Αρχική Η Αλλαγή του Ασφαλιστικού Συστήματος4. Αλλαγές του σχεδίου- νόμου που θα έχουν άμεση εφαρμογή:Σχόλιο του χρήστη Μυρίδης Δαμιανός | 1 Απριλίου 2010, 05:10
Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για τη βελτίωση της λειτουργικότητάς του και για την ανάλυση της επισκεψιμότητάς του (Google Analytics).ΣυμφωνώΑποκλεισμός cookies τρίτωνΠολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies
|
Προς: Τους κ.κ. Υπουργό και Υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Θέμα: Πρόταση για εισφοροφιαφυγή - Επαναφορά δίκαιης ασφαλιστικής ρύθμισης. Αξιότιμοι Υπουργέ Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κ. Λοβέρδο Ανδρέα και Υφυπουργέ Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κ. Κουτρουμάνη Γιώργο Σας εύχομαι δύναμη για να προωθήσετε την καλύτερη δυνατή λύση που θα βελτιώσει υπέρ των εργαζομένων το ασφαλιστικό σύστημα. Η μάστιγα της εισφοροδιαφυγής νομίζω ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με την ακόλουθη ρύθμιση. Εάν συλληφθεί εργοδότης να μην ασφαλίζει πλήρως εργαζόμενο, οποιασδήποτε ιδιότητας (ακόμη και λαθρομετανάστη) του επιβάλετε πρόστιμο ίσο με το 150% των αποδοχών του εργαζόμενου που απέκρυψε, με ελάχιστο τις αποδοχές ενός έτους. Από αυτά και χωρίς καμιά άλλη ενέργεια του εργαζόμενου τα 2/3 να δίδονται από το κράτος σαν αποζημίωση και αφορολόγητα στον εργαζόμενο και να εξαγοράζονται τα κλαπέντα ένσημα από τα υπόλοιπα. Ειδικό δικαστήριο θα εκδικάζει σύντομα μέχρι και την τελεσιδικία παρόμοιες υποθέσεις. Να μην υπάρχει καμιά παραγραφή του αδικήματος και οποιαδήποτε συμφωνία του εργαζόμενου που έχει με το εργοδότη ή σχετιζόμενους στενά με αυτόν, να ακυρώνεται ως προς τις υποχρεώσεις του εργαζόμενου εφόσον έχει διαπιστωθεί η ασφαλιστική παράβαση σε βάρος του εν λόγω εργαζομένου. Να μην έχει δικαίωμα να απολύσει ο εργοδότης για ένα χρόνο τον αδικηθέντα εργαζόμενο μετά την διαπίστωση του αδικήματος. Η παρουσία, ώρα ανάληψης και διάρκεια εργασίας (ή απουσία για οποιονδήποτε λόγο ) του εργαζόμενου στον χώρο δουλειάς, να δηλώνεται με κατάλληλη φόρμα email ή SMS (με Αριθμό Μητρώου, τόπο και είδος εργασίας του εργαζομένου) σε ένα κατάλληλο κεντρικό όργανο, το αργότερο μέχρι την ώρα ανάληψης εργασίας ενώ κάθε έκτακτη παράταση να δηλώνεται το αργότερο μέχρι την στιγμή που αρχίζει η παράταση. Αν υπάρξει τέτοια νομοθετική ρύθμιση και με μεγάλη δημοσιότητα γίνει γνωστή σε όλους του εργαζόμενους, κανείς εργοδότης δεν θα αποτολμά εισφοροδιαφυγή, αλλά και μη καταβολή ημερομισθίου ή υπερωρίας, γνωρίζοντας ότι ο εργαζόμενος του θα ενεργήσει έτσι ώστε να αποκαλυφθεί η εις βάρος του αδικία. Αν μάλιστα, το αδίκημα της εισφοροδιαφυγής νομοθετηθεί σαν ποινικό αδίκημα, όπως πρέπει να θεωρείται σαν υπεξαίρεση σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος αλλά και του εργαζόμενου, διωκόμενο αυτεπάγγελτα, η πιθανότητα της εισφοροδιαγυγής θα μηδενιστεί. Με την ευκαιρία της επικείμενης τροποποίησης της ασφαλιστικής νομοθεσίας, μεταξύ των ζητημάτων που πρέπει να ρυθμιστούν, παρακαλώ να επαναφέρετε και την παρακάτω ρύθμιση, χωρίς μάλιστα ημερομηνία λήξης, που δυστυχώς έπαυσε να ισχύει μετά το 1994. Οι εργαζόμενοι που βεβαιωμένα είχαν εργαστεί προ του 1984 σε περιοχές εκτός της εμβέλειας του ΙΚΑ και οι εργοδότες δεν κολλούσαν («νόμιμα» τότε) ένσημα, να έχουν το δικαίωμα οι ίδιοι να εξαγοράζουν τα ένσημα αυτά, όπως ίσχυε μέχρι το 1994. Πολλοί που υπάγονται σε αυτή την κατηγορία και δεν εξαγόρασαν τα ένσημά τους τότε, είτε δεν είχαν χρήματα, ή δεν το πληροφορήθηκαν έγκαιρα, αφού δεν είχε δοθεί σχετική δημοσιότητα. Υπάρχουν πολλοί εκπαιδευτικοί σε αυτή την κατηγορία, για τους οποίους ο χρόνος αυτός αναγνωρίστηκε σαν εκπαιδευτική προϋπηρεσία για απόδοση κλιμακίου, αλλά δεν αναγνωρίστηκε σαν συντάξιμος επειδή τότε δεν κολλήθηκαν ένσημα ΙΚΑ. Παρόμοια ρύθμιση νομίζω ότι πρέπει να υπάρξει, χωρίς μάλιστα ημερομηνία λήξης, και για όσους βεβαιωμένα εργάστηκαν χωρίς να τους κολληθούν ένσημα και πέρασε ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος του εργοδότη τους. Εφ’ όσον έχει εξαγγελθεί η προαιρετική παραμονή στην εργασία μετά το 35ο έτος εργασίας, θα πρέπει να τροποποιηθεί και ο υπαλληλικός κώδικας, ώστε να μπορεί και δημόσιος υπάλληλος να παραμείνει στην υπηρεσία και μετά το 35ο έτος υπηρεσίας καθώς και μετά το ανώτατο σημερινό όριο ηλικίας. Αυτό θα βοηθήσει σημαντικά τα ασφαλιστικά ταμεία, αν μάλιστα υπάρξουν και σχετικά κίνητρα. Στο συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου ο υπολογισμός της σύνταξης σε πεντηκοστά αντί τριακοστά πέμπτα(τουλάχιστον) για όσους παραμένουν μετά το 35ο έτος, αποτελεί αντικίνητρο παραμονής για τους δημόσιους υπαλλήλους και κίνητρο για έξοδο τους, αλλά και μια κατάφορη αδικία σε βάρος τους, αφού η συνταξιοδοτική επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού( λόγω καταβολής της σύνταξης αλλά και της μισθοδοσίας του αντικαταστάτη τους) και των ταμείων (από την πρόωρη καταβολή του μερίσματος) από αυτούς είναι σημαντικά πολύ μικρότερη από το όφελος που θα έχουν από την μικρή αύξηση που θα είχαν στην σύνταξη. Με μέσο χρόνο συνταξιοδότησης των δημοσίων υπαλλήλων 20 χρόνια, το κέρδος του προϋπολογισμού είναι περισσότερο από τετραπλάσιο (!!!!) από το κόστος του υπολογισμού της σύνταξης σε τριακοστά πέμπτα αντί σε πεντηκοστά από κάθε χρόνο παραμονής πέραν των 35 ετών. Το ίδιο ισχύει και για τα ταμεία. Παρόμοια, αντικίνητρο πρόωρης εξόδου μπορεί να είναι και το εξής: Προτεραιότητα στην εκκαθάριση και πληρωμή της σύνταξης , των ταμείων και του εφάπαξ να εξαρτάται από τα συντάξιμα χρόνια, εκτός της περίπτωσης εξόδου για λόγους υγείας κλπ. Κάθε περίπτωση να κατατάσσεται σε διαφορετική λίστα αναμονής. Πχ να υπάρχουν 4 διαφορετικές λίστες και η κατάταξη να γίνεται με βάση τα συντάξιμα χρόνια. Πχ 1η λίστα για όσους έχουν έως 30 χρόνια, 2η από 30 έως 33, 3η από 33 έως 35, 4η από 35 και πάνω, με ποσοστά κατά προτεραιότητα εκκαθάρισης από κάθε λίστα 10%, 20%, 30% και 40% του συνολικού αριθμού ικανοποίησης αιτήσεων συνταξιοδότησης αντίστοιχα και με ισομερή κατανομή των αιτήσεων για άλλους έκτακτους λόγους πχ. υγείας, κλπ. Ένα ακόμη μικρό πρόβλημα υπάρχει με το εφάπαξ των εκπαιδευτικών που λόγω της απαγόρευσης παραίτησης στην διάρκεια του διδακτικού έτους αποχωρούν με κάποιους μήνες πέραν των 35 ετών. Το μέγιστο εφάπαξ αντιστοιχεί σε 420 μήνες, δηλ. 35 ακριβώς χρόνια δημόσιας υπηρεσίας, αλλά οι κρατήσεις για το εφάπαξ συνεχίζονται και πέραν των 420 μηνών για όσους εκπαιδευτικούς αποχωρούν μετά την συμπλήρωση του 35ου έτους, επειδή αυτό έγινε στο μέσο του διδακτικού έτους. Έτσι δημιουργείται άνιση μεταχείριση, αφού εκπαιδευτικοί που έχουν υποστεί διαφορετικές κρατήσεις έχουν ίδιο εφάπαξ, δηλαδή άλλοι με 35 ακριβώς χρόνια και άλλοι με περισσότερα από 35 χρόνια. Ή πρέπει το εφάπαξ να εξακολουθεί να αυξάνει με τους μήνες και μετά τον 420ο μήνα υπηρεσίας, ή να σταματούν οι κρατήσεις για το εφάπαξ μετά τον 420ο μήνα υπηρεσίας. Τώρα μάλιστα που προτείνεται νέα ρύθμιση για την αύξηση του μέγιστου αριθμού των συντάξιμων χρόνων για Δ.Υ. πέραν των 35 ετών, νομίζω οπωσδήποτε πρέπει να υπάρξει σχετική ρύθμιση, γιατί εκτός άλλων λόγων, οπωσδήποτε θα υπάρξει σχετική ακυρωτική δικαστική απόφαση από υπάλληλο που θα προσφύγει στην δικαιοσύνη, αφού αποτελεί προφανώς αντισυνταγματικά άνιση μεταχείριση. Η διατήρηση της ρύθμισης αυτής εκτός της αδικίας, αποτελεί και πρόσθετο κίνητρο εξόδου από την υπηρεσία. Κοιν: κ.κ. Έλληνες Βουλευτές, Ευρωβουλευτές,ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΟΛΜΕ, ΟΙΕΛΕ, ΜΜΕ Με ιδιαίτερη εκτίμηση Μυρίδης Δαμιανός Μαθηματικός στο 7ο Γεν. Λύκειο Καλαμαριάς