησής του, ή (όχι «καθώς και») συνοπτική περιγραφή του αντικειμένου της εργασίας του, προτείνουμε να ακολουθηθεί το κείμενο της Οδηγίας και η περ. 6 της παρ. 1 του άρθρου 6 να διαμορφωθεί ως εξής: γ) η θέση ή ειδικότητα του εργαζομένου, ο βαθμός του, η κατηγορία ή ο κλάδος της απασχόλησής του, καθώς και ή εναλλακτικώς συνοπτική περιγραφή του αντικειμένου της εργασίας του, Στο άρθρο 6 παρ. 3 τίθενται υποχρεώσεις και στη σύμβαση δανεισμού, αντίστοιχες προς αυτή της προσωρινής απασχόλησης μέσω ΕΠΑ. Όμως, τέτοια πρόβλεψη δεν έχει η Οδηγία, διότι αυξάνει περιττώς το γραφειοκρατικό βάρος, επιβάλλοντας στην πράξη διπλή ενημέρωση. Συνεπώς, θα πρέπει να ακολουθηθεί το κείμενο της Οδηγίας και η παρ. 3 του άρθρου 6 να διαμορφωθεί ως εξής: «3. Όταν ο εργαζόμενος απασχολείται μέσω επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης (Ε.Π.Α.) ή με σύμβαση δανεισμού, πέραν των υποχρεώσεων του άμεσου εργοδότη που απορρέουν από την παρ. 1, ο έμμεσος εργοδότης έχει την υποχρέωση να του γνωστοποιεί τα στοιχεία των περ. ιβ) και ιγ) της παρ. 1.».   Άρθρο 9 Κατά την παρ. 1, «ο εργοδότης υποχρεούται να θέτει στη διάθεση των εργαζόμενων επαρκή και υγιεινό χώρο για λήψη τροφής και ανάπαυση». Αυτό δεν προβλέπεται από την Οδηγία, είναι γενικό και ασαφές και θα παραμείνει ανεφάρμοστο, τουλάχιστον από το 95% των επιχειρήσεων της χώρας (μικρές και μεσαίες), επί των οποίων επιρρίπτει ένα τεράστιο βάρος που θα οδηγήσει σε επιβολή κυρώσεων και προστίμων. Γι’ αυτούς τους λόγους προτείνεται να διαγραφεί η παρ. 1 του άρθρου 9 του Σ/Ν. Άρθρο 10 Αν ακυρωθεί η εργασία, η παρ. 3 προβλέπει ότι «ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση που αντιστοιχεί στο ημερομίσθιο της εργασίας που δεν του ανατέθηκε». Μπορεί, όμως, να μην ακυρωθεί εργασία ολόκληρης ημέρας ή ο εργαζόμενος να μην έχει κληθεί για 8ωρη απασχόληση. Συνεπώς, ορθότερο είναι ο εργαζόμενος να δικαιούται «αποζημίωση που αντιστοιχεί στα ωρομίσθια των ωρών εργασίας που δεν του ανατέθηκαν» και η παρ. 3 του άρθρου 10 να διαμορφωθεί ως εξής: «3. Αν οποιαδήποτε χρονική στιγμή και πάντως πριν από την ανάληψη της εργασίας ο εργοδότης ακυρώσει την ανάθεσή της, ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση που αντιστοιχεί στο ημερομίσθιο της εργασίας που δεν του ανατέθηκε στα ωρομίσθια των ωρών εργασίας που δεν του ανατέθηκαν.»   Άρθρο 17 Στην περ. γιγ περί άρνησης διευθέτησης, το όριο της καλής πίστης πρέπει να τεθεί στην άρνηση τόσο συστήματος που έχει συμφωνηθεί συλλογικώς, όσο και συστήματος που έχει προταθεί από τον εργοδότη. Διαφορετικά, αν δεν μετακινηθούν οι συγκεκριμένες λέξεις και το άρθρο παραμείνει ως έχει, θα δημιουργηθεί η εσφαλμένη εντύπωση ότι εργαζόμενος μπορεί νομίμως να μη συναινεί σε πρόταση διευθέτησης π.χ. από δυστροπία και παρόλο που έχουν συναινέσει εκατοντάδες συνάδελφοί του και η συναίνεσή του επιβάλλεται από την ανάγκη λειτουργίας της επιχείρησης με ένα ενιαίο σύστημα (και όχι με ένα σύστημα για εκατοντάδες εργαζόμενους και άλλο για χάρη του). Γι’ αυτό προτείνουμε στην υποπερ. γιγ) της περ. γ) της παρ. 1 η φράση «και η άρνησή τους δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη» να μετακινηθεί στο τέλος ως εξής: «γιγ) των εργαζομένων που αρνούνται τη διευθέτηση που έχει συμφωνηθεί συλλογικά και η άρνησή τους δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη, σύμφωνα με την περ. β) της παρ. 1 και την περ. β) της παρ. 2 του άρθρου 192, καθώς και των εργαζομένων που δεν συναίνεσαν σε διευθέτηση του χρόνου εργασίας, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 192, αν και τους ζητήθηκε από τον εργοδότη, εφόσον η άρνηση των πρώτων και η μη συναίνεση των δεύτερων δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη,» Εξάλλου, την παρ. 1Α προστίθεται διάταξη που δεν υπήρχε έως τώρα, σύμφωνα με την οποία αν ο εργαζόμενος που απολύθηκε θεωρεί ότι η καταγγελία της συμβάσεώς του γίνεται επειδή άσκησε ένα από τα νόμιμα δικαιώματά του εκ του συγκεκριμένου νόμου, τότε μπορεί να αιτηθεί την γνωστοποίηση των λόγων της απολύσεως από τον εργοδότη και στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος υποχρεούται να γνωστοποιήσει εγγράφως και δεόντως τεκμηριωμένους τους λόγους της απόλυσης. Η διάταξη αυτή υπονομεύει την αρχή του αναιτιώδους της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, καθώς υποχρεώνει τον εργοδότη, μετά από αίτηση του εργαζομένου, να γνωστοποιήσει εγγράφως και «τεκμηριωμένους» τους λόγους της καταγγελίας. Η χρήση της λέξης «τεκμηριωμένους» (αντί «τεκμηριωμένως») αφήνει σαφώς να νοηθεί ότι ο νομοθέτης θέλει εξιδιασμένη περιγραφή του/των λόγου/λόγων της καταγγελίας, δηλαδή λ.χ. όχι «σε απέλυσα διότι δεν ήσουν συνεπής στις υποχρεώσεις του» (οπότε δεν τεκμηριώνεται εις τι συνίστατο η ασυνέπεια), αλλά «σε απέλυσα επειδή ήσουν ασυνεπής στις υποχρεώσεις σου και συγκεκριμένα διότι δεν προσερχόσουν για εργασία την ώρα που έπρεπε αλλά συστηματικά με καθυστέρηση που μπορεί να έφθανε και την μία ώρα». Δεδομένου, δε, ότι η ουσία της εν λόγω διάταξης καλύπτεται ήδη από την περ. β της παρ. 1 (απόλυση ως αντίδραση στην ενάσκηση νόμιμου δικαιώματος) και την παρ. 2 (αντιστροφή βάρους απόδειξης), θα είναι περίεργο (και ενδέχεται να οδηγήσει σε απρόβλεπτες ερμηνείες) η προσθήκη διάταξης που αναδεικνύει ειδικώς και μόνο την ενάσκηση δικαιώματος εκ του συγκεκριμένου Σ/Ν και όχι άλλου. Θα ήταν π.χ. σαν να προβλεπόταν ότι «απαγορεύεται κάθε έγκλημα και ιδίως η ληστεία». Γι’ αυτό προτείνουμε τη διαγραφή της παρ. 1Α (ή τουλάχιστον το επίθετο «τεκμηριωμένους» να αντικατασταθεί από το επίρρημα «τεκμηριωμένως»). Άρθρο 21 Επειδή η απαίτηση της υπογραφής του εργαζομένου, που μέχρι σήμερα δεν απαιτούνταν, καθιστά τη διαδικασία σαφέστατα πιο γραφειοκρατική, ιδιαίτερα για τις μεγάλες επιχειρήσεις που προσλαμβάνουν δεκάδες πρόσωπα κάθε εβδομάδα, και δεδομένου ιδίως ότι το άρθρο 6 αξιώνει παράδοση των βασικών όρων της σύμβασης εργασίας εντός εβδομάδος, προτείνεται η προθεσμία να γίνει ενιαία (εβδομαδιαία), να μην αξιώνεται εδώ ανάρτηση των υπογεγραμμένων βασικών όρων πριν από την ανάληψη υπηρεσίας, καθώς μάλιστα αν έχουν υπογραφεί οι βασικοί όροι, εξυπακούεται ότι θα έχουν δοθεί, με αποτέλεσμα αυτή η ρύθμιση να στερεί από κάθε νόημα και σημασία την εβδομαδιαία προθεσμία του άρθρου 6. Εξάλλου, οι εταιρείες χρησιμοποιούν για την υπογραφή των συμβάσεων εργασίας σύγχρονες ψηφιακές πλατφόρμες (π.χ. DocuSign), οι οποίες διευκολύνουν ιδίως της προσλήψεις στην περιφέρεια και διασφαλίζουν πλήρως την ασφάλεια των δεδομένων και την ψηφιακή αρχειοθέτηση των εγγράφων. Γι΄’ αυτό προτείνεται να διευκρινιστεί ότι η ήδη προβλεπόμενη ηλεκτρονική υπογραφή δεν είναι απαραίτητο να προέρχεται ειδικώς από το ΕΡΓΑΝΗ και ), και η παρ. 1 να διαμορφωθεί ως εξής: «1. α) Κάθε εργοδότης, ο οποίος προσλαμβάνει εργαζόμενο με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, υποχρεούται να αναρτήσει ηλεκτρονικά στο Πληροφοριακό Σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ» (Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ) του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, πριν από την ανάληψη υπηρεσίας από τον εργαζόμενο εντός των προθεσμιών του άρθρου 71 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου (π.δ. 80/2022, Α’ 222), τους βασικούς όρους εργασίας του εργαζόμενου, άλλως την έγγραφη ατομική σύμβαση εργασίας, εφόσον υπάρχει. β) Για την ισχύ των βασικών όρων εργασίας της περ. α) και για την ανάρτηση της ατομικής σύμβασης εργασίας απαιτείται η συνυπογραφή αυτών από τον εργαζόμενο ιδιοχείρως ή με ηλεκτρονική υπογραφή ή με ψηφιακή βεβαίωση μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης (gov.gr – ΕΨΠ) ή μέσω εξειδικευμένης πλατφόρμας ευρείας κυκλοφορίας και αναγνωρισμένης ασφάλειας, ή με αποδοχή αυτών από τον εργαζόμενο μέσω του πληροφοριακού συστήματος «My Ergani» που λειτουργεί στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.»