•  Το άρθρο 21§1 προβλέπει ότι: «Κάθε εργοδότης, ο οποίος προσλαμβάνει εργαζόμενο με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, υποχρεούται να αναρτήσει ηλεκτρονικά στο Πληροφοριακό Σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ» (Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ) του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, πριν από την ανάληψη υπηρεσίας από τον εργαζόμενο, τους βασικούς όρους εργασίας του εργαζόμενου, άλλως την έγγραφη ατομική σύμβαση εργασίας, εφόσον υπάρχει….» δεν είναι απόλυτα συμβατή και σαφής σε συνδυασμό με αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 5§2&3: «Η ενημέρωση για τα στοιχεία των περ. α), β), γ), δ), ε), ζ), ια), ιβ) και ιγ) της παρ. 1 του άρθρου 70 γίνεται με παράδοση στον εργαζόμενο εγγράφου, σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή, μία (1) εβδομάδα το αργότερο από την έναρξη της εργασίας του, υπό τον όρο ότι το έγγραφο αυτό περιλαμβάνει όλα τα αναφερόμενα στις περιπτώσεις αυτές στοιχεία. Η ενημέρωση για τα στοιχεία των περ. στ), η), θ), ι), ιδ) και ιε) της παρ. 1 του άρθρου 70 γίνεται με παράδοση στον εργαζόμενο εγγράφου, σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή, έναν (1) μήνα το αργότερο από την έναρξη της εργασίας του, υπό τον όρο ότι το έγγραφο αυτό περιλαμβάνει όλα τα αναφερόμενα στις περιπτώσεις αυτές στοιχεία» (άρθρο 5)». Πρόταση: Στο άρθρο 21 η ανάρτηση στο ΕΡΓΑΝΗ της γνωστοποίησης των βασικών όρων εργασίας να μην απαιτεί την υπογραφή του εργαζομένου, άλλως η προθεσμία να είναι μεγαλύτερη του ενός μηνός.  Η παρ. 1 περ. β του άρθρου 5 του Σ/Ν επιτρέπει την παροχή πληροφοριών σε ηλεκτρονική μορφή, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι «ο εργοδότης διατηρεί απόδειξη παραλαβής». Η προϋπόθεση αυτή είναι πρακτικώς αδύνατο να πληρωθεί, μάλιστα δεν εξαρτάται από τον εργοδότη, ενώ δεν αξιώνεται καν από την Οδηγία, η οποία αρκείται σε «απόδειξη αποστολής ή παραλαβής». Η διαφορά είναι σημαντική. Η «απόδειξη αποστολής» της Οδηγίας επιτρέπει την ψηφιακή ηλεκτρονική ενημέρωση των εργαζομένων, κατά προστατευτικό μεν αλλά αποτελεσματικό δε τρόπο, ιδίως αν πρόκειται για μεγάλη επιχείρηση με εκατοντάδες ή και χιλιάδες εργαζομένους, όπου και κατεξοχήν η χρήση επιγραμμικών πυλών. Αντιθέτως, η αξίωση αποκλειστικώς «απόδειξης παραλαβής» αυξάνει τη γραφειοκρατία και ενδέχεται να καταστήσει πρακτικώς ανεφάρμοστη και ουτοπική τη δυνατότητα ψηφιακής ηλεκτρονικής ενημέρωσης και να καταργήσει την πρόβλεψη της παρ. 4 περί δυνατότητας ενημέρωσης δια επιγραμμικών πυλών. Γι’ αυτό προτείνουμε το Σ/Ν να ακολουθήσει στο σημείο αυτό το κείμενο της Οδηγίας και η ως άνω περ. β της παρ. 1 του άρθρου 5 να διαμορφωθεί ως εξής: «β) σε ηλεκτρονική μορφή, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης από τον εργαζόμενο στις σχετικές πληροφορίες, αποθήκευσης και εκτύπωσης των πληροφοριών αυτών και ο εργοδότης διατηρεί απόδειξη αποστολής ή παραλαβής.». Εξάλλου, η παρ. 4, έτσι όπως έχει συνταχθεί, μοιάζει να υποχρεώνει τον εργοδότη να γνωστοποιεί στον εργαζόμενο περίπου το σύνολο της εργατικής νομοθεσίας, πράγμα αδύνατο. Η παρανόηση αυτή μοιάζει να οφείλεται σε εσφαλμένη μετάφραση του κειμένου της Οδηγίας, το οποίο δεν υποχρεώνει τον εργοδότη να γνωστοποιεί στον εργαζόμενο όλη την εργατική νομοθεσία, αλλά απλώς προσδιορίζει ότι όταν ο εργοδότης γνωστοποιεί κάτι σχετικό στον εργαζόμενο, αυτό θα πρέπει να γίνεται δωρεάν, με διαφάνεια κλπ. Συνεπώς, επιβάλλεται η σχετική διόρθωση για να αποφευχθούν προφανείς υπερβολές, και η παρ. 4 του άρθρου 5 να διαμορφωθεί ως εξής: «4. Όταν ο εργοδότης γνωστοποιεί στον εργαζόμενο διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, που έχουν εφαρμογή και καθορίζουν τους ελάχιστους όρους αμοιβής και εργασίας, οφείλει να το πράττει δωρεάν, με σαφήνεια, διαφάνεια, λεπτομερή και εύκολα προσβάσιμο από απόσταση τρόπο, μέσω έντυπης ή ηλεκτρονικής μορφής, μεταξύ άλλων και μέσω υφιστάμενων επιγραμμικών πυλών.».